28 ΟΚΤ 1940, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΜΑΧΗΤΗ.

Είναι πρωί και κάνει κρύο, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο αισθάνομαι ζέστη, μια αλλιώτικη ζέστη, σαν φωτιά που καίει όλο μου το σώμα, δεν ξέρω, είναι κάτι άλλο αυτό που με ζεσταίνει, δεν είναι η ξυλόσομπα του φυλακίου, η οποία καίει όλο σχεδόν το βράδυ, δεν ξέρω, η μάλλον ξέρω, είναι η αγωνία μου για το πότε θα δω τους πρώτους ιταλούς και τουρκοαλβανούς να πατάνε το πόδι τους στα ιερά βουνά μας και κάθομαι δίπλα στο πολυβόλο και περιμένω, γιατί ο....
λοχαγός μας πήρε πληροφορία ότι από ώρα σε ώρα θα έρθουν οι βάρβαροι, όπως τότε παλιά, να ματώσουν τον λαό μας και τα ιερά μας χώματα και περιμένω
αγκαλιά με το πολυβόλο να έρθει η ώρα για να ξεπληρώσω το χρέος μου στους προγόνους μου και στην πατρίδα μου, α να, ήρθε ο λοχαγός μου,

τι έγινε ρε μαχητή πως πάει,

μια χαρά λοχαγέ μου, μια χαρά,

μπράβο παιδί μου, μπράβο, με τέτοιους πολεμιστές και στρατιώτες σαν εσένα δεν περνάει ούτε κουνούπι, πόσο μάλλον αυτά τα βόδια, που νομίζουν ότι θα μας κάνουν καλά,

λοχαγέ να ρωτήσω κάτι,

ότι θέλεις μαχητή,

να, τώρα που θα αρχίσει το πανηγύρι θα σας ξαναδώ άραγε, η να αποχαιρετιστούμε από τώρα,

όχι από τώρα αγόρι μου, πρώτα θα σκοτώσουμε καμιά χιλιάδα από αυτούς και μετά άμα τελειώσουν οι σφαίρες μας τότε λέμε το αντίο,

εντάξει λοχαγέ μου τότε ας περιμένει ακόμα λίγο ο θάνατος,

ποιός λογαριάζει θάνατο παιδί μου αυτόν τον πάτησαν εδώ και χιλιάδες χρόνια οι πρόγονοι μας πολεμώντας στις Θερμοπύλες, τον εξαφάνισαν και τον γελοιοποίησαν οι πρόγονοι μας και τώρα θέλει να μας εκδικηθεί, αλλά θα φάει καλά μην στενοχωριέσαι,

δεν στενοχωριέμαι λοχαγέ για τον θάνατο, απλά με τρώει η αγωνία πότε θα τους δω για να τους γαζώσω,

περίμενε παιδί μου έρχεται η ώρα, το μυρίζομαι στον αέρα, παρότι είμαστε στο βουνό ο αέρας μυρίζει σαν βούρκος, θα είναι από τις μαύρες ψυχές τους, αυτό είναι παιδί μου, είναι οι μαύρες ψυχές τους.

Ο λοχαγός έφυγε από ώρα πήγε βλέπεις να ελέγξει και να εμψυχώσει και τα άλλα πολυβολεία, μέσα στα οποία υπήρχαν λιοντάρια, τα οποία περίμεναν να ξεχυθούν στα απάτητα χιόνια κυνηγώντας τους λαγούς και τα αγριογούρουνα, έτσι βλέπεις τους λέγαμε τους μπαστάρδους που ήθελαν χωρίς λόγο να ματώσουν την πατρίδα μας και να κάνουν τον λαό μας δούλους στα δικά τους χωράφια.

Μετά από λίγες ώρες σπάει επιτέλους η αγωνία μου, διότι άκουσα το παρά δίπλα πολυβόλο να τραγουδάει, επιτέλους λέω, επιτέλους, ήρθε η ώρα και άρχισα να φωνάζω, ελάτε και από ρε βόδια, ελάτε και από δω, μη μα αφήνεται μόνο μου ρε, ελάτε ρεεεεεε και με άκουσαν, σαν να ήταν τα λόγια μου μαγική σφυρίχτρα, ναι, τους βλέπω επιτέλους και φωνάζοντας οχιιιιιιιιιιιι αρχίζω να τους κεντάω, με το δάχτυλο να μην μπορεί να ξεκόψει από την σκανδάλη,

εεεε σταμάτα φίλε μου δεν έχει άλλες σφαίρες, σταμάτα να γεμίσω,

ήταν η φωνή του γεμιστή που με έκανε να καταλάβω ότι εδώ και μερικά λεπτά δεν τους σκότωνα με σφαίρες αλλά
Keywords
Αναζητήσεις
ιστοριες απο το 1940, ιστοριες του 1940
Τυχαία Θέματα