Έχετε μεθύσει ποτέ με πεπόνι;

Ακόμα μία Τρίτη, ακόμα μία ρετρό ιστορία, για μια χυλόπιτα, πολλά σφηνάκια και κάποιους που έπιναν για να ξεχάσουν πριν ξεχάσουν γιατί έπιναν... Εκείνο το απόγευμα ξεκίνησε στραβά. Τόσο στραβά που επιπτώσεις του κράτησαν σχεδόν τρία καλοκαίρια! Ο Πατούσας είχε έρθει σπίτι μου να τον παρηγορήσω, επειδή η Γίτσα του Μπαλαντάη (έτσι φωνάζανε το γέρο της επειδή ήταν μεγάλη μπέκρα) του είχε πει να τα χαλάσουν... Δεν τα είχαν φτιάξει ποτέ... «Μα να μου πει να τα χαλάσουμε ακόμα δεν τα φτιάξαμε;», μυξόκλαιγε ο Πατούσας, που πάντως είχε το γνώθει σαυτόν. Δεν τα είχαν φτιάξει... «Πάμε να πιούμε για να ξεχάσουμε»,
μου είπε κάποια στιγμή. Εγώ δεν ήθελα να ξεχάσω κάτι, πάντως, παρότι τελικά ξέχασα τα περισσότερα. Μέρα ήταν ακόμα, ωστόσο τότε τα μπαράκια ανοίγανε νωρίς. Όμως, τα ψιλά μας δεν βγαίνανε για να πάμε να τα πιούμε στα«μοβ», το μπαρ του Αμερικάνου. Το πολύ πολύ να παραγγέλναμε ενάμισο φρουίτ παντς χωρίς αλκοόλ. Αν είχαμε λεφτά για αλκοόλ, έστω και για ένα ποτό, με τα ουίσκια από γεώτρηση που σέρβιρε από το υπόγειο ο Αμερικάνος, μια χαρά θα ξεχνούσαμε, αλλά ούτε τόσα λεφτά είχαμε ούτε τέτοιο ρίσκο μπορούσαμε να πάρουμε. Οπότε, ακολουθήσαμε την πεπατημένη. Πήγαμε στον καφενέ του Μπάφα, για να μας βοηθήσει να ξεχάσουμε ο φίλος μας ο Δεμπασκαλάς, με κερασμένα από κείνον τα ποτά και από εμάς το «μετά» (που έλεγε κι η Μαριάνθη Κεφάλα), αν υπήρχε κι άλλη βόλτα μετά το σχόλασμά του. Δεν υπήρξε... Ο Δεμπασκαλάς, περιέργως, είχε κέφια. Υπήρχαν στιγμές που κόλλαγε περισσότερες από τρεις λέξεις σε μια φράση και σ΄ αυτές δεν υπήρχαν οι συνηθισμένες «δεν πας καλά». Παρ΄ όλα αυτά, δικαιολόγησε το παρατσούκλι του όταν ο Πατούσας του είπε πως «ήρθαμε να πιούμε για να ξεχάσουμε, γιατί μου έριξε χυλόπιτα η Γίτσα του Μπαλαντάη». «Δεν πας καλά»! Και μετά: «Είστε τυχεροί. Έφερε ο καβατζής στον Μπάφα κάτι καινούργια ποτά για δοκιμή. Τζάμπα του τά ΄δωσε και είπε να τα δοκιμάσουμε εμείς πρώτοι»! Και πειραματόζωα... Τα ποτά ήταν τα περίφημα «σναπς», που για κάμποσα χρόνια έκαναν θραύση ως «σφηνάκια» στα μπαρ της ελληνικής επικράτειας, στα τέλη των έιτις και τις αρχές νάιντις. Ο Δεμπασκαλάς είχε παγώσει μια μπουκάλα από δαύτα, με γεύση πεπόνι, στο ψυγείο των παγωτών. Αρχίσαμε να πίνουμε. Ο Πατούσας για να ξεχάσει τη Γίτσα, εγώ μάλλον για να ξεχάσω, μεταξύ άλλων, τον Πατούσα που έπινε για να ξεχάσει τη Γίτσα. Μια χαρά τα καταφέραμε και οι δυο μας! Αλοιφή για τους κάλους γίναμε. Και μετά πιαστήκαμε αγκαζέ, μπας και καταφέρουμε από τον καφενέ να φτάσουμε στα σπίτια μας, τα οποία είχαμε ξεχάσει ήδη πού είναι, μαζί με τη Γίτσα του Μπαλαντάη και τους λόγους τους δικούς μου, που δεν είχα. Αμ δε που θα φτάναμε... Εκατό μέτρα ήταν από τον καφενέ το γκαράζι του Μαστρομανέλου, διακόσα κάναμε με τα πέρα-δώθε. Μέρα φύγαμε, νύχτα φτάσαμε. Όρθιοι, γονατιστοί, στα τέσσερα, σούρνωντας σαν τα φίδια, κάτσαμε κάτω από το γκαράζι κι αρχίσαμε να ξερνάμε εκεί μπροστά σαν τα γατιά. Δεν ξέρω ποιος άρχισε πρώτος, αλλά ο άλλος τον ζήλεψε. Συναυλία κάναμε, μέχρι που εμφανίστηκε ο Πέτρος της Κουφής, που
Keywords
Τυχαία Θέματα