Πολιτικές φωτιές μετά τις πυρκαγιές

Η σημερινή προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή για τις πυρκαγιές δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο θα ήθελε ο Κυριάκος Μητσοτάκης να αρχίσει τη νέα πολιτική περίοδο.

Οι κάκιστες επιδόσεις της κυβέρνησης και του κρατικού μηχανισμού αυτό το καλοκαίρι δεν σηκώνουν σοβαρές δικαιολογίες, καθώς το 2023 δεν υπάρχει καμιά από τις προφάσεις που ήταν σε πρώτη ζήτηση το επίσης

καταστροφικό 2021:

● Δεν υπάρχει η δικαιολογία περί «κρατικού χάους που άφησε πίσω του ο ΣΥΡΙΖΑ».

● Δεν είναι πλέον ισχυρή η σύγκριση με το Μάτι – οι κάτοικοι των κατεστραμμένων περιοχών την τελευταία τριετία δεν νιώθουν ευτυχείς επειδή… δεν κάηκαν οι ίδιοι.

● Δεν υπάρχουν πλέον… λαγοί για να βγουν από το καπέλο: τότε δημιουργήθηκε ένα υπουργείο Κλιματικής Αλλαγής με υπουργό έναν πρώην επίτροπο. Τώρα; Η Ν.Δ. έχει πλέον πίσω της μια τετραετία διακυβέρνησης – και όλες τις ευθύνες που αναλογούν σε αυτή την περίοδο.

● Δεν υπάρχουν συντεχνίες για να κατηγορηθούν – η κυβέρνηση είχε τον απόλυτο έλεγχο του κράτους και σχεδόν κατατρόπωσε όποιον αντιτάχθηκε σε οποιαδήποτε επιλογή της…

● Δεν υπάρχει τρόπος να αποφύγει την ευθύνη για την ολιγωρία, την αναποτελεσματικότητα και την ενδεχόμενη διαφθορά της Αυτοδιοίκησης στη χρήση των κονδυλίων πρόληψης, αφού ο χάρτης και στην Αυτοδιοίκηση βάφτηκε σχεδόν ολόκληρος μπλε το 2019, πλην των Περιφερειών Κρήτης και Βορείου Αιγαίου. Η Ν.Δ. είχε και εκεί σχεδόν πλήρη έλεγχο.

Προφανώς ο Μητσοτάκης δύσκολα θα φανταζόταν το 2019, όταν κατάφερνε να καταστεί πολιτικά κυρίαρχος με σημαία την «ασφάλεια» σε όλα τα επίπεδα και την «ανικανότητα» των προκατόχων του, ότι, τέσσερα χρόνια αργότερα, το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών θα είχε τρωθεί σοβαρά εξαιτίας της οικογενειακής (πυρκαγιές), της δημόσιας (εγκληματικότητα), της εθνικής (καταστροφές στρατιωτικών υποδομών) και της οικονομικής (ακρίβεια) ανασφάλειας.

Πολύ λιγότερο θα μπορούσε να φανταστεί ότι αυτό θα συνέβαινε αμέσως μετά τη διεύρυνση αυτής της κυριαρχίας στις εκλογές του 2023, οι οποίες ανέδειξαν τον ίδιο εκλογικά πανίσχυρο και ταυτόχρονα την πιο ασθενή και κατακερματισμένη αντιπολίτευση που μπορεί κάποιος να θυμηθεί στα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Η αναμέτρηση με τα αποτελέσματα της διακυβέρνησής του θα είναι, ίσως, ό,τι δυσκολότερο πρόκειται να αντιμετωπίσει από εδώ και πέρα ο πρωθυπουργός.

Αστάθμητη αντιπολίτευση

Η ανυπαρξία αντιπολίτευσης ικανής να απειλήσει άμεσα τη Ν.Δ. είναι ένα πολιτικά αστάθμητο στοιχείο – ικανό ωστόσο να της δημιουργήσει πολύ μεγαλύτερα προβλήματα απ’ όσα θα της προκαλούσε ενδεχομένως ένας ισχυρός αντιπολιτευτικός πόλος.

● Από τη μια ο ΣΥΡΙΖΑ, εγκλωβισμένος στην εσωστρέφειά του, φαίνεται να τοποθετεί για τα μέσα του 2024 το στοίχημα της ανασυγκρότησης, αφού από τις ευρωεκλογές και μετά θα φανεί το αν μπορεί να ανακτήσει την πολιτική ισχύ που απώλεσε από το 2019 και ύστερα ή μέρος της. Άλλωστε η ηγεσία που θα προκύψει από τις εσωκομματικές κάλπες του Σεπτεμβρίου θα χρειαστεί ίσως και μήνες για να ξεκαθαρίσει το εσωτερικό τοπίο και να εδραιώσει την εξουσία της.

