Εμείς και τα "εγώ" μας.

Η φύση γύρω του ανθισμένη κι όμορφη έμοιαζε ασάλευτη όταν εκείνος έκανε το πρώτο βήμα. Η πάχνη του δροσερού πρωινού σάλεψε κάτω απ’ τα πόδια του. Οι μικρές σταλαγματιές κατρακύλησαν απ’ την βελούδινη επιδερμίδα των λουλουδιών και η....
ησυχία βασίλεψε στην πλάση.
Ο μαθητής κοίταξε στο πλάι κι αντίκρισε ξανά εκείνο το υπέροχο δυνατό φως που τον συντρόφευε.
«Δάσκαλε» του είπε περιμένοντας απάντηση.
«Πες μου παιδί μου» του αποκρίθηκε το φως.
«Δάσκαλε, βαδίζω στο φως αλλά είμαι ακόμη εδώ, τι μου συμβαίνει;» Ρώτησε ο μαθητής.
«Παιδί μου, έκανες το πρώτο βήμα αλλά τώρα αρχίζει για σένα ο πόλεμος»
«Ο πόλεμος;» Ρώτησε ανήσυχος. «Μα εγώ βλέπω γύρω μου ειρήνη, δεν βλέπω κάποιον πόλεμο»
«Η ειρήνη παιδί μου είναι πάντα μετά τον πόλεμο. Δεν υπάρχει ειρήνη πριν τον πόλεμο»
«Δεν καταλαβαίνω δάσκαλε»
«Ήρθες απ’ το φως στο σκοτάδι παιδί μου. Λάτρεψες αυτή την ύλη έγινες ένα μ’ αυτήν. Δεν την αγάπησες την ερωτεύτηκες. Σου μιλάω με λέξεις που καταλαβαίνεις είναι κατανοητό;»
«Εννοείς ότι παθιάστηκα μαζί της;»
«Ναι. Έμεινες προσκολλημένος σ’ αυτήν. Έγινες δούλος της Εσύ έβαλες μόνος σου τις χειροπέδες στα χέρια σου. Είσαι ένας αυτόχειρας, καταλαβαίνεις;»
‘Μα τώρα δάσκαλε μετάνιωσα και θέλω να δραπετεύσω. Τι με εμποδίζει να δω το φως;»
«Κοιτάς γύρω σου αλλά ακόμη δεν βλέπεις, αλλά εγώ βλέπω. Όλες αυτές οι επιθυμίες σου. Το χρήμα , η ύλη που ερωτεύτηκες κοίτα τι έχτισες όλους αυτούς τους αιώνες παιδί μου»
«Τι δάσκαλε, τι έκανα;» Ρώτησε τρομαγμένος.
«Βλέπεις τον φύλακα του κατωφλιού;»
«Όχι δάσκαλε ποιος είναι αυτός;»
«Είναι η μοχθηρή και αιμοβόρικη οντότητα που δημιούργησες με τις επιθυμίες σου. Είναι αυτός που φυλάει την πύλη που οδηγεί στο φως»
«Δάσκαλε δημιούργησα χωρίς να το ξέρω ένα τέρας;»
«Ναι παιδί μου. Δυστυχώς ξεπέρασες την αγάπη και την έκανες πάθος. Η κάθε σου παθιασμένη επιθυμία τάιζε μια οντότητα που εσύ γέννησες ώσπου έγινε τέρας. Φυλάκισε την ουσία σου και φράζει την πύλη για να μη την διαβείς»
«Δάσκαλε με τρομάζεις. Πως τα έκανα εγώ όλα αυτά;»
«Κοίταξε πίσω σου παιδί μου» Είπε ο δάσκαλος και ξαφνικά μες τον καθάριο ουρανό εμφανίστηκε μια πελώρια οθόνη. Πόλεμος, δυστυχία, αίμα και δάκρυ έτρεχαν. Αντάρα και κουρνιαχτό και στη μέση ο μαθητής να τρέχει με μια χούφτα χρυσά νομίσματα. Πολιτικοί που σαγηνεύανε τον κόσμο βγάζοντας λόγο σε μπαλκόνια στοχεύοντας στην ψήφο ανυποψίαστων πολιτών. Παιδιά που έκλαιγαν πεινασμένα στην αγκαλιά της μάνας. Θυμός και οργή απ’ τη μια πλούτος και ηδονή απ’ την άλλη. Μισόγυμνες γυναίκες στα πόδια μεθυσμένων ανδρών. Τραγούδια , φωνές κλάμα κι οδυρμός ανάκατα μέσα σε ένα πλήθος που έμοιαζε διαβολικό. Χρυσός και αίμα, αίμα και χρυσός, πόθος και λαγνεία.
Ο μαθητής κοιτούσε τις εικόνες μαγεμένος κι αμίλητος με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γουρλωμένα ανήμπορος να καταλάβει τι έβλεπε.
«Δάσκαλε, εγώ είμαι αυτός μες το πλήθος;» Ρώτησε ξεψυχισμένος.
«Εσύ και τα εγώ σου»
«Τα εγώ
Keywords
Τυχαία Θέματα