Αξίζει κάθε ευρώ το έργο της ΔΕΑ, δηλώνει ο Πρόεδρος της LIBE

20:02 20/12/2012 - Πηγή: OnlyCY

Τα 11 σχεδόν μέτρα βάθος έχουν φτάσει οι εκσκαφές σε περιοχή του χωριού Μορά, κοντά στο παράνομο αεροδρόμιο στην κατεχόμενη Τύμπου, όπου μετά από πληροφορίες, δύο Ε/κ φέρονται να πετάχτηκαν το 1974 σε ένα πηγάδι, που όταν ξεκίνησαν οι εργασίες δεν φαινόταν καν. Χρειάστηκε τοπογραφικός χάρτης του 1962 για εντοπισθεί το πηγάδι.

Ωστόσο, κανένα οστό δεν έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα, ενάμιση μήνα μετά την έναρξη των εκσκαφών από Ε/κ και Τ/κ αρχαιολόγους, μηχανικούς, εργάτες της Διερευνητικής Επιτροπής Αγνοουμένων (ΔΕΑ). Οι εργασίες διενεργούνται κάτω από δύσκολες καιρικές συνθήκες. Οι Βουλευτές

της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών του Ευρωκοινοβουλίου (ΕΚ) χρειάστηκε να μεταφερθούν με διπλοκάμπινα οχήματα στον τόπο της εκσκαφής, καθώς δεν υπήρχε δρόμος, αλλά μόνο χωμάτινα μονοπάτια που έχουν λασπώσει επικίνδυνα από τις τελευταίες βροχές. Πρόκειται για μια από τις οκτώ περιοχές, όπου διενεργούνται αυτή τη στιγμή εκσκαφές για τον εντοπισμό οστών αγνοουμένων και στις δύο πλευρές.

Η Ντεμέτ, επικεφαλής της ομάδας μιλώντας στους Ευρωβουλευτές αναφέρθηκε στις τεχνικές που χρησιμοποιούνται κατά την εκσκαφή, όπως η διάνοιξη παράλληλου πηγαδιού για να διοχετεύονται οι τεράστιες ποσότητες νερού των υδροφόρων στρωμάτων της περιοχής. Υπολογίζουν ότι το βάθος του πηγαδιού βρίσκεται στα 3 περίπου μέτρα, όμως δεν ξέρουν πόσο θα διαρκέσουν οι εργασίες, καθώς κάθε μέρα αντλούν νερό για να προχωρούν. Εάν βρεθούν οστά, η δουλειά θα γίνει χειρωνακτικά. Κόπος, χρόνος και κόστος για τον εντοπισμό λίγων, κάποιες φορές, οστών.

Το έργο που επιτελείται αξίζει (κάθε χρηματικής βοήθειας) δήλωσε στο ΚΥΠΕ, ερωτηθείς σχετικά, ο Πρόεδρος της Επιτροπής και επικεφαλής της αντιπροσωπείας, Lopez Aquilar. Σεβόμαστε, ανέφερε, κάθε ευρώ που παίρνουμε από τους Ευρωπαίους φορολογούμενους, αλλά αισθανόμαστε ότι το έργο αυτό το αξίζει. «Μιλάμε για ανθρώπινο πόνο, για συναισθήματα. Δεν υπάρχει τρόπος να προσμετρήσουμε μόνο με οικονομικούς όρους τη σημασία που έχουν, αλλά μιλάμε επίσης για μια προσπάθεια συμφιλίωσης που πρέπει να χρηματοδοτηθεί. Λαμβανομένου υπόψην ότι η Κύπρος είναι πλήρες μέλος της ΕΕ, αυτό είναι ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα και το αξίζει».

Μιλούμε για ένα μέλος της ΕΕ, την Κύπρο και ένα πολύ ευαίσθητο θέμα, τους αγνοούμενους, που επηρεάζει βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, ελευθερίες και επηρεάζει όλη την ΕΕ, πρόσθεσε ο κ. Aquilar, ευχόμενος αυτή τους η εμπειρία να διαφωτίζει και καθοδηγήσει την επικείμενη έκθεση που θα συντάξει η Επιτροπή για το ΕΚ. Εξέφρασε επίσης την ελπίδα η δική τους αξιολόγηση να βοηθήσει τους ανθρώπους που δουλεύουν τόσο σκληρά στην έρευνα, τις εκσκαφές, τον εντοπισμό των αγνοουμένων, να σταλεί ένα μήνυμα στις οικογένειες που έχασαν τους αγαπημένους τους και να βρεθεί μια διαρκής λύση στο κυπριακό πρόβλημα, το οποίο είναι ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα, όπως τόνισε.

