Ποιος «κλείνει» τις εφημερίδες;

Ποιος αλήθεια «κλείνει» τις εφημερίδες; Οι νόμοι ή οι αναγνώστες; Το ερώτημα επανέρχεται με αφορμή την διαβούλευση για το νέο νομοσχέδιο για τα ΜΜΕ που αφορά κατά βάση τη δημιουργία Μητρώων Έντυπου και Ηλεκτρονικού Τύπου και ρυθμίζει και θέματα κρατικής διαφήμισης.

Η σχετική διαβούλευση έχει ολοκληρωθεί και πλέον αναμένεται η τελική μορφή του νομοσχεδίου, πριν αυτό πάρει τον δρόμο προς την Βουλή. Το ενδιαφέρον εστιάζεται πλέον στο αν και ποιες από τις παρατηρήσεις

και προτάσεις όσων συμμετείχαν στη διαβούλευση (οργανισμών, φορέων, Ενώσεων, νομικών, δημοσιογράφων, εκδοτών κ.α.) θα γίνουν δεκτές και θα ενσωματωθούν σε αυτό. Εκτιμούμε ότι το νομοσχέδιο βρίσκεται προς τη σωστή κατεύθυνση και αποτελεί ένα πρώτο βήμα για τη θεσμική εκκαθάριση του τοπίου, κυρίως σε ότι αφορά στις περιφερειακές εφημερίδες. Ωστόσο δεν είναι αρκετό, αφού κυρίως στο ζήτημα της κρατικής διαφήμισης που θίγεται, απαιτούνται επιπλέον διευκρινήσεις και προσθήκες προς την κατεύθυνση της διαφάνειας. Εστιάζοντας στον περιφερειακό Τύπο, ο οποίος ταλαιπωρείται εδώ και δεκαετίες από χρονίζουσες παθογένειες, ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που θίγει το νομοσχέδιο είναι και αυτό που αφορά στις υποχρεωτικές κρατικές δημοσιεύσεις, που σύμφωνα με τα ισχύοντα καταργούνται από την 1η Ιανουαρίου του 2024.

Οι συνεχείς παρατάσεις και αναβολές της κατάργησης των δημοσιεύσεων αυτών μόνο καλό δεν έκαναν στις εφημερίδες. Θα πρέπει επιτέλους να ισχύσει ο νόμος ώστε να ξεκαθαρίσει το τοπίο και να παραμείνουν οι εφημερίδες που λειτουργούν με ορθολογικά και επιχειρηματικά κριτήρια και όχι εκείνες που στηρίζονται αποκλειστικά και μόνο σε κρατικές διαφημίσεις. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, για έναν μεγάλο αριθμό περιφερειακών εφημερίδων το ποσοστό του ετήσιου κύκλου εργασιών τους που προέρχεται από το κράτος υπερβαίνει το 50%, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις φθάνει και το 70%. Πρόκειται για εξωπραγματικά ποσοστά που αναδεικνύουν το μέγεθος της παθογένειας και του ανορθολογισμού. Αυτό θα πρέπει να σταματήσει.

Κι αυτό προσπαθεί το νομοσχέδιο θέτοντας κανόνες και προϋποθέσεις για την κατανομή του δημόσιου χρήματος στις εφημερίδες, οι οποίοι είναι προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά δεν αρκούν. Χρειάζονται βελτιώσεις. Π.χ. στην καθιέρωση του ελάχιστου ορίου πωλήσεων ανά έκδοση, το οποίο πρέπει να τεθεί υψηλότερα του 0,3% επί του πληθυσμού του εκάστοτε νομού, που προβλέπει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Με τον προτεινόμενο συντελεστή μόνο σε 7 νομούς της χώρας απαιτούνται πωλήσεις άνω των 500 φύλλων, μαζί με τις συνδρομές, ενώ σχεδόν στους μισούς νομούς απαιτούνται λιγότερα από 3.000 φύλλα.

Πρόκειται για πολύ χαμηλές κυκλοφορίες για να αποτελούν κριτήριο απορρόφησης κρατικής διαφήμισης. Και εδώ προκύπτει κι άλλο πρόβλημα, κυρίως στον περιφερειακό Τύπο και αφορά στην εξωπραγματικά χαμηλή τιμολόγηση ορισμένων φύλλων που φθάνει σε κάποιες εφημερίδες και στα επίπεδα του 0,1 ευρώ (!), κάτι που δυστυχώς δεν αποτρέπει ούτε το νέο νομοσχέδιο. Ουσιαστικά οι εφημερίδες που τιμολογούνται προς 0,1 ευρώ ανά φύλλο είναι free press, αλλά δεν το δηλώνουν, ώστε να μπορούν να καταχωρούν κρατικές δημοσιεύσεις. Αυτό πρέπει να σταματήσει.

Ποιος λοιπόν «κλείνει» τις εφημερίδες; Η νομοθεσία ή οι αναγνώστες; Μα φυσικά οι αναγνώστες. Κανένας νόμος δεν μπορεί να κλείσει μια εφημερίδα, αφού απαγορεύεται από το Σύνταγμα. Ο καθένας μπορεί να εκδώσει εφημερίδα αλλά όχι – πλέον – με δημόσιο χρήμα. Γιατί εάν δεν μπορεί μια εφημερίδα να επιβιώσει με ίδια μέσα, έχει χαμηλή κυκλοφορία, την διαβάζουν λίγοι και έχει και ελάχιστη διαφήμιση, για ποιο λόγο θα πρέπει με το ζόρι να παραμείνει «ζωντανή»; Οι κανόνες της αγοράς και μόνο θα πρέπει να οδηγούν τις εξελίξεις.

Keywords
Τυχαία Θέματα