ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΛΑΜ

ΑΠΟΚΛΙΝΟΝΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΙΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ...Εἰρήνης ἈρτέμηΘεολόγου-ΦιλολόγουΜ.Α. Θεολογίας- ὑπ. διδάκτορος Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Δύο ἀπὸ τὶς σημαντικότερες μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Χριστιανισμὸς καὶ τὸ Ἰσλάμ...
Οἱ θρησκεῖες[1] αὐτὲς ἀριθμοῦν ἑκατομμύρια πιστοὺς ἀνὰ τὸν κόσμο. Ὁ Χριστιανισμὸς θεωρεῖται παλαιότερος ἀπὸ τὴν Ἰσλαμικὴ θρησκεία. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε περίπου λίγο πρὶν τὸ 4 π.Χ., μεταξὺ 8 καὶ 6 π.Χ.[2], ἐνῷ ὁ Μωάμεθ γεννήθηκε στὰ τέλη τοῦ 6 αἰ. μ.Χ.
Ὁρόσημο γιὰ τὸ Χριστιανισμὸ θεωρεῖται τὸ ἔτος 1 μ.Χ. κατὰ τὸ ὁποῖο γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀντίστοιχα γιὰ τὸ Ἰσλὰμ θεωρεῖται καθοριστικὴ χρονολογία τὸ622, ἀφετηρία τῆς ἰσλαμικῆς χρονολογήσεως. Τὸ ἔτος αὐτὸ ἔλαβε χώρα ἡ φυγὴ τοῦ Μωάμεθ ἀπὸ τὴ Μέκκα καὶ ἡ ἄφιξή του στὴ Μεδίνα[3]. Ὑπάρχουν βασικὲς διαφορὲς μεταξὺ τῶν δύο Θρησκειῶν, ὅπως ἡ ἀντίληψη περὶ Θεοῦ, τὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ὅλα ὅσα αὐτὴ συνεπάγεται, ἡ πίστη ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι». Στὶς κοινωνικὲς ἀντιλήψεις οἱ διαφορὲς κορυφώνονται κυρίως στὴν ἀντίληψη σχετικὰ μὲ τὴν ἀξία καὶ τὴ θέση τῆς γυναίκας, καθὼς καὶ τὴ μορφὴ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Σύμφωνα μὲ τὴ χριστιανικὴ θεολογία, ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ΩΝ, ὁ ὑπάρχων, ὁ Κύριος καὶ δημιουργὸς ὅλων τῶν νοερῶν καὶ ὑλικῶν δημιουργημάτων ποῦ φανερώθηκε (ἀποκαλύφθηκε) στὸν κόσμο σὲ τρεῖς ὑποστάσεις (Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα). Καὶ τὰ τρία πρόσωπα μαζὶ φανερώνονται γιὰ πρώτη φορὰ κατὰ τὴ βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Ὁ Θεὸς Λόγος (μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση Ἰησοῦς Χριστός), τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι ἐπίσης ὁ Υἱὸς ὁ ἀγαπητός, ὁ μονογενής, ποὺ ἔχει διπλὴ γέννηση: ἀπὸ τὸν Πατέρα, χωρὶς μητέρα, ἀχρόνως καὶ ἐν χρόνῳ ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας. Εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, δηλαδὴ Θεάνθρωπος. Μὲ τὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεως, σταυρώσεως καὶ ἀναστάσεώς Του ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου καὶ τὸν λυτρώνει ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ τὴν ἁμαρτία. Μὲ τὴν ἀνάληψή Του, ἀνεβάζει τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸν Πατέρα καὶ τὴν τοποθετεῖ ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὸ πρότερον, στὴν κατάσταση πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ τώρα ἐργάζεται στὴ Ἐκκλησία καὶ τελειώνει (καθαγιάζει) τὰ μυστήρια. Ὁ Χριστιανὸς τὸ δέχεται ἀρχικά, ὡς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες (ποὺ ἐπίσης ὀνομάζονται Ἅγιον Πνεῦμα) στὸ μυστήριο τοῦ χρίσματος. Ἐκεῖ λαμβάνει ὅλες τὶς δωρεές Του, τὶς ὁποῖες, ἐὰν θελήσει νὰ ἀξιοποιήσει, μπορεῖ νὰ καταξιωθεῖ τῆς μεγάλης χάριτος ποῦ εἶναι ἡ κοινωνία μὲ τὸν Ἅγιο Θεὸ καὶ τελικὰ ἡ προσωπική του θέωση κατὰ χάρη καὶ ὁ ἁγιασμός. Ὁ Χριστιανὸς γνωρίζει τὸν Θεὸ «ἀγνώστως» (μὲ τρόπο ὑπὲρ τὴν κτίση) μετέχοντας στὶς ἄκτιστες ἐνέργειές Του καὶ ὄχι στὴν οὐσία Του. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι μεθεκτές, ἀλλὰ ἡ οὐσία Του ἀμέθεκτη. Μόνο τὸ Κοράνιο[4]ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸ αἰσθητὸ σημεῖο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ὑπάρχει ἀγεφύρωτη ἀπόσταση μεταξὺ Θεοῦ καὶ
Keywords
Τυχαία Θέματα