Διακινδυνεύσεις και εγγυήσεις

του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη

Ένα από τα μαθήματα που μας δίνει η φύση είναι ότι παρά την ισορροπία που διαθέτει, τίποτα σε αυτή δεν είναι εγγυημένο, όλα είναι υπό διεκδίκηση, από το ζωτικό χώρο κάθε πλάσματος, μέχρι την αναπαραγωγή του. Η ίδια η φύση μας διδάσκει πως δύο είναι οι τρόποι για να μάθει κανείς, ο εύκολος και ο δύσκολος.

Αν μεταφέρουμε τα δύο αυτά, πολύτιμα, μαθήματα στην ελληνική κοινωνία, θα διαπιστώσουμε, χωρίς ιδιαίτερο κόπο, πως: α) μαθαίνει πάντα με το δύσκολο τρόπο, αφού πρώτα υποφέρει πολύ και, β) η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού σήμερα θεωρεί πως
η ζωή είναι μια διαρκώς βελτιούμενη προς το καλύτερο κατάσταση με κρατικές εγγυήσεις.

Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να αναστοχαστεί και να βγάλει συμπεράσματα από την κρίση μοντέλου που τη μαστίζει εδώ και 4, περίπου, χρόνια. Στο μεταπολιτευτικό διάστημα, γαλουχήθηκαν οι γενιές με την αντίληψη ότι η ζωή, δίχως ιδιαίτερο κόπο, θα βελτιώνεται διαρκώς και ότι ο μεγαλύτερος εγγυητής αυτής της αέναης ευημερίας θα είναι το ίδιο το κράτος που θα εξασφαλίζει τους πόρους.

Με τη λογική ότι η Ελλάδα είναι η χώρα της Μερέντας και ότι ο κάθε κάτοικος δικαιούνται το δικό του σπίτι στο λιβάδι, γενιές και γενιές μεγάλωσαν και εντάχθηκαν στην οικονομική και κοινωνική ζωή με την πεποίθηση ότι η ευημερία είναι μια διαρκής κατάσταση, πως η διεκδίκηση ξεκινάει και σταματάει στην πρώτη εργασιακή θέση που θα καταλάβει ο άνθρωπος, πως οι έννοιες διαγενεακή και ενδογενεακή κινητικότητα είναι κάτι ακαταλαβίστικα καλβινιστικά τερτίπια που σκοπεύουν στο να χαλάσουν τη ζαχαρένια και ειδυλλιακή ζωή που έφτιαξε πριν από εμάς αλλά για εμάς το κράτος. Κλειστή και κλειστοφοβική η ελληνική κοινωνία είδε στο μοντέλο της δάνειας αλλά με κρατικές εγγυήσεις ευημερίας και αμεριμνησίας, τον επί της γης παράδεισο, την εφαρμογή της ουτοπίας χωρίς την επανάσταση.

Παραδομένη στη χαύνωση της αμεριμνησίας ζούσε θαρρείς και θα ήταν η τελευταία γενιά αυτής της χώρας. Δανείστηκε ασύστολα και άκριτα, με μια βουλιμία θαρρείς πεισιθανάτια, βάζοντας ενέχυρο την ίδια τη χώρα και φορτώνοντας τις επόμενες γενιές με χρέη και βάρη που δεν τους ανήκουν.

Το βασικό περιουσιακό στοιχείο του νεορωμιού δεν ήταν τα χρήματα,- δανεικά συνήθως, - αλλά η «αίσθηση της σιγουριάς» που του εξασφάλιζε το πελατειακό κράτος, σε μια αγαστή και πρωτοφανή, ιστορικά, σύμπνοια, ελίτ και πολιτών. Με αυτή την «αίσθηση σιγουριάς» ως Νέα Παναγιά των Ρωμιών, ο νεορωμιός πορευόταν, θεωρώντας πως η γραμμική εξέλιξη του χρόνου του εξασφάλιζε εσαεί την παραμονή στα πρανή του επίγειου παραδείσου του ελληνικού εξαιρετισμού.
Αυτό είχε μια σειρά επιπτώσεις τόσο στην οικονομία όσο και στην κοινωνία. Πέραν των προφανών, μια από τις σημαντικότερες επιπτώσεις είναι η ανικανότητα που χαρακτηρίζει ένα πολύ μεγάλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού να διαχειριστεί την αλλαγή που συντελείται στη ζωή του. Οι μόνιμες, εγγυημένες από το κράτος, σταθερές καταρρέουν, τα δάνεια που έχει λάβει θα πρέπει να τα επιστρέψει, βασικές ιδέες - φετίχ του παρελθόντος αποδείχτηκαν κενό γράμμα και ο άνθρωπος θα πρέπει να διεκδικήσει εξ αρχής και το ζωτικό του χώρο, αλλά και την ευημερία του.

Παραμένοντας ακόμη και κλειστή και κλειστοφοβική η ελληνική κοινωνία αδυνατεί να συγχρονίσει το βήμα της με το σύγχρονο, διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Αυτό την οδηγεί στην αμφίθυμη κατάσταση να μετεωρίζεται μεταξύ Ανατολής και Δύσης, δημιουργώντας νέα ψευδεπίγραφα πολιτικά και ιδεολογικά δίπολα, μόνο και μόνο γιατί τρέφεται όχι από το διάλογο, την ανοιχτή σκέψη και την απορία ως πηγή της γνώσης, αλλά από την πόλωση, την εσωστρέφεια και τη μαζοχιστική της διάθεση να τρώει τις σάρκες της.
Keywords
Αναζητήσεις
content
Τυχαία Θέματα