Οι εκλογές αλλάζουν το πολιτικό παιχνίδι

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης την περασμένη εβδομάδα, με τη δήλωσή του στο οικονομικό φόρουμ του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» ότι «ο λαός θα μας υποδείξει τελικά αν η χώρα θα κυβερνηθεί από ένα κόμμα ή από περισσότερα», άνοιξε το κουτάκι με τα σενάρια τα οποία θα καθορίσουν όχι μόνο τη διαδρομή προς τις κάλπες, αλλά και το μετεκλογικό τοπίο.

Η μέχρι τότε αυστηρή προσήλωση του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης στην αυτοδυναμία της ΝΔ έδωσε τη θέση της στη δυνατότητα δημιουργίας μιας κυβέρνησης

συνεργασίας. Έτσι:

● Ακυρώθηκε επί της ουσίας η παλαιότερη διαρροή από το ίδιο το πρωθυπουργικό επιτελείο περί διεξαγωγής ακόμη και τρίτων στη σειρά εκλογών προκειμένου να επιτευχθεί η αυτοδυναμία.

● Άνοιξε η συζήτηση για δυνατότητα δημιουργίας κυβέρνησης ακόμη και ύστερα από τις επόμενες εκλογές, οι οποίες θα γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής.

Έχει ήδη επισημανθεί από πολλούς – και δεν χωράει αμφιβολία – ότι το άνοιγμα του «παραθύρου» για κυβέρνηση συνεργασίας ήταν αναγκαστικό από τη στιγμή που διαπιστώθηκε ότι:

● Οι δημοσκοπήσεις δεν αφήνουν περιθώριο αισιοδοξίας για αυτοδυναμία της ΝΔ.

● Ο ίδιος ο Μητσοτάκης δεν είναι διατεθειμένος να τσαλακώσει την εικόνα του κάνοντας νέα παρέμβαση στον εκλογικό νόμο με σκοπό την επίτευξη αυτοδυναμίας με ποσοστό ακόμη χαμηλότερο από το ήδη πολύ χαμηλό 38% που ισχύει με τον δικό του εκλογικό νόμο.

Επομένως η καλλιέργεια κλίματος για κυβερνήσεις συνεργασίας – ακόμη και αμέσως μετά τις εκλογές με απλή αναλογική – είναι μονόδρομος για τον πρωθυπουργό και πρόεδρο της ΝΔ Δεν είναι όμως ένας ανέφελος μονόδρομος, καθώς η κίνηση αυτή εμπεριέχει ένα μήνυμα / δίλημμα προς τους ψηφοφόρους: «Διαλέξτε αν με θέλετε στην εξουσία μόνο μου ή με συμμάχους». Ταυτοχρόνως όμως εμπεριέχει μια ομολογία: «Η εποχή της παντοδυναμίας μου είναι παρελθόν».

Η πάσα στον ΣΥΡΙΖΑ

Θεωρητικά η «απενοχοποίηση» των κυβερνήσεων συνεργασίας διευκολύνει τον Μητσοτάκη να διεκδικήσει εκ νέου την εξουσία χωρίς τον σκληρό εκβιασμό της αυτοδυναμίας, ο οποίος κατά πολλούς εξέπεμπε αλαζονεία. Άρα προσφέρει στην έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια για τα θέματα της ακρίβειας – ιδίως αυτή των ψηφοφόρων της ΝΔ του 2019 – τη δυνατότητα μιας εκτόνωσης χωρίς μεγάλο ρίσκο.

Την ίδια στιγμή όμως βάζει στο τραπέζι την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ περί «προοδευτικής διακυβέρνησης», η οποία έμοιαζε ανενεργή όσο το δίλημμα αφορούσε το ποιος θα κυβερνήσει με αυτοδυναμία.

Με δεδομένο μάλιστα ότι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος πρακτικά απέρριψε μια συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ / ΚΙΝΑΛΛ, αυτομάτως επανήλθαν στο προσκήνιο οι εκτιμήσεις που κυκλοφορούν από καιρό μεταξύ πολιτικών του συντηρητικού χώρου και επιχειρηματιών ότι τελικά ο εταίρος της ΝΔ σε περίπτωση νίκης χωρίς αυτοδυναμία θα είναι η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου.

Αυτή είναι μια εξαιρετική πάσα για τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος θα μπορεί το επόμενο διάστημα να πλασάρει ως πιο ελκυστική τη δική του πρόταση για «προοδευτική διακυβέρνηση».

