Η κερδοφόρος βιομηχανία του ανθρώπινου πόνου...

Το λογοπαίγνιο που μετονομάζει το μνημόνιο σε... μνημόσυνο, είναι πια πασίγνωστο. Θα προσθέσω, όμως, πως είναι και οξύμωρο! Πράγματι, οι κερδοσκοπούντες από τον ανθρώπινο πόνο είναι ίσως οι μόνοι τους οποίους δεν έχει αγγίξει η μνημονιακή λαίλαπα. Γύρω από την Εκκλησία έχει στηθεί μια ολόκληρη βιομηχανία παρηγοριάς και πιστοποίησης οικογενειακής και.....
κοινωνικής νομιμοφροσύνης, η οποία αξιοποιεί ευφυώς τη σκουριασμένη οπισθοδρόμηση των μικρών κοινωνιών της επαρχίας. Μια οπισθοδρόμηση της οποίας τη συντήρηση η
Εκκλησία διακαώς επιθυμεί και για την οποία επιμελώς φροντίζει. Οι λόγοι προφανείς...

Η μητέρα μου υπήρξε προοδευτικός αλλά και πρακτικός άνθρωπος. Έλεγε πάντα: «Όταν φύγω, δεν θέλω να μου κάνετε μνημόσυνα. Δώστε τα χρήματα στην Εκκλησία, να τα μοιράσει στους φτωχούς!» Τι ωραιότερος τρόπος, αλήθεια, να μείνει στη μνήμη ένας συνάνθρωπος... Πέρυσι τέτοιες μέρες έφυγε ξαφνικά, κατά τη διάρκεια καλοκαιρινών διακοπών στο χωριό της. Ανακοίνωσα, λοιπόν, στους συγγενείς ότι, σύμφωνα με την επιθυμία της, αντί μνημοσύνων, θα προσφέρω στη μνήμη της ένα γενναίο ποσό στην Εκκλησία του χωριού, να το διαθέσει κατά την κρίση της για κοινωνικές αγαθοεργίες. Οι συγγενείς έπεσαν να με φάνε: «Τι είν’ αυτά που λες; Θα μας γελάει όλο το χωριό! Θα λένε, για δες ο γιος της, τσιγκουνεύτηκε να κάνει ένα μνημόσυνο για τη μάνα του!» Τους επανέλαβα ότι θα διαθέσω ένα ποσό στη μνήμη της, το οποίο θα υπερβαίνει κατά πολύ τα έξοδα ενός μνημοσύνου. «Εδώ είναι χωριό, κι ο κόσμος περιμένει ν’ ακούσει τους ψαλτάδες, να δει το στάρι, τα ψωμάκια, τα λουλούδια, να πιει τον καφέ και το κονιάκ στο καφενείο, να κάτσει να φάει στην ταβέρνα», με αποστόμωσαν! «Τι θέλεις, να μην τολμάς μετά να πατήσεις εδώ τα καλοκαίρια;»

«Τσιγκουνιά», λοιπόν, στην ιδιωματική διάλεκτο του χωριού σημαίνει όχι να μην διαθέτεις χρήμα για έναν καλό σκοπό, αλλά να μην το διαθέτεις για να συντηρήσεις την τοπική παραοικονομία που κερδοσκοπεί απ’ τον ανθρώπινο πόνο! Μια βιομηχανία που χρησιμοποιεί σαν πρώτες ύλες τη σκουριασμένη συντήρηση των μικρών κοινωνιών της Ελλάδας, και το φόβο του ανθρώπου μπροστά στην ενδεχόμενη απώλεια της κοινωνικής αποδοχής. Με αρχι-βιομήχανο τον ίδιο τον παπά του χωριού, και άξιους οικονομικούς συνεργάτες τους ψαλτάδες, τους κωδωνοκρούστες, τους τοπικούς λουλουδάδες, τους ζαχαροπλάστες, τους καφετζήδες, κι όποιους άλλους τυχόν ξέχασα...

Θέλοντας να αποφύγω τη ρήξη με συγγενείς, τελικά ενέδωσα. Για την ιστορία, το συνολικό κόστος για μια δεκάλεπτη τελετή, η οποία μάλιστα κάλυψε ταυτόχρονα δύο διαφορετικούς εκλιπόντες (αποφέροντας, εννοείται, και διπλάσια κέρδη στην Εκκλησία!) άγγιξε τα 750 ευρώ. Στην ήπια εκφρασμένη απορία μου για το κόστος αυτό, ανέλαβε να απαντήσει η «φαρμακόγλωσση» του χωριού, η οποία καθορίζει και το μέτρο βάσει του οποίου εκχωρείται ή όχι το πιστοποιητικό της κοινωνικής νομιμοφροσύνης στη γειτονιά: «Δεν πειράζει, πληρώστε κι εσείς οι πλούσιοι! Εδώ τα φτωχαδάκια πληρώνουν και ξαναπληρώνουν τόσα!» Παρακάμπτοντας ό
Keywords
Τυχαία Θέματα