Είκοσι χρονό παλικαράκι!

γραφει ο αρισταρχος

Παρασκευή βράδυ περίπου δώδεκα τα μεσάνυχτα. Η μητέρα μου πέφτει κάτω με ισχυρούς πόνους στο μέρος της κοιλιάς. Σηκώνω το τηλέφωνο και σχηματίζω το 166. Μαθαίνω πως εφημερεύει το ΑΧΕΠΑ και ξεκινώ.

Την παίρνουν αμέσως μέσα για εξετάσεις  κι εγώ παρέα με τον δεκάχρονο γιό μου, που επέμενε να έρθει μαζί μας, καθόμαστε σε ένα από τα παγκάκια του διαδρόμου. Ο κόσμος δεν είναι πολύς. Και όλοι νυσταγμένοι ταλαιπωρημένοι και κανείς όρεξη για κουβέντα. Τέτοιες ώρες σε τέτοιο μέρος τι όρεξη μπορείς να έχεις.

Το μόνο που σε νοιάζει είναι να φύγεις από κει όσο πιο ανώδυνα γίνεται και όσο πιο γρήγορα μπορείς.

Μυρουδιές περίεργες, αποκρουστικές πλημμυρίζουν την ατμόσφαιρα και όλα σου φαίνονται σαν να έχουν μικρόβια, αρρώστια. Νοσοκόμοι, γιατροί με άσπρες,πράσινες  και μπλε στολές με ακουστικά γύρω απ’ τον λαιμό πηγαίνουν πέρα δώθε από την μια πόρτα στην άλλη, και είναι πολλές. Πάρα πολλές. Και συ εκεί, να γίνεσαι μάρτυρας της αγωνίας ανθρώπων με επείγοντα περιστατικά.

Η ώρα έχει ήδη πάει τρεις και μισή. Το μεγάλο ρολόϊ στην μέση της οροφής του διαδρόμου δεν βιάζεται και γυρνάει βασανιστικά αργά τον λεπτοδείκτη του. Και συ το κοιτάς κάθε δυό λεπτά. Πως θες να τρέξει αν το κοιτάς. Ο κόσμος τώρα έχει αραιώσει και η μητέρα μου ξαπλωμένη σ’ ένα εξεταστήριο περιμένει αποτελέσματα και γνωμάτευση. Ο μικρός δεκάχρονος γιος μου άρχισε να νυστάζει.

Από την πόρτα εισόδου προβάλει ένας νεαρός με μαύρο μπουφάν. Η λεπτή του σιλουέτα λικνίζεται καθώς περπατάει και φαίνεται σαν νάναι ετοιμόρροπος να πέσει. Είναι νέος γύρω στα είκοσι χρονών. Ομορφόπαιδο με μπλάβα μάτια και τεράστιους κύκλους γύρω γύρω. Το πρόσωπο κομμένο τον δείχνει μεγαλύτερο. Η ήρεμος διάδρομος/αναμονή σπάει την σιωπή του και αρχίζει να παίρνει ένα κάποιο ενδιαφέρον.

Μας κοιτάζει όλους έναν έναν χωριστά. Εγώ, ο γιος μου, μια κυρία γύρω στα πενήντα, μια γριούλα γύρω στα οδόντα, ένας σαραντάρης με την αδερφή του και μια κοπέλα στα περίπου είκοσι πέντε.

Λικνίζεται μπρος πίσω χωρίς να αποφασίζει αν θα πέσει και που. Μια νοσοκόμα βγαίνει από μια πόρτα και κείνος πλησιάζει. “δώσε μου λίγο, μόνο λίγο. Δεν πήρα μια βδομάδα.” της λέει σχεδόν κλαίγοντας. “Τι έγινε, έχουμε σύνδρομο στέρησης;” απαντάει αυτή και παραμερίζοντάς τον φεύγει για να χαθεί πίσω από άλλη πόρτα. Το παλικάρι σκούζοντας και μισοκλαίγοντας περιφέρεται σαν την άδικη κατάρα στον διάδρομο. Σε κάποια στιγμή αποφασίζει και κάθεται δίπλα μου.

Μιλάει κάτι ακαταλαβίστικα και η βρώμικη ανάσα του με χαλάει. Με κοιτάζει στα μάτια και λέει “είδες άλλη φορά πρεζόνι από τόσο κοντά; Είμαι καθαρός εδώ και μια βδομάδα. Μου σκίζονται τα σωθικά. Κάποιος μέσα μου με ένα μαυρομάνικο μου κομματιάζει το στομάχι. Θα πεθάνω”. Ζυγίζεται λίγο και συνεχίζει “θέλω να πεθάνω”

-Πόσο χρονών είσαι; μούρθε αυθόρμητη η ερώτηση σε μια γνωστή απάντηση.

-Είκοσι!

Η νοσοκόμα ξαναπερνάει γρήγορα για να τον αποφύγει. Αυτός πετάγεται βγάζοντας μια κραυγή “λίγο καλέ, δώς μου λίγο” Αβέβαιο το βήμα του δεν

Keywords
Τυχαία Θέματα