Το ποδόσφαιρο του Χίτσκοκ

Δυο λέξεις χαρακτήρισαν το τελευταίο διήμερο του Τσάμπιονς λιγκ: είναι πάντοτε υπερβολικό να μιλάμε για ποδόσφαιρο με τέτοιους όρους, όμως ποτέ στη διοργάνωση αυτή δεν ακούστηκαν τόσο πολύ οι λέξεις «θρίλερ» και «αγωνία» όσο την Τρίτη και την Τετάρτη το βράδυ. «Θρίλερ» χαρακτηρίστηκε η μεγάλη παράσταση ποδοσφαίρου που έδωσαν η Ντόρτμουντ και η Μάλαγα και με τον όρο «αγωνία» περιγράφτηκαν τα όσα συνέβησαν στο Καμπ Νου, όταν χρειάστηκε πάλι ο (τραυματίας αυτή τη φορά) Μέσι για να γλυτώσει η Μπαρτσελόνα από το μαρτύριο του αργού θανάτου στο οποίο την υπέβαλε η επιβλητική Παρί. Είναι ωραίο ότι «θρίλερ»
και «ματς γεμάτο αγωνία» χαρακτηρίστηκαν οι προκρίσεις δυο φαβορί: η Μπορούσια και η Μπάρτσα είχαν το προβάδισμα και το ξέραμε.   Κάθε φορά που στο ποδόσφαιρο ακούω να χρησιμοποιούνται αυτοί οι όροι μου έρχεται στο μυαλό ο μετρ του σασπένς Αλφρεντ Χίτσκοκ και μ' αρέσει να ξεφυλλίζω ένα υπέροχο βιβλίο που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Υψιλον κοντά τριάντα χρόνια και στο οποίο ο σκηνοθέτης συνομιλεί για τις ταινίες του με τον μεγάλο Φρανσουά Τρυφώ. Η συζήτησή τους με βοηθά πάντα να κατανοώ για πιο λόγο χαιρόμαστε με το είδος του μαζοχιστικού άγχος που μπορεί να μας προσφέρει ένα ποδοσφαιρικό παιγνίδι και όχι μόνο.    Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία το 1925. Όταν πήγε στο Χόλιγουντ, έπειτα από δεκαπέντε χρόνια καριέρας στο Λονδίνο, οι αμερικάνοι τον αντιμετώπισαν με αρκετή δυσπιστία. Το πρόβλημα του «μετρ», το οποίο είχε τρομάξει τους παραγωγούς του που πίστευαν στο Θεό Κέρδος, ήταν ότι ακολουθούσε μια και μόνη σεναριακή συνταγή: οι ταινίες του έμοιαζαν στα μάτια των αμερικάνων όλες ίδιες. Οποιος προσπαθούσε να περιγράψει με τρεις γραμμές τις αγγλικές του ταινίες επαναλάμβανε στερεότυπα τα ίδια πράγματα: «ένας αθώος μπλέκει άθελά του σε ένα έγκλημα και έπειτα από αρκετές περιπέτειες κατορθώνει να γλυτώσει και να προκαλέσει και την τιμωρία του ενόχου». Ο «Χιτς» για να στεριώσει στην Αμερική χρειάστηκε την εμπιστοσύνη του Ντέιβιντ Ο’ Σέλζνικ, του ικανότερου ίσως παραγωγού της εποχής. Αυτός ήταν που του έδωσε το δικαίωμα να επιχειρήσει να κάνει και στο Χόλιγουντ ό,τι έκανε και στη Βρετανία, δηλαδή να συνεχίζει να γυρίζει την ίδια ταινία, δίνοντάς μας όμως, διαφορετικές εκδοχές (της) με αριστουργηματικό χαρακτήρα. Ο Χίτσκοκ μιλώντας με τον Τρυφώ περιπαίζει τον όρο «μετρ του σασπένς» γιατί, όπως λέει, το είδος του κινηματογράφου του είναι δεδομένο και απευθύνεται κυρίως «σε όσους ενδιαφέρονται όχι για το τι γίνεται, αλλά για το πώς γίνεται». Άλλωστε το ότι έψαχνε περισσότερο από μια ενδιαφέρουσα πλοκή, τον περφεξιονισμό των δικών του εκφραστικών μέσων, αποδεικνύεται και από το ότι είναι ένας από τους ελάχιστους σκηνοθέτες που γύρισε για δεύτερη φορά την ίδια δική του ταινία! Ο υπέροχος «Ανθρωπος που ήξερε πολλά» υπάρχει και σε βρετανική και σε αμερικανική εκδοχή με την υπογραφή του. Ο Χίτσκοκ δεν είναι ο μόνος σκηνοθέτης που έφτασε να κερδίσει την αναγνώριση  γυρνώντας διαρκώς το ίδιο φιλμ: αυτή η αναζήτηση της τελειοποίησης της έκφρασης ενός προσωπικού οράματος χαρακτήρισε το έργο και πολλών άλλων μεγάλων. Στην Τέχνη η αναμέτρηση του δημιουργού με ένα και μόνο θέμα είναι κάτι συνηθισμένο, κι όχι μόνο στο σινεμά. Αν μάλιστα