Μύθοι και αλήθειες για τις λίστες κατάταξης των Πανεπιστημίων

«Τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου». «Οι μεγαλύτεροι επιστήμονες παγκοσμίως». «Οι πρώτοι των πρώτων»… Κάθε χρόνο δεκάδες ερευνητικά κέντρα, δημόσιοι και ιδιωτικοί οργανισμοί μετράνε την «επιστημοσύνη» και εκδίδουν στοιχεία, λίστες, δίνουν βραβεία, τιμούν επιστήμονες και ερευνητές παγκοσμίως. Τα γραφεία Τύπου των πανεπιστημίων συναγωνίζονται στην έκδοση ανακοινώσεων, οι ειδησεογραφικές σελίδες αναμεταδίδουν, τα επιστημονικά νέα συσσωρεύουν λέξεις επιτυχίας και αποδοχής…

Στο φόντο όλων αυτών όμως, εγείρεται

το αναπόφευκτο ερώτημα: Πόσο εμπιστευόμαστε όλες αυτές τις λίστες; Πώς μετράται η πραγματική αξία ενός επιστήμονα; Και τελικά αυτός ο αγώνας είναι ένας αγώνας που γίνεται με όρους ταχύτητας ή ποιότητας;

Στα παραπάνω, πρέπει να εισαγάγουμε και το κριτήριο του κέρδους: στο χρηματιστήριο της ανώτατης εκπαίδευσης, αντίστοιχες λίστες «φτιάχνουν» ή και καταστρέφουν καριέρες, στήνουν ή ανατρέπουν το προφίλ πανάκριβων εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.

Πέρυσι το Columbia των ΗΠΑ, ένα από τα κορυφαία πανεπιστήμια της χώρας και μέλος της περίφημης «Ivy League», έπεσε στο Νο 18 της κατάταξης των κολεγίων του US News & World Report, όταν παραδέχτηκε ότι υπέβαλε ανακριβή στοιχεία που είχαν αποτέλεσμα να εκτιναχθεί στα ύψη της κατάταξης.

Harvard, Yale και Berkley τούς γύρισαν την πλάτη

Τους προηγούμενους μήνες, οι Νομικές Σχολές του Harvard και του Yale ανακοίνωσαν ότι δεν ξαναδίνουν στοιχεία και αποχωρούν από την κατάταξη World News Report γιατί αρνούνται να συμμετέχουν σε αντίστοιχες κατηγοριοποιήσεις. Αντίστοιχα η Νομική Σχολή του Berkley αποχώρησε από τη US News ranking of law schools, κρίνοντας ότι «αν και οι κατατάξεις είναι αναπόφευκτες και αναπόφευκτα έχουν κάποια αυθαίρετα χαρακτηριστικά, υπάρχουν πτυχές τους που είναι βαθιά ασυνεπείς με τις αξίες και τη δημόσια αποστολή» του μεγάλου αμερικανικού ιδρύματος.

Περισσότερη αμφισβήτηση; Μια πτυχή του ζητήματος αφορά τα επιστημονικά περιοδικά ανοικτής πρόσβασης και τις δημοσιεύσεις σ' αυτά έναντι αμοιβής που αυξάνουν τις αναφορές επιστημόνων ποσοτικά στην παγκόσμια επιστημονική εκδοτική εικόνα (και άρα τη συμμετοχή τους σε λίστες αξιολόγησης). Και «θολώνουν» περισσότερο τα όρια μεταξύ ταχύτητας και… ποιότητας.

Μάλιστα, πληροφορίες από ακαδημαϊκούς κύκλους αναφέρουν ότι πανεπιστήμια στην Ινδία ή την Κίνα αλλά και άλλες χώρες του κόσμου πληρώνουν έως και 1.000 - 2.000 δολάρια ανά άρθρο για να δημοσιεύουν οι καθηγητές και οι ερευνητές τους και να ανεβαίνουν οι δείκτες που αξιολογούν την ερευνητική επίδοση του ιδρύματός τους…