● Από την άλλη το ΠΑΣΟΚ, μόλις δύο μήνες μετά την όχι εντυπωσιακή ενίσχυσή του στις εκλογές του Ιουνίου, φαίνεται να αντιμετωπίζει μια σειρά ζητήματα – κυρίως στο πάλαι ποτέ «κάστρο» της Αυτοδιοίκησης – με στελέχη που αποχωρούν, ενώ η αντιπολιτευτική του παρουσία δεν δικαιώνει την επιδίωξή του να καταστεί η «πραγματική αξιωματική αντιπολίτευση». Αν μάλιστα οι αυτοδιοικητικές του επιδόσεις είναι φτωχότερες από αυτές του 2019, τότε ίσως τεθούν σοβαρά πολιτικά ζητήματα προς απάντηση.

Με αυτά τα δεδομένα η Ν.Δ. θα έπρεπε να αισθάνεται περισσότερο ασφαλής. Είναι όμως έτσι;

Με το βλέμμα στη Γερμανία…

Στις εκλογές του Ιουνίου τα τρία κόμματα εξουσίας (Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ) συγκέντρωσαν ποσοστό μόλις 70,23% επί των έγκυρων ψηφοδελτίων, και μάλιστα με συμμετοχή μόλις 53,74% (κοινώς 3.662.822 ψήφους επί 9.813.595 εγγεγραμμένων ψηφοφόρων).

Αυτό σημαίνει ότι το υπόλοιπο σχεδόν 30% όσων έκαναν τον κόπο να πάνε στην κάλπη ψήφισαν κόμματα αντισυστημικά, μη διατεθειμένα να κυβερνήσουν ή μη επιθυμητά ως κυβερνητικούς εταίρους. Το 13,8% εξ αυτών έλαβαν κόμματα που κινούνται δεξιότερα της Ν.Δ.

Το ερώτημα για το αν αυτό το ποσοστό μπορεί να μεγαλώσει ή – κάποια στιγμή – να στεγαστεί σε έναν ισχυρότερο ακροδεξιό κομματικό φορέα έχει ήδη τεθεί από τον Ιούνιο, αλλά δεν είναι ακόμα η ώρα να απαντηθεί. Δεν είναι πάντως λίγοι αυτοί – και στη Ν.Δ. – που παρατηρούν με ενδιαφέρον τη Γερμανία, όπου η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) κινείται ήδη στο 21% με τη Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU) στο 25%, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) στο 17% και τους Πράσινους στο 15%.

Είναι φανερό ότι από το φετινό καλοκαίρι και μετά έχει αρχίσει μια νέα πολιτική παρτίδα, στην οποία ακόμη και η τράπουλα είναι καινούργια.

● Η Ν.Δ. δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής, καθώς κρίσιμα πολιτικά ατού που της έδωσαν παλαιότερα γενναία ώθηση θα δοκιμαστούν σκληρά.

● Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί επωφεληθεί σύντομα από τυχόν φθορά της Ν.Δ.

● Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορεί να πάρει κεφάλι από τον ΣΥΡΙΖΑ ή και να διατηρήσει την πρόσφατη αύξησή του.

● Η Άκρα Δεξιά αποτελεί ένα αίνιγμα προς επίλυση.

● Η ελληνική κοινωνία αναμένεται ότι θα δοκιμαστεί σκληρά και φέτος από την ακρίβεια, αλλά με περιορισμένη κυβερνητική βοήθεια λόγω των επιταγών της Κομισιόν και του στόχου για ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας – οι «αγορές» δεν είναι καθόλου φιλικές με τις κρατικές… σπατάλες της επιδοματικής πολιτικής.

Αν αυτές οι δυσκολίες «δέσουν» με την αύξηση της γενικότερης ανασφάλειας, ουδείς μπορεί να προβλέψει το αποτέλεσμα. Το μόνο που έχει αξία να πούμε προς το παρόν είναι ότι τα κόμματα εξουσίας θα πρέπει να παίξουν πολύ καλά τα χαρτιά τους την επόμενη περίοδο, αφού η πολιτική χρεοκοπία είναι ένα φαινόμενο όλο και πιο συνηθισμένο – τόσο στη χώρα μας όσο και πανευρωπαϊκά…

Διαβάστε επίσης

Φωτιές: Το «ευχαριστώ» του Μητσοτάκη στους συμμάχους της Ελλάδας για τη βοήθεια

Στις πυρόπληκτες περιοχές του Έβρου και της Ροδόπης την Πέμπτη αποστολή του ΣΥΡΙΖΑ

Αιχμές Ράμα για τη μη πρόσκλησή του στο δείπνο της Αθήνας

Keywords
Τυχαία Θέματα