Αφιέρωμα: 110 χρόνια από τους Βαλκανικούς Πολέμους (Μέρος πρώτο)

«Ο αστικός επί παραδείγματι πληθυσμός δεν εδιπλασιάσθη. Επολλαπλασιάσθη. Η Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα, η Καβάλα, αι Σέρραι, η Νιάουσα, η Βέρροια, η Κοζάνη, τα Χανιά, η Χίος, η Μυτιλήνη,

το Ηράκλειον, ήσαν πόλεις με παρελθόν εμπορικό, με ηθικήν ακμήν και πνευματικήν παράδοσιν. Η αστική τάξις ενισχύετο διά νέων προοδευτικών στοιχείων.

Η γεωργική οικονομία ήλλαξε σχεδόν όψιν. Είχεν εσχάτως καταντήσει να εξαρτάται από τη σταφίδα. Η καπνοπαραγωγή των βορείων περιφερειών, η ελαιουργία των νήσων, η δασοκομία της Μακεδονίας, της έδωκαν ευρωστίαν και ποικιλίαν.

Η βιομηχανία ήτο παράσιτος. Τώρα καθίστατο αληθής παράγων εθνικού πλούτου. Από 115 εκατομμύρια, η βιομηχανική εξαγωγή υπερέβη τα 200 εκατομμύρια χρυσών δραχμών.

Διά των μεγάλων νήσων του Αιγαίου, η Ελλάς επλησίαζε προς τας πηγάς της εθνικής της δυνάμεως. Η Ήπειρος και η Μακεδονία την έφεραν εις γεωγραφικήν επαφήν με τον πολιτισμόν της Δύσεως.

Η εσωτερική ανάπτυξις και ακμή της χώρας ωχυρώθησαν με εξωτερικάς ασφαλείας. Η συνθήκη του Βουκουρεστίου έδιδεν εις την Ελλάδα συμμάχους, οίτινες από κοινού μετ’ αυτής ηγγυώντο διά το νέον βαλκανικόν καθεστώς».

Βεντήρης Γ., «Η Ελλάς του 1910-1920. Ιστορική μελέτη», τ. 1, Αθήνα 1931, σ. 180.

Από τη συνθήκη του Άγιου Στεφάνου στο Συνέδριο του Βερολίνου

Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού, η εικόνα των αντιθέσεων που δημιουργήθηκαν μετά την κρίση του Ανατολικού Ζητήματος στα 1875-1878 δεν έμοιαζε να είναι αντιστρέψιμη.

Οι εξελίξεις στα Βαλκάνια είχαν ήδη επιταχυνθεί. Η κρίση αυτή είχε ως αποκορύφωμά της τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78, ο οποίος έληξε με την καταστροφική για τους Οθωμανούς Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Τα αποτελέσματα αυτής της συνθήκης προέβλεπαν μια μεγάλη Βουλγαρία υπό ρωσική επιρροή και τη ρωσική επέκταση στην Ασία, κάτι που ανησύχησε τους Βρετανούς, καθώς θεωρούσαν ότι έτσι τίθενται σε κίνδυνο οι κτήσεις τους στην Ινδία.

Επίσης, οι Δυνάμεις της εποχής δεν ήθελαν να επιτρέψουν να δοθεί η λύση του Ανατολικού Ζητήματος υπό την αιγίδα της Ρωσίας. Έτσι, τον Ιούνιο του 1878, οι αντιπρόσωποι των Δυνάμεων βρέθηκαν στο Βερολίνο προκειμένου να λύσουν από κοινού το Ανατολικό Ζήτημα. Στο μεταξύ, αν και η εισβολή του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλία, στις αρχές του 1878, κατέληξε σε φιάσκο, η Ελλάδα έπειτα από διπλωματικούς χειρισμούς κατάφερε το 1881 να προσαρτήσει τη Θεσσαλία και ένα μικρό μέρος της Ηπείρου στην περιοχή της Άρτας.

Πρόκειται για τη δεύτερη χρονολογικά μετά την προσάρτηση των Ιονίων Νήσων, το 1864, επέκταση συνόρων που οφείλεται στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878 και κατοχυρώθηκε στη Συνδιάσκεψη της Κωνσταντινουπόλεως το 1881. Σύμφωνα με αυτήν, παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Βασίλειο οι πρώην οθωμανοκρατούμενες περιοχές της Θεσσαλίας και το τμήμα του Νομού Άρτας, ανατολικά του Αράχθου.

Νεότουρκοι

Στις αρχές του 20ού αιώνα επικρατούσαν τρεις τάσεις στην οθωμανική κοινωνία: ο Πανισλαμισμός που εκπροσωπούσε ο Σουλτάνος, ο οποίος ήθελε να εμφανίζεται ως ο πραγματικός αρχηγός όλων των πιστών εντός και εκτός συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Οθωμανισμός που υποστήριζε την πίστη στη δυναστεία του Οσμάν, ήταν υπέρ της κατάργησης των θρησκευτικών ή εθνικών διακρίσεων και προωθούσε μια φιλελεύθερη συνταγματική μοναρχία και, τέλος, ο Παντουρκισμός που υποστηριζόταν από Τούρκους διανοούμενους εξόριστους στη Ρωσία, που υποστήριζαν την ένωση όλων των Τούρκων αναβιώνοντας το κράτος του Τζένγκις Χαν ή του Ταμερλάνου.

