Περί χαχόλων

Χαχόλος: λέξη ρωσικής προελεύσεως (хохол) που περιγράφει το μεγαλόσωμο και άχαρο άνθρωπο. Στα ελληνικά περιγράφει τον αδαή και βραδύνοα άνθρωπο, που άγεται και φέρεται. Π.χ. Σε ποιους νομίζουν ότι απευθύνονται, για χαχόλους μάς περνάνε; Δεν θα περάσει έτσι αυτό!
Την επομένη των εκλογών έτυχε να βρεθώ κάπου μαζί με δυο πασοκους. Όχι στην ίδια παρέα αλλά......
στον ίδιο χώρο. Οι πασοκοι, φανατικοί πρασινοφρουροί παλαιάς κοπής, πανηγύριζαν για την ‘‘μεγάλη νίκη’’ που κατήγαγε το κίνημα στις δημοτικές εκλογές. Είχαν
ταξιδέψει μακριά για να ψηφίσουν και να στηρίξουν. Και τα έβαζαν με την Μακεδονία, την Θεσσαλία και την Ήπειρο που ψηφίσαν δεξιά και δεν επέτρεψαν στο κίνημα να επιτύχει συντριπτική νίκη.
Τους άκουγα με πολύ ενδιαφέρον, περισσότερο από ιατρική ή κοινωνιολογική άποψη παρά από όρεξη για πολιτική αντιπαράθεση.
Σε κάποια φάση ο ένας γυρίζει και μου λέει μισό-αστεία, μισό-σοβαρά, εκεί που έκανα τη δουλειά μου: ‘‘Οννεδιτη μην κάθεσαι μόνος σου, έλα κ
Keywords
Τυχαία Θέματα