«Πολυγλωσσία» στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών

  Πολυγλωσσία: 1. η ύπαρξη, η χρήση ή η γνώση πολλών γλωσσών· 2. η έκφραση πολλών απόψεων συγχρόνως ή διαδοχικά. … Αυτός είναι ο ορισμός που δίνουν στη λέξη τα λεξικά. Οι κοινωνικοί γλωσσολόγοι, από την πλευρά τους, ορίζουν την πολυγλωσσία ως μία κατάσταση όπου χρησιμοποιούνται περισσότεροι από δύο διαφορετικοί κώδικες για σαφώς διακριτούς λόγους,
Keywords
Τυχαία Θέματα