ΛΕΑΝΗΣ | Σιγά μην κλάψω για το μπάσκετ που φεύγει...

Δεν είμαι από αυτούς που θα κλάψω αποχαιρετώντας το μπάσκετ που ξέραμε αντίθετα είμαι από αυτούς που λυπήθηκα βαθύτατα όταν αποχαιρετήσαμε το μπάσκετ που γνωρίσαμε. Και τώρα...απειλεί με την επιστροφή του.

Το πολυδιαφημιζόμενο μπάσκετ που ξέραμε δεν μας συστήθηκε. Εισέβαλε βάναυσα στο χώρο του αθλήματος με το ύφος και όλα τα απεχθή χαρακτηριστικά του νεοελληνικού νεοπλουτισμού , είχε αυθάδεια, ναρκισσισμό, αμοραλισμό, ιδιοτέλεια, υπερβολή, επίδειξη, λίγη ουσία και καθόλου μέτρο.
«Με τα λεφτά μου κουτουπώνω και την κυρά μου» όπως αρέσει να δηλώνουν με μπόλικη αυταρέσκεια κάποιοι

επιτυχημένοι του είδους των οποίων την αισθητική αρνούμαι μετά βδελυγμίας.


Στον αντίποδα το μπάσκετ που γνωρίσαμε μας αγκάλιασε από την αρχή σαν στοργικός πάτερας. Είχε στέρεους, ηθικούς κανόνες μα πάνω απ' όλα ευγένεια. Ανθρώπους που έτρεχαν μέρα- νύχτα να μπαλώσουν τρύπες. Παράγοντες επαγγελματίες με την ευρεία έννοια της λέξης και κυρίως προσωπικότητες που δεν είχαν καμία διάθεση ή πρόθεση να απονευρώσουν τον όρο επαγγελματισμό από τα χαρακτηριστικά που του προσέδιδαν κύρος και αξιοπρέπεια.


Τους έφαγε το μαύρο σκοτάδι κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '90 (γιατί από τότε ξεκινάει ο κατήφορος), παραγκωνίστηκαν από τεχνοκράτες (τρομάρα τους) παράγοντες που στην πορεία απέκτησαν το παρατσούκλι «20%» (ο νοών νοείτο και η πιάτσα βοά). Αποτέλεσμα ήταν ένα κάρο λιμοκοντόροι, «αλεξιπτωτιστές» να κάνουν λεφτά από το μπάσκετ που ξέραμε. Φλέρταραν έντονα με την κατασπατάληση, ενίσχυσαν την κακοδιαχείριση. Στο τέλος οι ομάδες έμειναν με τα εσώρουχα να τουρτουρίζουν με το χέρι απλωμένο για ελεημοσύνη. Τα ταμεία άδεια και τα χρέη βουνό.

Σιγά μην κλάψω για το μπάσκετ που ξέραμε. Σιγά μην φοβηθώ που μας αποχαιρετά. Και αν αυτό που γνωρίσαμε παλιά επιστρέψει δυνατό με νέες ιδέες, νέο αίμα και ρηξικέλευθες προτάσεις τότε αυτό που ξέραμε να πάει και να μην ξαναγύρισει.

Keywords
Τυχαία Θέματα