ΛΙΑΝΑ ΚΑΝΕΛΛΗ: «ΕΜΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΝ ΕΧΟΥΜΕ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟ»

Το Άγιον Όρος, την τύχη την αγαθή είχα να το πρωταντικρίσω εγώ πετώντας μ' ένα «Μιράζ 2000» πάνω απ' τον Άθω. Ήταν το δώρο των φρου­ρών του Αιγαίου, όπως έκτοτε απο­καλώ τους πιλότους της πολεμικής μας αεροπορίας, για τη γιορτή των αρχαγγέλων, τη δική τους, προς μία δημοσιογράφο που επιμένει να με­τράει τις αναχαιτίσεις των απέναντι κι όχι τις παραβιάσεις τους...


Λέγω «τύχη αγαθή» κι ας με πουν μελοδραματική, όσοι δεν ένιωσαν το προνόμιο να αεροζυγιάζονται με τα σύννεφα. Να περιδιάβαιναν τις κατοι­κίες των αγγέλων.
Να βλέπουν μ' ό­λα τα κύτταρα του φθαρτού σώματος τους, την
προσευχή ως αύρα χαρμο­λύπης να εγκολπώνεται σκήτες και μοναστήρια, τις κατοικίες των ερα­στών μιας ταπεινότητας, που αντέχει χίλια χρόνια τώρα να υπερασπίζεται με πίστη κι αγάπη τους πολλούς και άπιστους.

Όταν διάβασα στις εφημερίδες πως δύο κοινοτικές κυρίες αξιωμα­τούχοι βγήκαν να μας επιτιμήσουν που επιμένουμε στο Άβατον του «Πε­ριβολιού της Παναγιάς» μας, ανάμε­σα σε κάτι φληναφήματα περί ισότη­τας των δύο φύλων, διακρίσεις κι άλ­λα τέτοια εκ του πονηρού, όταν τα έργα απάδουν των μεγαλοστομιών, στην αρχή γέλασα. Ύστερα δημοσιογραφικών πονηρεύτηκα, ανησύχησα, για να οργιστώ εντέλει από το ενδε­χόμενο να πρέπει να είμαι συνεχώς σε ...αγιορείτικη επιφυλακή.

Ήθελα να τις έχω μπροστά μου με ελληνικό κρασί και ψωμοτύρι, σε ά­γιες νύχτες ανοιξιάτικες, να μυρίζει αγιόκλημα και θυμάρι, να σκάνε μέσα στα ρούχα του ορθολογισμού τους και να τους μιλάω ώρες για τον έρωτα της ελευθερίας. Να προσπαθώ να τους πω πως για μας εδώ, τους ενα­πομείναντες και τις εναπομείνασες, Ρωμιούς και Ρωμιές, ο έρωτας είναι που έφερε το Άβατον του Ορους. Και πως στην κλίμακα των δικών μας α­ξιών, όπου θα βρεις κομουνιστή να κάνει τον σταυρό του και παπά με το ντουφέκι να υπερασπίζεται τα ντουβάρια του και ελεύθερους πολιορκη­μένους και γυναίκες να χορεύουν κα­τά γκρεμού και μιαν Ανάσταση ακατα­νόητη, αφού πεθαίνεις με την πίστη πως ο θάνατος με θάνατο νικιέται.

Πώς να τους πω όμως, πως εμείς μαθημένοι να πληρώνουμε περατατζίδικα στον Χάρο, με τραγούδια σαν το «έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά κι ο πατέρας του στον Ά­δη άκουσε μια ντουφέκια», έχουμε μια Παναγιά που δεν είναι σαν τη Μαντό­να τους και κηδεύει το παιδί της με «Ω γλυκύ μου έαρ γλυκύτατον μου τέκνον πού έδυ σου το κάλλος...». Τι να τους πω; Πως το Άβατον το σεβά­στηκαν επί τετρακόσια χρόνια οι μου­σουλμάνοι κατακτητές μας; Πως, ό­ποτε κατατρεγμένος, διωγμένος λα­ός, γυναικόπαιδα, έτρεξαν να κρυ­φτούν στο Άγιον Όρος. Το Άβατον ήρθη, όπως με την Αγάπη και για την Αγάπη αίρεται ως και η ελευθέρια;

Θα με κοίταζαν ωσάν κάτοικο άλ­λου πλανήτη αν τους έλεγα πως, ό­ποιος προσπαθήσει να παραβιάσει το Άβατον θα βρει σ' αυτό το τρίτο πόδι της Χαλκιδικής ως άπαρτο ανάχωμα, πρώτες και καλύτερες τις γυναίκες αυτού του τόπου που δεν μετράνε την «ελευθερία» και τα «δικαιώματα τους» με το μέτρο που κονταίνει την πίστη των ανδρών τους. Πως δεν συλ­λογίζονται με το μέτρο των δήθε
Keywords
Τυχαία Θέματα