Ποιος (δεν) μεταφράζει ελληνική πεζογραφία;

Ετέθη το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου : «Γιατί δεν μας διαβάζουν στο εξωτερικό;» Το ερώτημα το έθεσε ο συγγραφέας Νίκος Μάντης στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης» και ακολούθησαν μια σειρά από τοποθετήσεις διαφόρων αξιόλογων συγγραφέων και κριτικών.

Απ’ ό,τι μπόρεσα να παρακολουθήσω, οι επί μέρους ενδιαφέρουσες κρίσεις προσέφεραν η κάθε μια τη δυνατότητα να εξαχθεί ένα γενικό συμπέρασμα. Ο ίδιος ο Μάντης ουσιαστικά απάντησε το ερώτημά του επαρκώς. Δανείζομαι τρεις βασικές του τοποθετήσεις από την εξαιρετική σύνοψη της συζήτησης που επιχείρησε ο Γιώργος Περαντωνάκης στο ηλεκτρονικό

περιοδικό Book Pres:

1.1. Ο Νεοέλληνας ενδιαφέρεται λόγω κοινωνικών συνθηκών για το μικρό και βραχυπρόθεσμο, αλλά δεν έχει καταφέρει να ορίσει και να δημιουργήσει το μεγάλο, το μακράς πνοής, που να συνομιλεί αέναα με το χθες και με το σήμερα. Δεν είναι σε θέση δηλαδή να συνθέσει έργα με μακρινούς ορίζοντες, που να αντέχουν στον χρόνο, όπως το μυθιστορηματικό είδος που απαιτεί διάρκεια και επιμονή, ευρεία σκέψη και πλατιά αναζήτηση.

1.2. Επειδή δεν αναπτύχθηκε μια εδραία αστική τάξη και επειδή η κοινωνία μας είχε κι έχει συνεχώς να αντιπαρατεθεί με εξωτερικούς εχθρούς και με εσωτερικές αναταράξεις, το μυθιστόρημα δεν ανδρώθηκε ως «ο καθρέφτης της αυτοαμφισβήτησής» μας, δεν μπόρεσε να ορθωθεί ως το εργαλείο της αυτοσυνειδησίας μας, της κοινωνικής ανατομίας και μιας συνεχούς αναρώτησης, αλλά μόνο ως όργανο υπέρτερων προταγμάτων (εθνικών ή κομματικών).

1.3. Ως έθνος ανάδελφο, ως λαός δηλαδή που δεν συγκαθορίζεται πολιτισμικά από γειτνιάσεις, εντάξεις, κοινές κουλτούρες με άλλα έθνη, ζούμε μέσα στην «απομόνωσή» μας, με αποτέλεσμα να μην προσελκύουμε τα βλέμματα ομοειδών αναγνωστικών κοινοτήτων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, είτε αναλωνόμαστε σε ψηλαφήσεις ελληνικότητας, με στροφή στο τοπικό και στη γλωσσική μας παράδοση, είτε γράφουμε έργα μοντερνιστικής κοπής που εστιάζουν στη γλώσσα και όχι στην αφηγηματική ή τη θεματική αναζήτηση.

Παρόλο που η ελληνική λογοτεχνία μετρά δυο Νόμπελ, σήμερα συζητάμε γιατί δεν μας μεταφράζουν στο εξωτερικό και αν χρειαζόμαστε ατζέντηδες ή την παρέμβαση του κράτους για να επιτύχουμε αυτό το μεγάλο βήμα. Ελέχθη, επίσης, ότι η ποίηση είναι άλλο είδος, ξεχωριστό από την πεζογραφία και οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για την ανάπτυξή της στη χώρα μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μια σταθερά από την οποία μπορούμε να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα – εκτός από το να αρκεστούμε στο ότι είναι… ξεχωριστό είδος και να την αποκλείσουμε από τον προβληματισμό μας.

Εύκολα μπορεί κανείς να αναρωτηθεί αν η βράβευση του Σεφέρη και του Ελύτη και η υποψηφιότητα του Καζαντζάκη προωθήθηκαν από μιαν εθνική πολιτική βιβλίου της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό ή από ατζέντηδες. Προσωπικά θα στεκόμουν στην περίπτωση της υποψηφιότητας του Καζαντζάκη, κυρίως για το πώς αντέδρασε το λογοτεχνικό σινάφι και κατεστημένο της χώρας αλλά και πώς ενεπλάκησαν οι διάφορες πολιτικές σκοπιμότητες της εποχής στην υποψηφιότητά του. Επίσης, άξια προβληματισμού είναι και η πρόταση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών να ασκήσει το προνόμιο που διαθέτει να υποβάλει δυο υποψηφιότητες Ελλήνων για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2011. Ο ένας ήταν ο ποιητής Ηλίας Σιμόπουλος, αγνώστων λοιπών στοιχείων και ο έτερος, ο γνωστός μας Ιάκωβος Καμπανέλης. Εκτός από το… κράτος, την κοινωνία και τους αναγνώστες, ίσως κάτι δεν πάει καλά γενικώς στον χώρο της λογοτεχνίας μας. Δεν είναι τυχαίο ότι χάριν αστειότητας λένε ότι έχουμε περισσότερους συγγραφείς από αναγνώστες!

