Τότε που τα μαντήλια ένωναν τους Αρτινούς

ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΥ ΙΝΤΖΕΜΠΕΛΗ: «ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΡΤΑ»

Του Χαράλαμπου Γαλιάνδρα-Αρτινού

Μια γέφυρα η ζωή, από γεννησιμιού μέχρι κατάληξης. Μια μεγάλη γέφυρα όπως αυτή που σχηματίζει το ουράνιο τόξο. Μόνο που δεν είναι πάντα ολόφωτη εκπέμποντας το πολύχρωμο φως της σε ανθρώπους, ψυχές και τοπία, ώστε να τη διερχόμαστε χωρίς κίνδυνο να...
κατακρημνιστούμε.

Μια τεράστια γέφυρα που διασκελίζει κάμπους, βουνά, λίμνες, ποτάμια, ωκεανούς που φωτίζονται από το ζωοδότη ήλιο και τον έναστρο ουρανό ή σκεπάζονται από ομίχλη, ολόμαυρα
σύννεφα, βροχή, χιόνι. Και γιοφύρια, πολλά γιοφύρια που ενώνουν ή και χωρίζουν, όλα εκείνα τα επί μέρους πράγματα που συνθέτουν τον κόσμο μας.

Σημαντικότερη γέφυρα αυτή των ανθρωπίνων σχέσεων. Γέφυρα που τη διαβαίνουν διαφορετικά φύλα, φυλές, χρώματα και μεγέθη, καταγωγές, ήθη, έθιμα και παιδεία, ουμανισμός, θρησκείες, δόγματα, ειρήνη, πόλεμος, αγάπη και μίσος. Στέρεες γέφυρες η αγάπη, η αλληλοεκτίμηση, η εμπιστοσύνη, το θάρρος, η ευσπλαχνία, η υπομονή, η αντοχή, η προσδοκία, η ελπίδα, η πίστη, ο αγώνας. Σαθρά και επικίνδυνα οικοδομήματα τα όσα χτίζονται με βάση το χρήμα και τον άκρατο και εν πολλοίς άνομο πλουτισμό.

Γέφυρες, πολλές γέφυρες και στο νέο-συγκλονιστικό μυθιστόρημα του διακεκριμένου συγγραφέα, εκπαιδευτικού, περιβαλλοντολόγου και ιστοριοδίφη Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη του εκ Λέσβου ορμόμενου, πολιτογραφημένου όμως Αρτινού (Μενίδι), ο οποίος τιμάει με το παραπάνω τη δεύτερη πατρίδα του, καταγράφοντας τη σύγχρονη ιστορία της και αφιερώνοντάς της σπουδαία ιστοριογραφήματα.

Γέφυρες και θεογέφυρες γεμάτος και ο κορμός του νέου πονήματός του αφού ξεκινούν και ενώνουν πρόσωπα και καταστάσεις από τη Μικρασιατική καταστροφή και το διάβα της πρώτης γέφυρας από τις απέναντι τουρκικές ακτές στην αγκαλιά του νησιού της Λέσβου. Γέφυρα φτώχειας και πόνου, αλλά και ελπίδας η πρώτη όπως και η δεύτερη από την ορεινή Άντισσα στην πρωτεύουσα Μυτιλήνη των πρωταγωνιστών του βιβλίου, αδελφών Παναγιώτη και Ευριπίδη προς αναζήτηση καλύτερης προοπτικής και ζωής. Και όταν αυτή δεν οδηγεί πουθενά και γκρεμίζεται, τα αδέρφια διαβαίνουν την επόμενη. Αυτή της Λέσβου προς το λιμάνι της ελπίδας, τον Πειραιά και από ΄κει μια μικρότερη προς τη φτωχογειτονιά της Νίκαιας, την απέραντη από πρόσφυγες παραγκούπολη, τη βουτηγμένη στη λάσπη, την ανέχεια, την πείνα, το κρύο. Το ταξίδι όμως δεν τελειώνει εδώ, ούτε οι γέφυρες. Χτίζονται νέες που από τον Πειραιά «καβάλα» στο… θηρίο, το μουντζούρη ή και σιδερένιο άλογο αποκαλούμενο οδηγεί στην Πάτρα, απ΄ όπου αρμενίζοντας με ατμοκίνητο βαπόρι και συνοδευόμενοι από «σαλάγιασμα» της μπουρού καταπλέουν στην Κόπραινα. Κάρο η επόμενη «γέφυρα» και χωρίς ξεροκόμματο στον ντρορβά, καταφθάνουμε στην πόλη της Άρτας, με το χιλιοτραγουδισμένο γιοφύρι της , αυτό για το οποίο προκειμένου να στεριώσει θεμελίωσαν τη γυναίκα του πρωτομάστορα.

Εδώ γίνεται η πολυπόθητη «ζεύξη» του ταξιδευτή Παναγιώτη με τη σιγουριά, τη δουλειά, το φαγητό, την κατοικία,
Keywords
Τυχαία Θέματα