Νωρίτερα, και κατά τη συνάντηση της αντιπροσωπείας με τους εκπροσώπους της ΔΕΑ, είχε επισημανθεί ότι το όλο έργο διεξάγεται με ορισμένους πόρους και ενώ «τρέχουμε ενάντια στο χρόνο» δεν μπορούν να επιταχύνουν με τα διαθέσιμα κονδύλια. Μάλιστα, το τ/κ μέλος, η Γκιουλντέν Πλουμέρ Κιουτσιούκ είπε πως αν η Επιτροπή που δίνει περίπου 2 εκ ευρώ, αυξήσει το ποσό, τότε θα μπορέσουν να προχωρήσουν σε περισσότερες εκσκαφές, εκταφές και ταυτοποιήσεις πιο γρήγορα. Ο σύμβουλος του ε/κ μέλους της ΔΕΑ, Ξενοφών Καλλής ανέφερε ότι πολλές φορές μπορεί να σκάβουν χωρίς αποτέλεσμα, σημειώνοντας ότι η αξιοπιστία των πληροφοριών δεν μπορεί να ελεγχθεί, καθώς οι περισσότερες είναι εξ ακοής ή «από δεύτερο χέρι». Και οι δύο σημείωσαν τη σημασία της εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας γιατί η συλλογή των πληροφοριών γίνεται σε εθελοντική βάση.

Αρκετή συζήτηση έγινε, μετά από ερωτήσεις και Ευρωβουλευτών, για την πρόσβαση και εκταφή σε στρατιωτική ζώνη του κατοχικού στρατού, με την κ. Κιουτσιούκ να δηλώνει μη πολιτικός για ν’ απαντήσει και πως καλύτερα θα ήταν η Επιτροπή να συναντούσε σε μια από τις επισκέψεις της στην Κύπρο και τις «αρχές» στο «βορρά» για να απευθύνει το ερώτημα και να λάβει την απάντηση. Ανέφερε δε ότι ο κατοχικός στρατός έχει διαμηνύσει πως αν ερευνήσουν πρώτα όλα τα σημεία στις μη στρατιωτικές περιοχές, μετά θα δώσουν άδεια. Πάντως, η κ. Κιουτσιούκ αναγνώρισε πως αυτό ίσως είναι πρόβλημα και σημείωσε ότι σε 19 περιπτώσεις που ζήτησαν, έλαβαν άδεια από τον κατοχικό στρατό για εκταφές, αλλά στις μισές από αυτές δεν βρήκαν τίποτε.

Υπάρχουν περιορισμοί, όχι άρνηση, σημείωσε ο ειδικός βοηθός του τρίτου μέλους της ΔΕΑ, Oleg Egorov δίδοντας έμφαση στις ιδιάζουσες συνθήκες εντοπισμού, εκταφής και ταυτοποίησης των λειψάνων με τις δυσκολίες που έχει παρεμβάλει ο χρόνος και τη μορφολογία του εδάφους. Ο κ. Καλλής σημείωσε τέλος ότι πέραν από την επιστημονική δουλειά οφείλουν να δώσουν και κάποια πληροφόρηση στις οικογένειες των αγνοουμένων που ζητούν να μάθουν για το πώς σκοτώθηκαν. Όλοι σημείωσαν τη δικοινοτικότητα του προγράμματος, καθώς νεαροί επιστήμονες και από τις δύο κοινότητες έρχονται σε επαφή και εργάζονται μαζί, ίσως για πρώτη φορά. Η αντιπροσωπεία της Επιτροπής του ΕΚ επισκέφθηκε και το ανθρωπολογικό εργαστήρι, όπου η Θεοδώρα Ελευθερίου και η Σινέμ Σελόρογλου αναφέρθηκαν στο έργο της ομάδας των ανθρωπολόγων.