Ήδη από τους φίλα προσκείμενους στην Κουμουνδούρου προβάλλεται η μικρή μεν, αλλά όχι ασήμαντη δημοσκοπική υπεροχή του «διδύμου» ΣΥΡΙΖΑ – ΚΙΝΑΛ (37,5% στην πρόθεση ψήφου με αναγωγή επί των εγκύρων στην πρόσφατη δημοσκόπηση της Pulse RC) έναντι του «διδύμου» ΝΔ – Ελληνικής Λύσης (36,5% στην ίδια κατηγορία, στην ίδια δημοσκόπηση).

Δεδομένης μάλιστα της πίεσης που συστηματικά θα ασκεί η ΝΔ στο ΠΑΣΟΚ / ΚΙΝΑΛ να ξεκαθαρίσει τη θέση του για το θέμα της συνεργασίας, ο ΣΥΡΙΖΑ προσβλέπει στη διεύρυνση του πολιτικού χάσματος μεταξύ των άλλων δύο κομμάτων με πιθανότητα συμμετοχής σε κυβέρνηση.

Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι και με την απλή αναλογική (δυσκολότερα) και με την ενισχυμένη (ευκολότερα) η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης προϋποθέτει την εκλογική πρωτιά. Και μέχρι στιγμής αυτή η προοπτική – δημοσκοπικά τουλάχιστον – δεν είναι μια εύκολη υπόθεση.

Η δυσκολία του ΚΙΝΑΛ

Στην πιο περίπλοκη θέση σε αυτό το παίγνιο βρίσκεται το ΚΙΝΑΛ, το οποίο προσπαθεί να σταθεροποιήσει τη θέση του στα υψηλά δημοσκοπικά επίπεδα που έχει κατακτήσει τους ελάχιστους τελευταίους μήνες δεχόμενο αμφίπλευρη πίεση από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ – όχι μόνο για το τι θα πράξει μετεκλογικά, αλλά και με στόχο τη μείωση της επιρροής του μέσω της πόλωσης μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων.

1. Από τη μια πλευρά αποτελεί μια πολύφερνη νύφη. Οι δύο μεγάλοι, με τη ρητορική τους, αυξάνουν το ειδικό βάρος ενός κόμματος που προσπαθεί να υπερβεί τη δωδεκαετή κρίση του και να αποκτήσει πρωτεύοντα ρόλο. Στην πραγματικότητα και οι δύο, άθελά τους, το εμφανίζουν ως εγγυητή της πολιτικής σταθερότητας και πιθανώς διευκολύνουν την άνοδο της δυναμικής του.

2. Από την άλλη, όμως, αυτός είναι ένας ρόλος που ή τον δέχεσαι ή τον απορρίπτεις. Για το ΚΙΝΑΛ τίποτε από τα δύο δεν είναι εύκολο:

● Εάν τον αποδεχτεί, θα πρέπει να θέσει καθαρούς όρους στο τραπέζι καλώντας τους άλλους δύο να τοποθετηθούν επ’ αυτών. Οι αόριστες επικλήσεις περί προγραμματικών όρων που θα διατυπωθούν μετεκλογικά αφήνουν σοβαρό περιθώριο απαξίωσης.

● Εάν τον απορρίψει εμμένοντας στην αυτονομία του και διεκδικώντας ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση της δημοσκοπικής δυναμικής του, τότε χάνει τον ρόλο του εγγυητή της πολιτικής σταθερότητας και πιθανότατα μέρος της εικαζόμενης ισχύος του, αφού η αδυναμία επιβολής μιας σοσιαλδημοκρατικής «εγγύησης» στην οικονομική πολιτική των επόμενων ετών ενδέχεται να στρέψει δυνητικούς ψηφοφόρους του προς άλλες κατευθύνσεις.

Άλλωστε μπορεί η αυτοδυναμία να αποδυναμώνεται ή και να εγκαταλείπεται ως στόχος στο όνομα του ρεαλισμού, αλλά η ανάγκη της πολιτικής σταθερότητας και των ισχυρών κυβερνήσεων (αυτοδύναμων ή συνεργασίας) θα παραμείνει το υπ’ αριθμόν ένα ζητούμενο και την ιδιαίτερα δύσκολη επόμενη περίοδο…

Διαβάστε επίσης:

Αναγκαστικός αλλά δύσκολος ο μονόδρομος των κυβερνητικών συνεργασιών

ΚΚΕ κατά κυβέρνησης για τις επαφές με τη Νούλαντ

Από το Ηράκλειο η πίεση Τσίπρα σε Ανδρουλάκη

Keywords
Τυχαία Θέματα