Πηδάει το κουτσό βατράχι;

Μέχρι πότες, μωρέ; Μέχρι πότε ο λαός μας θα εξευτελίζεται, έτσι;
"Δεν υπάρχουν λεφτά", μας λένε, "και γι' αυτό θα πρέπει να δεχτούμε όλες τις ταπεινώσεις, να ξεπουληθούμε σαν φτηνοπραμάτεια στο αγοραίο παζάρι, ν' αποδεχθούμε την κατοχή και την απώλεια, όχι μόνο κάθε έννοιας πολιτικής αυτοτέλειας και εθνικής ανεξαρτησίας, αλλά κάθε ίχνους αξιοπρέπειας· αυτή είναι η....
τύχη των χρεωκοπημένων, να περνούν υποταγμένοι κάτω απ' τα καυδιανά δίκρανα της...Ενωμένης Ευρώπης".
Αλήθεια;

Εγώ λέω ότι το ιστορικό χρέος
των λαών, αν θέλουν να λογίζονται τέτοιοι, είναι ν' αντιστέκονται. Ν' αντιστέκονται σε κάθε μορφή τυραννίας, κατεξευτελισμού, υποδούλωσης, κατοχής.
Εγώ λέω ότι όλη αυτή η ιστορία είναι μια φάμπρικα απάτης. Ποιος είν' εκείνος ο λαός της Ευρώπης που δεν βάσισε την όποια οικονομική και κοινωνική του ευμάρεια στη φούσκα του "εύκολου χρήματος" και του δημόσιου δανεισμού; Ποιος είν' εκείνος ο αναμάρτητος, να μας λιθοβολήσει πρώτος;

Εγώ λέω ότι είμαστε τα θύματα ενός πρωτοφανούς πειράματος, ενός νέου "ψυχρού πολέμου" της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και της "παγκόσμιας κυβέρνησης", ένας αδύναμος κρίκος σε μια αδυσώπητη οικονομική και γεωπολιτική διελκυστίνδα.
Μας θεωρούν το βατράχι καταμεσής στο βάλτο όπου τσακώνονται τα βουβάλια.
Κι εμείς συμπεριφερόμαστε και λειτουργούμε ακριβώς έτσι, σαν το "ατυχές" βατράχι.
Μας κόψαν τό 'να πόδι: "πήδα βάτραχε", μας πρόσταξαν, "αλλιώς δεν έχει φαΐ το μεσημέρι!". Πασχίσαμε, χοροπηδήξαμε στο τέλος, σαν γελοίες καρικατούρες, χαμογελάσαμε κιόλας μπας και μας λυπηθούν. "Πιο ψηλά", προστάξαν εκνευρισμένοι, "πιο ψηλά να πηδάς, όχι έτσι λιγόψυχα". Πιο ψηλά εμείς, αγκομαχάμε.
Μας κόψαν και τ' άλλο ποδάρι. "Τρέχα τώρα, βατράχι, να σε δω πώς τρέχεις με δυο ποδάρια μόνο", μας έφτυσαν μέσα απ' τα "πολιτισμένα" φιρμάνια τους. Σουρθήκαμε εμείς, γρήγορα· μεγάλη υπόθεση να μπορείς να σουρθείς γρήγορα. Χαμογελούσαμε ακόμα, δεν μπορεί, είναι φίλοι μας, είναι εταίροι μας, είναι πολιτισμένοι άνθρωποι, σοβαροί, δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα μας λυπηθούν.
"Κοροϊδεύεις βάτραχε; Σού 'παμε να τρέξεις, πρώτος πρέπει νά 'ρθεις, πρέπει να ξεπεράσεις ακόμα και τους λαγούς μέσα στο δάσος! Μπρος, Raus!", είχαν γίνει έξω φρενών τώρα. Ακούς εκεί να τους κοροϊδεύουμε, κι αντί να τρέχουμε σαν βατράχια-ολυμπιονίκες, να σουρνόμαστε ξέπνοοι πάνω στα δυο ποδάρια που είχαν την ευγενή καλοσύνη να μας αφήσουν. Αυτοί φταίγανε που δεν μας πάτησαν το κεφάλι, να ξεμπερδεύουν μια και καλή μ' εμάς.
Σηκωθήκαμε, αιμόφυρτοι, σακάτηδες, δυστυχείς, μοιραίοι, να τρέξουμε πάνω στα δυο ποδάρια που μας απέμειναν. "Είναι καθήκον νεοπατριωτικό", έσκουζε κάπου στο βάθος ο υποβολέας, "έχουμε καθήκον, εμείς τα βατράχια, να μην απογοητεύσουμε τους φίλους μας, που θυσιάστηκαν να μας κόβουν τα ποδάρια. Εμπρός, να τρέξουμε τώρα βατραχοπατριώτες!". Κάπου θες να φωνάξεις: "Σκασμός, ρε σιχαμένε υποβολέα!", αλλά μιλάνε τα βατράχια;
Τρέξαμε, να κυνηγάμε τους λαγούς στο δάσος με τ' αερικά,
Keywords
Τυχαία Θέματα