Περιμένοντας τον Ερντογάν...


«Οταν ξεπερνάει κανείς τον φόβο της γελοιότητας, απελευθερώνεται» –αυτή ήταν η απάντηση που είχε δώσει το μακρινό 1958 ανώτατος Τούρκος διπλωμάτης κατά τη διάρκεια συζητήσεων στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (που οδήγησαν τελικά στην υπογραφή διεθνούς σύμβασης) στον Ελληνα συνάδελφό του, όταν ο τελευταίος τού μετέφερε φιλικά τη δυσφορία της ομήγυρης για τις παράλογες (και γελοίες) απαιτήσεις της Τουρκίας...


Από τότε δεν έχουν αλλάξει πολλά στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής της γειτονικής μας χώρας. Και αν η δική μας οπτική τις περισσότερες φορές σταματά στον παράλογο
(ή και γελοίο) χαρακτήρα αυτών των απαιτήσεων, δεν θα ήταν ίσως εσφαλμένο να εξετάζαμε και την ελευθερία κινήσεων που χαρίζει αυτή ακριβώς η αντίληψη –του απεγκλωβισμού από νομικιστικούς και διπλωματικούς καθωσπρεπισμούς, της απεξάρτησης από σχήματα λογικών συσχετισμών και εσωτερικής συνάφειας. Αυτή η ελευθερία αποτυπώνεται στην απενοχοποιημένη άνεση με την οποία εκφέρονται τα πλέον εχθρικά, υποτιμητικά και επιθετικά σχόλια, στη σχεδόν συνεχή χρήση λόγου μίσους ακόμη και από τα πλέον επίσημα χείλη, στην απροβλημάτιστη αλλαγή συμπεριφοράς χωρίς παροχή εξηγήσεων ή συγγνώμης.
Η προσπάθεια κατανόησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής λαμβάνει συνήθως στη χώρα μας αποκλειστικά και μόνο τη μορφή αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της. Οσο όμως και αν είναι σωστή μια τέτοια στόχευση, οδηγεί δυστυχώς στην παραγνώριση του στοιχείου του χρόνου –στοιχείου που ευνοεί την άσκηση επιθετικής και ελεύθερης από καταναγκασμούς πολιτικής.
Η μη κατανόηση αυτού του πυρηνικού χαρακτηριστικού της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής μάς οδηγεί πολύ συχνά στο να μην μπορούμε να ξεφύγουμε από την αντιμετώπισή της ως γραμμικής, ως «λογικής», ως υπαγόμενης σε ρασιοναλιστικά πλαίσια. Σε πλαίσια δηλαδή όπου δεν μπορούν να συνυπάρχουν αντίθετα, όπου η ένταξη στους BRICs αποκλείει τη συμπόρευση με τη Δύση, όπου είτε είσαι με τη Ρωσία είτε με την Ουκρανία, όπου το να ζητάς την αμερικανική βοήθεια αυτομάτως αποκλείει την οποιαδήποτε παρασπονδία σε σχέση με τις επιθυμίες της Ουάσινγκτον, όπου δεν είναι δυνατόν να είσαι φίλος της Τεχεράνης, της Μόσχας και του Πεκίνου και συγχρόνως να απολαμβάνεις ασυλίας από τους αντιπάλους τους.
Οταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις σαν τις παραπάνω, όπου η Αγκυρα μοιάζει με μαεστρία να μπορεί να συγκεράζει αντίθετες πολιτικές θέσεις και κατευθύνσεις, χωρίς αποκλεισμούς αλλά και χωρίς μεγάλα σκαμπανεβάσματα στην πορεία της, η αμηχανία μας είναι μάλλον έκδηλη. Αποδίδουμε τη δυνατότητα αυτή σε γεωπολιτικές θέσεις, σε μεγέθη, σε χρονικές συγκυρίες –παράγοντες που πάντοτε πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Μας διαφεύγει όμως αυτή η ίδια η ελευθερία κινήσεων που ακυρώνει κάθε δυνατότητα πρόβλεψης και που στηρίζεται σε μια αυτοθεώρηση της Τουρκίας ως αυτοκρατορικής δύναμης –όχι πάλαι ποτέ, αλλά και τώρα.
Και μέρος αυτής της θεώρησης αποτελεί και η αντίληψη περί ηθικής υποχρέωσης υπεράσπισης του σουνιτικού κόσμου, που στην τρέχουσα συγκυρία παίρνει βεβαίως τα χαρακτηριστικά της καταγγελίας της υποκρισίας της Δύσης για ό,τι συμβαίνει στη Γάζα. Ο Ερντογάν το έκανε με εντελώς άκομψο διπλωματικά τρόπο ενώπιον του Γερμανού καγκελάριου Ολαφ Σολτς και δεν έχει κανέναν απολύτως ενδοιασμό να το κάνει ξανά. Και βεβαίως η θεώρησή του ότι πρέπει να είναι τώρα προσεκτικός γιατί «πιέζεται» από την επιθυμία εκταμίευσης της οικονομικής βοήθειας της Ε.Ε. και ότι συνεπώς είναι προς το συμφέρον της χώρας του να επιδείξει καλό πρόσωπο, δεν λαμβάνει υπόψη της ακριβώς αυτά τα στοιχεία που λίγο πιο πάνω αναφέραμε.
Μιλήσαμε προηγουμένως για την από μέρους μας αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής –η οποία και αυτή, δυστυχώς, δεν συνυπολογίζει το στοιχείο του χρόνου. Αν, για παράδειγμα, εξετάσουμε τα αποτελέσματα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής σε σχέση με την επιθυμία της να παίξει τον ρόλο του μεσολαβητή στις προσπάθειες σύναψης συμφωνίας εκεχειρίας στον πόλεμο της Γάζας, χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των ενεργειών της, θα καταλήξουμε αναμφίβολα στο συμπέρασμα ότι η Αγκυρα απέτυχε: η απελευθέρωση δύο Μαλαισιανών ομήρων προφανώς υπολείπεται της σημασίας των προσπαθειών του Κατάρ ή της Αιγύπτου.
Από την άλλη μεριά, η Τουρκία είναι η μόνη σύμμαχος της Δύσης που ανοιχτά και ανενδοίαστα συνεχίζει να μιλάει θετικά για τη Χαμάς. Ο Ερντογάν αρνείται να την κατονομάσει ως τρομοκρατική οργάνωση και την αντιμετωπίζει ως σημαντικό παράγοντα της επόμενης μέρας, ως ψηφίδα του σκηνικού που θα στηθεί όταν τελειώσει ο πόλεμος. Η αξιοσημείωτη αυτή μοναδικότητα, ενώ δεν την εκθέτει στον κίνδυνο να απομονωθεί από τους δυτικούς της φίλους, είναι πιθανό να την αναδείξει σε σημαντικό πόλο συνεννόησης με μια μορφή της Χαμάς που θα προκύψει μετά το τέλος των εχθροπραξιών. Και εδώ πάλι ο χρόνος δρα υπέρ της γειτονικής μας χώρας.
Σωτήρης Στ. Λίβας (Καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο)
efsyn.gr
Keywords
Τυχαία Θέματα