ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ… ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

11:17 18/3/2012 - Πηγή: Olympia

Γράφει ο Μιχάλης Τ.

Εκεί ψηλά, λοιπόν, αποφασίζουν να συνέλθουν σε σύσκεψη-«Εκκλησία» την έλεγαν οι πιο παλιοί τους- οι Μεγάλοι να βγάλουν κρίση και να προσπαθήσουν να πείσουν τους Μικρούς, πως έχουν κι αυτοί λόγο, αν και μακριά. Το είπαν ο ένας στον άλλο, ψάχτηκαν στα μέρη που είναι, βρέθηκαν, κλείστηκε η μάζωξη κι ήρθαν στην ώρα τους. Κάθισαν κυκλικά, χωρίς πολλές προσποιήσεις, γνωρίζονταν είναι η αλήθεια, οπότε είχαν το θάρρος και δε χρειάζονταν πολλές συστάσεις και διατυπώσεις. Συμφώνησαν να μην πουν κάτι καινούριο, αλλά να πουν κουβέντες απ αυτές, που είχαν πει και παλιά, όταν κρέμονταν

απ τα λόγια τους ή τα γραπτά τους οι άνθρωποι. Επίσης συμφώνησαν οι κουβέντες τους να ναι λίγες και να χτυπήσουν στην «καρδιά» των Μικρών, γιατί θα τους ακούνε κι πολλοί απ την πατρίδα, αυτοί που τους αγάπησαν.
Κάθεται στη σειρά λοιπόν ο Νίκος, ο μεγάλος Κρητικός σε στάση «δεν ελπίζω τίποτα, δε
φοβάμαι τίποτα…», μασά το μασούρι της κανέλας, όπως τότε που απ τις ακτές του Λυβικού, έγραφε φιλοσοφώντας και φιλοσοφούσε γράφοντας ,… και παίρνει το λόγο φουριόζος. Κι ο λόγος είναι παρμένος απ τον «Καπετάν-Μιχάλη» :
«στα χρόνια που ζω και ζώνουμαι κατάλαβα πως δεν είναι η λευτεριά πέσε πίτα να σε φάω. Είναι κάστρο, και το παίρνεις με το σπαθί σου. Όποιος δέχεται από ξένα χέρια τη λευτεριά, είναι σκλάβος».
και συνεχίζει με τα λόγια του Μανολιού απ το «Χριστό» :
«θα θελα να χα τη δύναμη να σηκωθώ να κηρύξω την επανάσταση σε όλο τον κόσμο. Να ξεσηκώσω όλους τους ανθρώπους, άσπρους, μαύρους, κίτρινους, να γίνουμε ένας στρατός της πείνας παντοδύναμος και να μπούμε στις μεγάλες σαπημένες πολιτείες και στ άτιμα παλάτια και τα ξετσίπωτα σεράγια της Πόλης και να βάλουμε φωτιά!».
Τελεύει το λόγο του και η «παρέα» «ζωντανεύει», ακόμα κι εκεί που είναι. Ζητά το λόγο ο Ιωάννης, γόνος της κερκυραϊκής αριστοκρατίας, ο πρώτος Κυβερνήτης, με τον κολλαριστό γιακά που του κρύβει το λαιμό. Θέλει να (ξανα)πει δυο κουβέντες και να ναι κι οι τελευταίες. Υπενθυμίζει στην παρέα πως
«προτιμώ τον θάνατον παρά να απατήσω λαόν, εμπιστεύσαντα την τύχη του εις την αφοσίωσιν μου».
Με την επτανησιώτικη αβρότητα του απλά μειδιά και σκέφτεται τους Μικρούς.
Εκεί πετάγεται «ξαναμμένος» ο Γιάννης, ο πολεμιστής, ο επαναστάτης, ο απομνημονευματογράφος, με τις πιστόλες στη μέση του (δεν τις αποχωρίστηκε ούτε κει), ξαγριεμένος απ τα νέα που του φέρνουν, διαολισμένος που και σήμερα οι Ρωμιοί πολιορκούν το ίδιο κτίριο που πολιόρκησε κι αυτός πριν από 169 χρόνια. Μόνο που εκείνος ζητούσε δικαιοσύνη απ τον «Βαυαρό», κι οι δικοί μας σήμερα ζητούν δικαιοσύνη απ τους Έλληνες ή μήπως τους «έλληνες»; Εγώ μωρέ θα πω με τη σειρά μου τούτα, που τέλειωσα κι εκείνο το Μεγάλο λόγο:
«Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα – ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κ’ εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρω
Keywords
Τυχαία Θέματα