Μποζόνιο του Χιγκς με 10 δημοσιεύσεις

Ο διάσημος ερευνητής Πίτερ Χιγκς, ο βρετανός επιστήμονας που έδωσε το όνομά του στο μποζόνιο Χιγκς, 94 ετών σήμερα, δήλωσε πριν από μερικά χρόνια στην «Guardian» ότι πιστεύει πως κανένα πανεπιστήμιο δεν θα τον απασχολούσε στο σημερινό ακαδημαϊκό σύστημα επειδή δεν θα τον θεωρούσαν αρκετά «παραγωγικό»… Δημοσίευσε λιγότερες από 10 εργασίες μετά την πρωτοποριακή εργασία του, που προσδιόριζε τον μηχανισμό με τον οποίο το υποατομικό υλικό αποκτά μάζα, το 1964, ενώ πλέον αμφιβάλλει ότι μια παρόμοια σημαντική ανακάλυψη θα μπορούσε να επιτευχθεί στη σημερινή ακαδημαϊκή κουλτούρα, με τη συνεχόμενη πίεση προς τους ακαδημαϊκούς για διαρκείς δημοσιεύσεις.

Σ αυτό το τοπίο, πολλές λίστες αξιολόγησης συντάσσονται με κριτήρια αμφισβητούμενα και συχνά παραπλανητικά. Οπως λέει καθηγητής που εργάζεται στο ερευνητικό μεγαθήριο του Cern «στις δημοσιεύσεις που κάνουμε συχνά περιλαμβάνονται ερευνητές που ούτε καν ξέρουν την ουσία της πραγματικής ανακάλυψης που υπογράφουν, αλλά ως συνεργάτες, το όνομά τους συμπεριλαμβάνεται στις αναφορές της».

Καμία υπόληψη στη Βρετανία

«Δεν γνωρίζω κανέναν πανεπιστημιακό που να θεωρεί ότι οι πίνακες κατάταξης των πανεπιστημίων στη Βρετανία έχουν την παραμικρή εγκυρότητα» λέει ο ιστορικός Κωνσταντίνος Καζαμίας του Coventry University, μιλώντας στα «ΝΕΑ». «Αυτό είναι αποδεκτό και από το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα, και γι' αυτό δεν υπάρχει μόνο ένας επίσημος πίνακας, αλλά διάφοροι, κυρίως από τις μεγάλες εφημερίδες. Πρόκειται για ένα σύστημα ανάλογο με τους οίκους αξιολόγησης που οδήγησαν τη χώρα μας στην κρίση χρέους το 2009-10».

«Απόδειξη της χαμηλής εγκυρότητάς τους είναι ότι σύμφωνα με τον πίνακα των "Times", ένα πανεπιστήμιο μπορεί να είναι 50ό στην κατάταξη, αλλά σύμφωνα με τον άλλον, της εφημερίδας "Guardian", μπορεί να είναι στα καλύτερα 20. Αυτό οφείλεται στο ότι τα κριτήρια που χρησιμοποιούν είναι πολύ διαφορετικά. Το αποτέλεσμα είναι ότι συνήθως μπερδεύουν αντί να ξεκαθαρίζουν» συνεχίζει.

«Συχνά δε, τα κριτήρια που χρησιμοποιούν δεν σχετίζονται με την πραγματική ποιότητα της παιδείας που παρέχεται, ενώ σε άλλες περιπτώσεις δεν είναι εύκολα μετρήσιμα. Π.χ. πολλά πανεπιστήμια έχουν καθηγητές που είναι σημαντικοί στην έρευνα, και έτσι παίρνουν μεγάλους βαθμούς στην κατάταξη. Ομως, οι καθηγητές αυτοί πολλές φορές δεν διδάσκουν παρά ελάχιστα, και οι φοιτητές μαθαίνουν από βοηθούς ή εποχικό προσωπικό. Η κατάταξη όμως δεν μπορεί να το πιάσει αυτό» λέει ο ίδιος. «Το πώς συγκεντρώνονται τα στοιχεία αυτά για εκατοντάδες χιλιάδες αποφοίτους ετησίως είναι μυστήριο. Οι περισσότεροι που γνωρίζουμε τι γίνεται υποψιαζόμαστε ότι υπάρχουν τόνοι "δημιουργικής στατιστικής" γύρω από τα στοιχεία αυτά» αναφέρει χαρακτηριστικά.