αντικαταστήσουμε τον όρο «είδος» με τον όρο «ιδέα» μπορούμε να φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι όλοι οι δημιουργοί ασχολούνται με τρεις – τέσσερις ιδέες και τέσσερα πέντε θέματα. Γιατί, όμως, εμείς καθηλωνόμαστε όταν εκ προοιμίου γνωρίζουμε τι πρέπει να περιμένουμε; Και γιατί όσο πιο δεδομένη είναι η πρόταση του δημιουργού και η ενασχόλησή του με το ιερό θέμα του, τόσο πιο μεγάλη γίνεται η επιθυμία μας να παρακολουθήσουμε το επόμενο έργο του; Δεν ξέρω αληθινά αν σε αυτό υπάρχει εξήγηση.  Στο ποδόσφαιρο οι παραστάσεις και οι εικόνες (αλλά και τα όποια δράματα το παιγνίδι προσφέρει), έχουν αξία όταν πιστεύεις ότι είναι μοναδικά. Αν μια θεατρική παράσταση αναζητά την τελειότητα της δια μέσου της καλύτερης δυνατής επανάληψης, στο ποδόσφαιρο κάθε ματς μοιάζει ως κάτι που δεν είναι δυνατόν να επαναληφθεί. Το ματς της Μπορούσια με τη Μάλαγα π.χ αποκλείεται να έχει αυτού του είδους την εξέλιξη όσες φορές κι αν οι δυο τους ξαναπαίξουν – σε αυτή την περίπτωση πραγματικά μπορείς να πεις ότι αυτό που είδες είναι κάτι που δεν ξαναγίνεται. Από την άλλη όλα έχουν γίνει και όλα θα ξαναγίνουν: υπάρχουν πολλές τέτοιες απίστευτες ανατροπές και θα υπάρξουν κι άλλες γιατί η φύση του παιγνιδιού της επιτρέπει. Όπως ακριβώς ένα ματς του μπάσκετ μπορεί να κριθεί στο τελευταίο σουτ έτσι και σε ένα ματς του ποδοσφαίρου μπορεί να υπάρξει ανατροπή στις καθυστερήσεις: ως φίλαθλος δεν μπορείς αυτά ούτε να τα περιμένεις, ούτε να τα υποπτεύεσαι, όμως τα έχεις ξαναδεί. Όπως φυσικά όσο κι αν κατανοείς ότι η Μπαρτσελόνα είναι χειρότερη από το Μέσι δεν μπορείς να είσαι βέβαιος ότι θα αρκούσε σε ένα ματς τέτοιου επιπέδου και μόνο η απλή παρουσία του για να τρομοκρατήσει την Παρί. Και φυσικά πουθενά δεν είναι γραμμένο ότι η τρομοκρατία της Παρί θα έφερνε και τον αποκλεισμό της, μολονότι κι αυτός ήταν πιθανός αφού ποτέ μια φοβισμένη ομάδα δεν θα μπορούσε να αποκλείσει την Μπάρτσα στο Καμπ Νου.    Στις ταινίες του Χίτσκοκ το φινάλε ήταν προβλεπόμενο, όμως ο θεατής έτρωγε τα νύχια του γιατί μπορεί ίσως μια φορά όλα να μην εξελίσσονταν όπως περίμενε. Μπορεί να υπάρχει αγωνία όταν γνωρίζεις το φινάλε; Μπορεί ένα θεαματικό, αλλά ουκ ολίγες φορές επαναλαμβανόμενο φινάλε, να εκπλήσσει; Περισσότερο και από την καταφατική απάντηση έχει ενδιαφέρον ότι υπογράφουμε τη σύμβαση του σασπένς με την καρδιά μας – αναζητούμε μια δόση αδρεναλίνης παρακολουθώντας μια περιπέτεια παρά την υποψία του καλού τέλους και τη βεβαιότητα ότι όλα τα έχουμε ξαναδεί. Γιατί; Πιθανότατα γιατί αυτή η μαζοχιστική διαδικασία μας αρέσει περισσότερο από τις λογικές εξηγήσεις, πιθανότατα γιατί ο Χίτσκοκ έχει δίκιο: το πώς γίνεται κάτι μετράει περισσότερο από το τι γίνεται.      Αν και Βρετανός ο Χίτσκοκ δεν αγαπούσε το ποδόσφαιρο: προτιμούσε το τένις. Νόμιζα ότι αυτό εξηγούνταν από το ότι του άρεσαν οι επαναλαμβανόμενες εικόνες, οι «μανιέρες»: το τένις είναι γεμάτο από τέτοιες. Κάθε φορά που βλέπω όμως ματς με ανατροπές και απρόβλεπτα υποψιάζομαι ότι ο «μετρ» μάλλον έβλεπε το ποδόσφαιρο με ζήλεια: ένα ματς σαν αυτό ανάμεσα στην Μπορούσια και τη Μάλαγα, είναι πιο γεμάτο σε σασπένς, δράμα και ένταση ακόμα κι από τις δικές του ταινίες. Στις οποίες ένας «πρωταγωνιστής – τρομοκράτης» με τον καταλυτικό ρόλο του Μέσι δεν υπήρξε ποτέ.  
Keywords
Τυχαία Θέματα