Κατά τη γνώμη μου, καλό είναι να στραφεί ο προβληματισμός και στο αν όντως παράγεται αξιομετάφραστη πεζογραφία. Αυτό έχω την εντύπωση ότι θα μας φέρει ενώπιον ενός άλλου θέματος: της αξιολόγησης εκ μέρους της κριτικής. Στο ζήτημα της λογοτεχνικής κριτικής θα επέμενα ιδιαιτέρως. Πρέπει να εξεταστεί η σχέση κριτικής και φιλολογικής αντιμετώπισης της πεζογραφίας όπως ασκείται και, κυρίως, όπως απουσιάζει. Η ανταλλαγή φιλοφρονήσεων μάλλον δεν προάγει το λογοτεχνικό γίγνεσθαι…

Το ερώτημα παραμένει ανοικτό και κατά την ταπεινή μου γνώμη είναι δύσκολο, όχι να εξηγηθεί αλλά να καταλήξουμε σε ένα πρακτικό συμπέρασμα, δηλαδή στο τι πρέπει να γίνει από εδώ και πέρα ώστε να μεταφράζεται η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και με ποιους όρους – κριτήρια. Είναι προφανές ότι χάσαμε την ευκαιρία να ενταχθούμε σε μια σοβαρή αστική παράδοση, κάτι που σίγουρα θα μας βοηθούσε στο να αναπτύξουμε τη μεγάλη φόρμα. Βέβαια, αυτό έχει συμβεί και σε πολλές άλλες εθνικές λογοτεχνίες οι οποίες ωστόσο κατάφεραν να ξεπεράσουν τα σύνορά τους.

Σε γενικές γραμμές, όλοι οι συμμετέχοντες σε αυτόν τον δημόσιο διάλογο συνέβαλαν ουσιωδώς. Μπορεί, ωστόσο, να εξαχθεί ένα συμπέρασμα που θα έδινε λύση στο πρόβλημα; Η απάντηση δεν είναι εύκολη υπόθεση. Όσο κι αν ακούγονται συγκροτημένες οι απόψεις που στρέφουν τις ελπίδες τους στη λύση της κρατικής παρέμβασης, καμία κρατική μέριμνα δεν μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες καλής εξαγώγιμης πεζογραφίας.

Θα μπορούσε κανείς να απαντήσει στο ερώτημα αλλάζοντας θέμα: Ποιος θα προτιμούσε ένα ελληνικό πανεπιστήμιο, αν μπορούσε να σπουδάσει σε ένα αγγλικό, ένα γερμανικό, ένα γαλλικό ή ένα αμερικανικό; Θα προτιμούσε ένα αμάξι ελληνικό από ένα γερμανικό; Πιθανόν για τους ίδιους λόγους που συντρέχουν και στη λογοτεχνία – αν δούμε το ζήτημα ενταγμένο σε ένα γενικό πλαίσιο.

Επίσης, φρόνιμο κι ωφέλιμο θα είναι να κοιταχτούμε μεταξύ μας σοβαρά και να αναλογιστούμε από ποια πεζογραφική παράδοση προερχόμαστε. Υπάρχει αντιστοιχία του 19ου δικού μας λογοτεχνικού αιώνα με τον αντίστοιχο γαλλικό; Υπάρχουν, στα σοβαρά τώρα, συγγραφείς που «έχουν βγει από το παλτό του Γκόγκολ», για να πάμε στην τσαρική Ρωσία; Άρα, ένας πολύ απλός λόγος είναι ότι δεν διαθέτουμε αξιόλογη πεζογραφική παράδοση ή αλλιώς λογοτεχνική παράδοση με οικουμενικά χαρακτηριστικά. Οφείλουμε να δεχθούμε ότι κατά βάση, αυτοί που μεταφράζονται, είναι οι συγγραφείς που έρχονται από μεγάλες παραδόσεις. Οι σημαντικότεροι Έλληνες πεζογράφοι αυτής της περιόδου είναι ο Παπαδιαμάντης και ο Βιζυηνός που, γλωσσικά και μόνο, δεν μπορούν να διαβαστούν ούτε από τη συντριπτική πλειονότητα των σημερινών πτυχιούχων της φιλολογίας.