«Αγγλοσαξονική εφεύρεση»

Ο Κωνσταντίνος Κομέτης, καθηγητής στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, που είναι δημόσιο πανεπιστήμιο της χώρας, λέει ότι «το θέμα των rankings υφίσταται και στην Ισπανία και κυρίως στα ΜΜΕ, τα οποία όπως και στην Ελλάδα αναπαράγουν είτε τις "καλές" είτε τις "κακές" ειδήσεις περί της κατάταξης των εκάστοτε ιδρυμάτων».

«Ομως τα rankings είναι εν τέλει μια αγγλοσαξονική εφεύρεση, η οποία ναι μεν ανταποκρίνεται στους σκοπούς και τους τρόπους λειτουργίας των αμερικανικών, κυρίως, και των βρετανικών, δευτερευόντως, πανεπιστημίων, αλλά που "σκοντάφτει" πάνω στην κουλτούρα των ευρωπαϊκών ΑΕΙ» αναφέρει.

Το «μέτρο» της επιστημονικής ποιότητας

«Κάθε επιστήμονας στη διάρκεια της καριέρας του υποβάλλεται σε πολλαπλές διαδικασίες αξιολόγησης» λέει η Εφη Μπάσδρα, καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής Αθηνών και πρώην προέδρου του ΙΚΥ. «Ο πιο σημαντικός σήμερα τέτοιος δείκτης αποδεκτός παγκοσμίως είναι ο δείκτης h (h-index) και χρησιμοποιείται ως «μέτρο» της επιστημονικής ποιότητας του έργου ενός επιστήμονα. Ο ποιοτικός δείκτης h είναι ένας αριθμός αποκλειστικά προσανατολισμένος στην καταγραφή της ποιότητας και της απήχησης των ακαδημαϊκών δημοσιεύσεων του κάθε ερευνητή χωρίς να παίρνει υπόψη του per se την ποσότητά τους» αναφέρει. «Γενικότερα αν κάποιος ανατρέξει σε πλατφόρμες αξιολόγησης όπως το Google Scholar θα διαπιστώσει ότι μεγάλοι επιστήμονες στη διάρκεια του ενεργού ερευνητικού τους βίου δεν έχουν πάνω από το πολύ 1.500 δημοσιεύσεις. Είναι και ανθρωπίνως δύσκολο να μπορείς να θυμάσαι δυο και τρεις χιλιάδες δημοσιεύσεις…».

Αλλαγή νοοτροπίας από την ΕΕ

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνας (ERC) αναμένεται να κάνει αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο αξιολογεί τις προτάσεις για έρευνα, όπως δήλωσε χθες η πρόεδρος του επιστημονικού του συμβουλίου, Maria Leptin, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

«Η επιστημονική αριστεία θα παραμείνει το βασικό κριτήριο, αλλά έχουμε βρει έναν τρόπο να εξετάζουμε πώς θα ληφθούν υπόψη άλλες συνεισφορές στην κοινωνία και στην επιστημονική κοινότητα» δήλωσε συγκεκριμένα η Leptin στους ευρωβουλευτές.

Η ίδια δεν αποκάλυψε λεπτομέρειες, ωστόσο οι σκέψεις που αφορούν την ευρωπαϊκή αξιολόγηση της έρευνας φαίνεται ότι απομακρύνονται από το «κυνήγι» των αριθμών και τις «δημιουργικές» στατιστικές σχετικά με τον αριθμό των άρθρων περιοδικών που δημοσιεύει ένας επιστήμονας και τον παράγοντα αντικτύπου τους.

Ετσι, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΕ που βασίζονται στην επιστήμη για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της Ευρώπης προσανατολίζονται τώρα στην αλλαγή νοοτροπίας στη «μέτρηση» της έρευνας, στρέφοντας τη ματιά τους στο πώς η επιστήμη και οι ερευνητές συνεισφέρουν τελικά με τη δουλειά τους στην κοινωνία και στην οικονομία.

Keywords
Τυχαία Θέματα