Νύχτα γιομάτη θαύματα

Γράφει ο Καλλίμαχος (και ο Δ. Λιαντίνης)…   Τὶ κρῖμα ποὺ δὲν ἔχουμε πιὰ χριστουγεννιάτικες φάτνες στὴν πόλι μας.   Ἀποκτήσαμε τέχνες καὶ ἐπιστῆμες, πολυκαταστήματα καὶ χρηματιστήρια, ἀκριβὰ δῶρα καὶ ἑορταστικὲς λιχουδιὲς καὶ λαμπερὰ φῶτα καὶ στολίδια καὶ κατακόκκινους τροφαντοὺς ἁγιοβασίληδες -τώρα φτωχαίνουν, ξεθωριάζουν κι αὐτά-, κι ὅμως, ἡ παγωνιὰ μᾶς κυκλώνει ὁλοένα… τὸ βαθὺ σκοτάδι, ἡ ἄκαρδη νύχτα… ἡ νύχτα γυμνώνει τὰ λαμπερὰ στολίδια, ξεραίνει τὶς γευστικὲς λιχουδιές… κυκλώνει τὴν ψυχή, πυκνώνει… μέχρι καὶ ὁ φόβος καὶ ἡ ἀγωνία νὰ παγώσῃ… καὶ τότε, ὅταν ὅλα πιὰ τὰ σκεπάσῃ
τὸ παγερὸ σκοτάδι, κάτω κι ἀπ᾿ αὐτό, μιὰ ἄλλη, βαθύτερη, ξεχασμένη νύχτα… μιὰ ἄλλη νύχτα, νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια.   Βαθὺ σκοτάδι, παγωνιά.   Καὶ στ᾿ αὐτιὰ τῶν βοσκῶν ἀγγελικὲς ψαλμωδίες.   Κι ὁ μικρὸς Χριστούλης στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Παναγίας, στὴν φάτνη τῶν ἀλόγων.   Τὶ κρῖμα ποὺ δὲν ἔχουμε πιὰ χριστουγεννιάτικες φάτνες στὴν πόλι μας.   Μεγαλώνουμε, μαθαίνουμε, πλουτίζουμε κι «ἐκσυγχρονιζόμεθα»· καὶ νοσταλγοῦμε τὴν χαμένη ζεστασιὰ τῆς φάτνης.   Καλὰ Χριστούγεννα!

Φάτνη Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, Κρύα Ἰτεῶν Πατρῶν
(Χριστούγεννα 2011)

Φάτνη Διάβας Καλαμπάκας
(Χριστούγεννα 2011)

* * *

Ἐπιστολὴ τοῦ Δημήτρη Λιαντίνη σὲ φίλο του τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1970, ἀπὸ τὸ Μόναχο ὅπου ἐσπούδαζε.

Μόναχο, 25-12-1970

  Χριστούγεννα καὶ τοῦτα. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς κατάδικους, ὅσοι δὲν εἶναι δυὸ-δυὸ στὸ κελλί, καὶ τοὺς μοναχούς, κείνους ποὺ δὲν ζοῦν σὲ κοινόβια, ἀλλὰ σὲ σκῆτες, καὶ τοὺς λιγοστούς, πού ᾿χουνε τὴ δική μου τρέλλα, δὲν θὰ τὰ πέρασε ἄλλος ὅπως ἐγώ. Οὔτε μιὰ καλημέρα, οὔτε μιὰ εὐχή, οὔτε ἑνὸς ἀνθρώπου μάτι καὶ γέλιο. Ἔχω ἕνα χοντρὸ κερὶ στὸ κηροπήγιο καὶ μέρα νύχτα καίει. Τράβηξα τὶς κουρτίνες νὰ κλείσω τὸ φῶς γιὰ νὰ μὴν βλέπουν τὰ μάτια καὶ κιοτέψει ἡ ψυχὴ κι ὅλη τὴ μέρα τραμπαλίζομαι στὴν καρέκλα μου, σκεπάζομαι ἀπὸ γαλάζιους καπνοὺς καὶ κολυμπάω στὸν ποταμὸ τῆς ἀμίλητης ὕπαρξής μου. Μόνο τ᾿ αὐτιὰ ἄφησα ἀσφάλιστα -σὰν τὸν Ὀδυσσέα- γιὰ νὰ φτάνει ὣς τὴ σπηλιά μου ὁ γιορτερὸς θόρυβος ἀπὸ τὸ μακρυνὸ βάθος τῆς πολιτείας. Κι ἔρχοναι φευγαλέα μπροστά μου εἰκόνες ἀπὸ τὰ πλούσια Γόμμορα καὶ τὴν ἀκόλαστη Πομπηία, γιὰ νὰ μοῦ θυμίζουν τὸν ξεπεσμένο ἄνθρωπο, ποὺ ὅμως δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τοῦ φορτώσουμε τὴν ἐνοχή. Μόνο τὸ μεσημέρι κουμπώθηκα ὣς τὸ λαιμὸ καὶ τράβηξα μιὰ βόλτα στὸν μεγάλο κῆπο τῆς πόλης. Περπάτησα ὥρα πολλὴ ἀπάνου στὰ χιόνια, ἀγνάντεψα τὸ ποταμάκι, τὶς πάπιες, τὰ περιστεράκια ποὺ κρυώνανε καὶ μαλάκωσε λίγο ἡ ψυχὴ καὶ τὸ παράπονο. Χιόνι… παγωνιά, πλοῦτος ποὺ σὲ χτυπάει στὰ μάτια. Ὕστερα ξαναγύρισα στηλώθηκα, σὰν φάνασμα, πάλι μπροστὰ στὴ λαμπάδα καὶ κυλᾶνε οἱ ὧρες, κι ὅλας ἕντεκα, ἀπάνου στὸ καλτιρίμι τῆς διαμαρτυρίας, ποὺ δὲν θὰ ζητήσει ἀνταμοιβή. Παρ᾿ ὅλα τοῦτα δὲν θὰ πρέπει νὰ λησμονήσω νὰ σοῦ πῶ ὅτι εἶμαι καὶ κομμάτι χαρούμενος. Κάτι κατάλαβα ἀπὸ τὸ θᾶμα τῆς Ἅγιας νύχτας.  Ἵσως περισσότερα ἀπ᾿ ὅσα πιστεύω.

Δικός σου
Δημήτρης

 * * *Αὐτὴ εἶναι νύχτα θαυμάτων

Τοῦ Ἠλία Μπαζίνα
«Φίλαθλος», 24 Δεκ. 2006

Το ρίγος της
Keywords
Τυχαία Θέματα