Η Σωτηρία της Ψυχής στην Ελληνική Θεολογία

16:39 20/4/2012 - Πηγή: Olympia
 Στην Ανατολή η ηθική είναι ιατρική, ιαματική και θεραπευτική. Η Θεολογία του Ορθόδοξου καθολικισμού αρνήθηκε τη δικανική σωτηριολογία του δυτικού χριστιανισμού. «Οι Έλληνες Πατέρες δεν αντιμετώπισαν, ως οι δυτικοί, υπό δικανικήν μορφήν το πρόβλημα της προπατορικής αμαρτίας… και δια τούτο ελλείπουσι παρ’αυτοίς τα εν τη Δύσει διαμορφωθέντα δικανικά σχήματα» (Ι. Καρμίρης, Σύνοψις της δογματικής διδασκαλίας της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, σελ 52,59,61,65-66, 72 επ, 102).       Η αμαρτία δεν θεωρήθηκε νομική παράβαση, αλλά ανθρώπινη αποτυχία,
οντολογική αστοχία και αδυναμία επικοινωνίας με το Θεό, ασθένεια της ανθρώπινης φύσης με αποτέλεσμα την αποξένωση, την αλλοτρίωση και τη μοναξιά. Η σωτηρία δεν έγινε νοητή ως ικανοποίηση της Θείας Δίκης ή ως αίσια έκβαση κάποιας ποινικής διαδικασίας, αλλά ως οντολογική ολοκλήρωση, υπαρξιακή αρτίωση και αναγωγή του κατακερματισμένου ανθρώπου στην ολότητα της επικοινωνίας του με το Θεό και το συνάνθρωπο του.   
     Η Μετάνοια, η Εξομολόγηση και τα επιτίμια χρωματίζονται περισσότερο απο την ιατρική νοοτροπία και ελάχιστα απο τη νομική ορολογία. Η Εκκλησία μοιάζει με ιατρείο ψυχών και σωμάτων παρά με δικαστήριο αμαρτωλών. Ο εξομολόγος, ο «πρεσβύτερος της μετανοίας» είναι ο «πνευματικός πατήρ» ή ο «γέροντας» που θεραπεύει και όχι ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας, ο οποίος δικάζει και καταδικάζει.       Η πληθωρική και κεντρική παρουσία της ιαματικής ορολογίας που χρησιμοποιείται απο την Ανατολική Θεολογία διαπιστώνεται απο μια προσεκτική μελέτη των πηγαίων κειμένων της ασκητικής και κανονικής παράδοσης του Ορθοδόξου Καθολικισμού. Οι ιεροί κανόνες υπάρχουν «προς ψυχών θεραπείαν και ιατρείαν παθών» (Β’ Κανών Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου). Ο επίσκοπος προσωποιεί την κανονική τάξη ασκώντας την «αυθεντίαν της φιλανθρωπίας» (ΙΣΤ Κανών Δ Οικουμενικής Συνόδου).
     Η Πατερική Θεολογία θεωρεί ότι «νενόσηκεν ούν η (ανθρωπίνη) φύσις τη αμαρτία…ηρρώστησεν η ανθρώπου φύσις εν Αδάμ δια της παρακοής την φθοράν, εισέδυ τε ούτως αυτήν τα πάθη» (Κύριλλος Αλεξανδρείας, PG 74,789 A). Η Ανατολική Εκκλησιαστική γραμματεία παρατηρεί ότι είναι «σύγνωστον γαρ, ού τιμωρητόν η ασθένεια» (Μάξιμος Ομολογητής, PG 91,716 C..). και τονίζει ότι «ο Θεός ού κολάζει τινά εν τω μέλλοντι, αλλά έκαστοςεαυτόν  δεκτικόν ποιεί της μετοχής του Θεού» (Ιωάννης Δαμασκηνός, PG 94, 1545 D).     
     Η ασκητική γραμματεία περιγράφει την κόλαση ως εξής: «ούκ εστί πρόσωπον πρός πρόσωπον θεασάσθαι τινά, αλλά το πρόσωπον εκάστου προς τον έτερον νώτον κεκόλληται» (Μακάριος Αιγύπτιος, PG 65, 290 B). Περιττεύει βέβαια να υπενθυμίσουμε την ανυπαρξία  «καθαρτηρίου», αξιομισθών και χρηματικής εξαγοράς των αμαρτιών στην Ανατολική Θεολογία. Στη βυζαντινή ηθική δεν υπάρχουν κατάλογοι αμαρτιών ούτε διαβάθμιση τους σε θανάσιμες και μή. Πηγή της αμαρτίας θεωρείται η φιλαυτία. Θανάσιμη κρίνεται μόνο η αμετανόητη αμαρτία, αφού η αμετανοησία είναι χειρότερη απο την αμαρτία. Η νομική ορολογία δεν αντιφάσκει προς την ιατρική νοοτροπία, διότι η χρήση τεχνικών όρων ν
Keywords
Τυχαία Θέματα