“Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΣΤΟΥ ΓΚΥΖΗ…” Η ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΜΙΑΣ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑΣ ΣΤΗ ΔΑΣΚΑΛΑ ΤΗΣ

01:42 5/10/2012 - Πηγή: Olympia

Υπάρχουν κάποιες ιστορίες που πραγματικά δεν περιγράφονται με λόγια και που σε κάνουν να μη μπορείς να συγκρατήσεις τα δάκρυα σου. Το γράμμα που ακολουθεί στάλθηκε από μια δασκάλα στα social media και γράφτηκε από ένα μικρό παιδί, που πριν λίγο καιρό έχασε τον πατέρα του με τραγικό τρόπο.

«…Η δασκάλα μας σήμερα, μας ρώτησε πως περάσαμε το καλοκαίρι και όλα τα παιδιά είχαν να της πουν πολύ ωραία πράγματα από τα μέρη που πήγανε διακοπές φέτος, έκτος από κάνα
δυο, που οι γονείς τους δεν είχανε λεφτά και δεν πήγανε διακοπές αλλά κάθισαν εδώ και πηγαίνανε για μπάνιο με τα πούλμαν του Χαλουλου, με τα οποία πηγαίνει και η γιαγιά μου, όχι για να κάνει μπάνιο αλλά για να κάνει λέει αμμόλουτρα, να της περάσει η μέση της που την πονάει. Εμένα όμως η δασκάλα όταν ήρθε η σειρά μου δεν με ρώτησε γιατί ξέρει, όπως το ξέρουν όλοι στη γειτονιά μου, στου Γκυζη,

ότι ο μπαμπάς μου έπεσε το καλοκαίρι από την ταράτσα της πολυκατοικίας μας και έφυγε πολύ-πολύ μακριά, πολύ πιο μακριά από εκεί που μπορούν να φτάσουν τα πούλμαν του Χαλουλου ή οποία άλλα πούλμαν. Αν όμως με ρωτούσε θα είχα να της πω ένα σωρό πράγματα, γιατί πριν να φύγει ο μπαμπάς μου, μας είχαν κόψει το ρεύμα και η μαμά μαγείρευε τάχα μου στο πετρογκαζι, κάτι φαγητά που τα έφερνε κρυφά από την εκκλησία. Όμως ο χαζούλιακας ο αδελφός μου, που είναι μικρός ακόμα και δεν καταλαβαίνει τι παει να πει να ζητάς ελεημοσύνη, της είπε μια μέρα, γιατί μαμά μαγειρεύεις ξανά το φαγητό, αφού είναι μαγειρευμένο και η μαμά μου έβανε τα κλάματα, επειδή νόμιζε πως ούτε εγώ, ούτε ο αδελφός το είχαμε καταλάβει και νομίζαμε πως τα αγόραζε και τα μαγείρευε από μόνη της, όχι πως στεκότανε στην ουρά να πάρει ένα πιάτο φαί, σαν να ήταν ζητιάνα. Τότε όμως εγώ έσωσα την κατάσταση και του εξήγησα του χαζού, πως η μαμά δούλευε κάπου σαν μαγείρισσα και πως μαγείρευε εκεί και τα δικά μας φαγητά αλλά επειδή κρύωναν μέχρι να μας τα φέρει, καθόταν και τα ξαναζέσταινε… Και θα της έλεγα ακόμα της δασκάλας, ότι ο μπαμπάς μου ήταν ένας πολύ περήφανος και μορφωμένος άνθρωπος κι όταν αναγκαστήκαμε να μετακομίσουμε στο σπίτι της γιαγιάς, επειδή μας έδιωξαν από το δικό μας το σπίτι, δεν μπορούσε να το αντέξει, που η γιαγιά τον κατηγορούσε διαρκώς ότι ήταν ανίκανος και ηλίθιος και τεμπέλης και γι αυτό έπαιρνε ένα από τα λίγα βιβλία που του είχαν απομείνει, αφού μετά που έκλεισε το μαγαζί μας, αναγκάστηκε να τα πουλήσει και πήγαινε στο πάρκο, να διαβάσει ολομόναχος. Εγώ όμως που τον έβλεπα να γυρίζει αργά το βράδυ κατάκοπος, έπεφτα στην αγκαλιά του και τον παρακαλούσα να μου πει τις ιστορίες που ήξερε να αφηγείται όπως κανένας άλλος και του έλεγα, μπαμπά μην δίνεις σημασία που σε λέει αυτή τεμπέλη, γιατί εγώ δεν ξέρω κανέναν άλλον άνθρωπο που να φέρνει στο σπίτι του τόσες ιστορίες, αντίθετα όλοι οι μπαμπάδες των φιλενάδων μου, βαριούνται ακόμα και να χασμουρηθούν όταν τελειώνουν τα δελτία ειδήσεων. Όμως κανένας δεν δίνει λεφτά για να ακούει ιστορίες και έτσι ο μπαμπάς μου δεν είχε να πληρώσει το κράτος που του εζήταγε ένα σωρό λεφτά και

Keywords
Τυχαία Θέματα