Γράφει στον ΙΔ’ τόμο της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» ο καθηγητής Αθανάσιος Βερέμης (σελ.: 254): «Η κοσμική αυτή ιδεολογία ταίριαζε περισσότερο με το νέο φυλετικό εθνικισμό των αξιωματικών του νεοτουρκικού κινήματος και δεν αντιμετώπιζε την εχθρότητα των ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Αυτή τελικά η ιδεολογία επικράτησε και υπαγόρευσε την εξάλειψη των μειονοτήτων στην πολυεθνική οθωμανική επικράτεια».

Ο αντίκτυπος των Νεότουρκων στα Βαλκάνια

Το κίνημα των Νεότουρκων έδωσε την ευκαιρία στη Βουλγαρία να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της από την τουρκική επικυριαρχία τον Οκτώβριο του 1908. Περίπου την ίδια εποχή, η Αυστρία βρήκε την ευκαιρία να προσαρτήσει τις δυο νοτιοσλαβικές επαρχίες, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, που είχε ήδη κατακτήσει στρατιωτικά από το 1878, ενέργεια που μελλοντικά θα έχει ανυπολόγιστες συνέπειες στα Βαλκάνια.

Η ελληνική πολιτική, που από τις αρχές του αιώνα στρεφόταν στην εσωτερική ανασύνταξη του βασιλείου και την ενίσχυση των δυνάμεων του ελληνισμού μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν αντιστρατευόταν στη συνεργασία με τους Νεότουρκους. Μάλιστα, η Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως, που ήταν ένας ανεπίσημος σύνδεσμος μεταξύ Ελλήνων και Νεότουρκων, με επικεφαλής τον Ίωνα Δραγούμη και τον Αθανάσιο Σουλιώτη-Νικολαΐδη, «αφοσιώθηκε στο κάπως ευφάνταστο έργο της μεταμορφώσεως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε ένα πολυεθνικό κράτος, όπου η ισότητα και η αδελφότητα θα επικρατούσαν χάρη στους κοινούς πολιτιστικούς δεσμούς και το κοινό πεπρωμένο των κατοίκων της Ανατολής». Αθανάσιος Βερέμης, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», σελ.: 255.

Είναι αλήθεια ότι εκείνη την εποχή, η επανάσταση των Νεότουρκων έδωσε μεγάλες ελπίδες στους υπόδουλους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όλοι πίστεψαν ότι εγκαινιαζόταν μια περίοδος φιλελευθερισμού και ισονομίας, αλλά, φευ, οι ελπίδες τους γρήγορα διαψεύσθηκαν. Ήδη το 1909-1910, το καθεστώς των Νεότουρκων αποδείχθηκε τυραννικότερο από το καθεστώς του Σουλτάνου. Η νέα πολιτική αυθαιρεσιών δεν άργησε να γίνει αισθητή και στη Μακεδονία.

Το 1911 ξέσπασε ο ιταλοτουρκικός πόλεμος και η ηγεσία των Νεότουρκων, πιεζόμενη από την ανάγκη καλών σχέσεων με τις βαλκανικές χώρες και ιδιαίτερα με την Ελλάδα, υποχρεώθηκε να δείξει διαλλακτικότητα και μετριοπάθεια. Τα πράγματα άρχισαν να χειροτερεύουν για τους Νεότουρκους με την επανάσταση των Αλβανών το 1912.

Η κατάσταση ξέφυγε και είναι χαρακτηριστικό ότι στους πρώτους μήνες του ’12 έγιναν στη Μακεδονία περισσότερες από 500 πολιτικές δολοφονίες. Επίσης, πολλές επιδρομές του τουρκικού στρατού συναγωνίζονταν σε βιαιότητα τους παλιούς Οθωμανούς. Οι Νεότουρκοι, ωστόσο, δεν στάθμισαν σοβαρά το ενδεχόμενο μιας βαλκανικής συμμαχίας.

Ήταν πλέον φανερό ότι μια νέα σύγκρουση με την Τουρκία ήταν προ των πυλών και οι Έλληνες με γοργούς ρυθμούς οργάνωσαν την ανασύνταξη των δυνάμεων του Μακεδονικού Αγώνα. Σκοπός αυτών των δυνάμεων ήταν το συντομότερο δυνατό να ξεσηκώσουν τη χώρα, να οργανώσουν τα ντόπια ένοπλα σώματα, να τοποθετηθούν σε στρατηγικές θέσεις, να διακόψουν τις επικοινωνίες και να δράσουν, τέλος, σαν πρόσκοποι του ελληνικού στρατού.

Η συμβολή των ανταρτών στον επερχόμενο πόλεμο ήταν ζωτικής σημασίας. Οι αντάρτες γνώριζαν πολύ καλά τον τόπο και τους κατοίκους του και ήταν άριστα εξασκημένοι για τις επιχειρήσεις για τις οποίες προορίζονταν.

Διαβάστε επίσης:

Τα ελληνοτουρκικά και οι εκλογές

Οι απαιτήσεις του Ερντογάν για τη ΝΑΤΟποίηση των Σκανδιναβών – Ο ρόλος των εξοπλιστικών

Τα «ζόρια» των εκλογών για τη Ν.Δ.

Keywords
Τυχαία Θέματα