Το πρόγραμμα επαφών των Ευρωβουλευτών άρχισε το πρωί με συνάντηση με τον Wlodek Cibor, Ανώτερο Σύμβουλο της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, ο οποίος εξήγησε το ρόλο, την εντολή και το έργο της ειρηνευτικής δύναμης στην Κύπρο, που – όπως σημείωσε – τον Μάρτιο του 2014 θα κλείσει 50 χρόνια παρουσίας στο νησί. Τα τελευταία χρόνια, είπε, δεν υπήρξαν σοβαρά επεισόδια μεταξύ των δύο πλευρών. Το σύνολο της ΟΥΝΦΙΚΥΠ είναι 1079 άτομα και της αστυνομίας των ΗΕ, 69. Η νεκρή ζώνη καταλαμβάνει το 3% του εδάφους του νησιού και σε αυτή, περίπου 15.000 άνθρωποι ζουν σε χωριά όπως η Αθηένου, το Μάμμαρι και οι Τρούλλοι ή εργάζονται.

Το κόστος για το 2011 – 2012 ανήλθε στα 56 εκ. δολάρια εκ των οποίων τα μισά δίδουν Κύπρος (33%) και Ελλάδα (26%) και το υπόλοιπο (51%) η διεθνής κοινότητα.

Ερωτηθείς εάν υπάρχει σχεδιασμός για να αποχωρήσει πλήρως η ειρηνευτική δύναμη από την Κύπρο, ο κ. Cibor απάντησε: «Είμαστε στα χέρια των Κυπρίων. Εάν οι Κύπριοι αποφασίσουν ότι θέλουν αυτήν την αποστολή εδώ μέχρι την επίτευξη μιας πολιτικής διευθέτησης, τότε είναι δύσκολο για μας να τ’ αφήσουμε όλα και να φύγουμε». Μπορεί πιθανόν να βλέπουμε μια σταδιακή μείωση της δύναμης για να προετοιμάσουμε τους ανθρώπους ν’ αναλάβουν κάποιες από τις ευθύνες (που έχει η ΟΥΝΦΙΚΥΠ), «αλλά και πάλι θεωρούμε επικίνδυνο, ενώ υπάρχουν στρατεύματα κατά μήκος της γραμμής κατάπαυσης του πυρός, εμείς να αποσυρθούμε».

Οι δύο πλευρές, σημείωσε, δεν έχουν απευθείας επαφές από το 1974, ούτε γραμμή απευθείας επικοινωνίας. Κάποιοι ίσως πουν ότι μπορεί επειδή τα ΗΕ κάνουν αυτή τη δουλειά και θα πρέπει ν’ αναγκάσουν τις δύο πλευρές να επικοινωνήσουν, συνέχισε. «Αυτό ίσως είναι ένα ρίσκο που θα μπορούσε να αναληφθεί, αλλά αξίζει να το πάρουμε;» ανέφερε σημειώνοντας ότι γνωρίζει τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν πολλές χώρες και πως το μισό κόστος της παρουσίας της δύναμης στην Κύπρο καλύπτεται από τη διεθνή κοινότητα.

Ο Ανώτερος Σύμβουλος της ΟΥΝΦΙΚΥΠ σημείωσε και τα προβλήματα όσον αφορά τα δικαιώματα στην ελεύθερη εκπαίδευση, ιατρική περίθαλψη σε γιατρό που μιλά τη γλώσσα τους και άσκηση των θρησκευτικών ελευθεριών των εγκλωβισμένων στην Καρπασία, που είναι σήμερα λιγότεροι από 400, όπως είπε, οι περισσότεροι πάνω από 70 χρόνων που λαμβάνουν κάθε εβδομάδα την ανθρωπιστική βοήθεια που μεταφέρει το πολιτικό προσωπικό των ειρηνευτών.

Στην αντιπροσωπεία περιλαμβάνονταν επίσης οι Ευρωβουλευτές Renate Sommer (ΕΛΚ, Γερμανία), Cecilia Wikstrom (φιλελεύθεροι, Σουηδία), Simon Busuttil (ΕΛΚ, Μάλτα), Salvador Sedo i Alabart (ΕΛΚ, Ισπανία). Τους συνόδευαν οι Κύπριοι Ευρωβουλευτές Κυριάκος Τριανταφυλλίδης και Αντιγόνη Παπαδοπούλου.

Keywords
Τυχαία Θέματα