Πρέπει να μάθουμε τι συγκρίνουμε και με ποια δεδομένα. Δεν μπορεί να συναγωνιστεί η Ελλάδα τη γαλλική πεζογραφία όταν ήδη από το 1630 οι Ιησουίτες μοναχοί ίδρυσαν στη Νάξο ένα σχολείο για αγόρια και το 1670 για κορίτσια, διδάσκοντας και διαδίδοντας τη γαλλική κουλτούρα, πράγμα που συνεχίζεται ώς τις μέρες μας. Και αυτό δεν είναι κρατική πολιτική αλλά εθνική. Εδώ ακόμα συζητάμε τα τελευταία πενήντα χρόνια για το πόσο «αντιδραστικά» είναι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια! Έχουμε, λοιπόν, πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουμε…

Ίσως θα ήταν προτιμότερο να μας απασχολήσει, πριν φτάσουμε στο ερώτημα «γιατί δεν μας διαβάζουν στο εξωτερικό», πόσους πραγματικά επαγγελματίες λογοτέχνες διαθέτει η χώρα. Και όταν λέμε επαγγελματίες, εννοούμε ανθρώπους που ζουν αποκλειστικά από τα βιβλία τους – όχι από συγγενικές δραστηριότητες. Θαρρώ πως και αυτή η παράμετρος είναι ουσιαστική αν και δεν αναφέρθηκε (αν αναφέρθηκε, συγχωρέστε με). Μπορεί να έχουμε σχηματίσει μιαν ειδυλλιακή σχέση με την πνευματικότητα, αλλά ο μυθιστοριογράφος πρέπει να βγάζει τα λεφτά του, πράγμα που σημαίνει ότι εκτός από επαγγελματίες πεζογράφους πρέπει να έχουμε και αναγνώστες – αγοραστές. Κι αυτή η σχέση συγγραφέα και αναγνώστη στη χώρα μας είναι περίεργη – αν όχι προβληματική. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν θεωρώ τις πωλήσεις αποκλειστικό κριτήριο αξιολόγησης. Ωστόσο, το ερώτημα που γεννάται είναι αν μπορεί η Ελλάδα να δημιουργήσει συνθήκες που θα επιτρέπουν σε μια πλειάδα συγγραφέων να ζουν από τη συγγραφή. Αν συνέβαινε αυτό, έχω την εντύπωση πως ίσως μεταφραζόταν ευκολότερα η πεζογραφία μας στο εξωτερικό. Γιατί είναι κάπως σόλοικο συγγραφείς που δεν τους γνωρίζει η γειτονιά τους να υπάρχει λόγος να τους γνωρίσει η οικουμένη.

Ας μου επιτραπεί να θυμίσω, επανερχόμενος στους Σεφέρη και Ελύτη, ότι οι δυο αυτοί ποιητές είχαν πίσω τους ήδη μια σοβαρή κριτική υποστήριξη, αποδοχή και λογοτεχνικά περιοδικά που διαμόρφωναν ουσιαστικά την πνευματική παραγωγή.

Στη μεταπολιτευτική περίοδο, όπου ανατράπηκαν και άλλαξαν πολλά κοινωνικά δεδομένα, ο «πολιτισμός» επιβλήθηκε (και βολεύτηκε) με επιδοτήσεις και κόντρα επιδοτήσεις. Και δώσ’ του επιδοτούμενος Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ από την προοδευτική υπουργάρα, και δώσ’ του επιδοτούμενοι θίασοι – μπουλούκια, περισσότεροι κι από τα μπακάλικα, και δώσ’ του ορατόρια στην Πέρα Ράχη και δωσ’ του συναυλίες με δάκρυα κι αγώνες και μια λογοτεχνία ενταγμένη μέσα σε αυτόν τον υπέροχο πολιτικο-πολιτισμικό ορυμαγδό, ευτυχώς με μικρή επίδραση γιατί δεν είχε μεγάλη απήχηση στα λαϊκά στρώματα που κατά τα άλλα… διψούσαν για πολιτισμό.

Ταυτόχρονα, στην πεζογραφία κυριαρχούσαν τα χωριά μας και οι αναμνήσεις. Σπάνια υπήρχε παρών χρόνος – κι όταν υπήρχε, συνήθως ήταν για να αναπολεί το παρελθόν. Άλλωστε, στη θεματολογία κυριαρχούσαν ιδεολογικά ζητήματα, η εσωτερικότητα των ηρώων αναδεικνυόταν με «προοδευτικούς» κοινωνικούς όρους, οι ήρωες ήταν διδακτικοί και χρήσιμοι… Σπάνια ανεξάρτητο έργο είχε τύχη στις «συνειδητοποιημένες μάζες». Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι Έλληνες συγγραφείς τοποθετούν την πλοκή των μυθιστορημάτων τους στο εξωτερικό προκειμένου να «πατήσουν» στέρεα σε μια πιο οργανωμένη λογοτεχνική παράδοση.

Έκτοτε, η πεζογραφία μας βρίσκεται σε περίοδο ηθογραφικής απεξάρτησης. Ωστόσο, για να την καταλάβει ο έξω κόσμος, ίσως πρώτα πρέπει αυτή να καταλάβει τον δικό της κόσμο.

Διαβάστε επίσης:

Το ρεμπέτικο για παιδιά και μεγάλους

Ένας ντετέκτιβ στα ίχνη του χρήματος

Ο υπέροχος κόσμος του Κακογιάννη…

Keywords
Τυχαία Θέματα