Γονίδια και αυτοανοσία

Το κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ των αυτοάνοσων νοσημάτων είναι η βλάβη σε ιστούς και όργανα που προκύπτουν από λανθασμένη απόκριση τουανοσοποιητικού συστήματος, έναντι του ίδιου του οργανισμού αναγνωρίζοντας -σαν ξένα- δικά του στοιχεία και, στις περισσότερες περιπτώσεις, με διαφορετική συχνότητα προσβολής μεταξύ των φύλων.

Συνολικά,ο επιπολασμός των αυτοάνοσων νοσημάτωνστον γενικό πληθυσμό είναι τουλάχιστον5%-10%, και αποτελούν μία από τις κύριεςαιτίες πρόωρης θνησιμότητας κυρίως σενεαρές και μεσήλικες γυναίκες.

«Οιαυτοάνοσες παθήσεις είναι πολυπαραγοντικέςως προς την αιτία τους,

με ένα μείγμαγενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντωννα παίζει συχνά ρόλο. Καθώς οιπολυπαραγοντικές καταστάσεις προκαλούνταιεν μέρει από γενετικούς παράγοντες, οιαυτοάνοσες παθήσεις τείνουν ναεμφανίζονται σε μέλη οικογενειών.
Περιβαλλοντικοίπαράγοντες όπως οι ιοί ή η ηλιακήακτινοβολία είναι δυνατόν να πυροδοτήσουνμια ανοσολογική απόκριση σε γενετικάευαίσθητα άτομα» αναφέρει ηκ. Ελένη Κομνηνού, Ρευματολόγος ΔιευθύντριαΚλινικής Αυτοάνοσων Ρευματικών ΠαθήσεωνΜetropolitanGeneralκαι συνεχίζει:

«Υπάρχουντρεις κύριες ομάδες γονιδίων πουπιστεύεται ότι αυξάνουν τον κίνδυνοανάπτυξης αυτοάνοσων νοσημάτων:

ΤοHLA DR2 σχετίζεται θετικά με τον συστηματικόερυθηματώδη λύκο (ΣΕΛ), τη σκλήρυνσηκατά πλάκας, ενώ σχετίζεται αντιστρόφωςμε το σακχαρώδη διαβήτη τύπου ΙΤοHLA DR3 συνδέεται έντονα με τη μυασθένειαGravis,το ΣΕΛ, το διαβήτη τύπου Ι και το σύνδρομοSjögrenΤοHLA DR4 συνδέεται στενά με το σακχαρώδηδιαβήτη τύπου I,την πέμφιγα και τη ρευματοειδήαρθρίτιδα. 
Αυτά τα γονίδιασυνδέονται με διάφορα στοιχεία τουανοσοποιητικού συστήματος όπως:υποδοχείς των Τ-λεμφοκυττάρων,ανοσοσφαιρίνες και τα κύρια σύμπλοκαιστοσυμβατότητας. 
Οι υποδοχείςτων Τ-λεμφοκυττάρων και οι ανοσοσφαιρίνεςτου ανοσοποιητικού συστήματος -είναισημαντικοί για την αναγνώριση τωναντιγόνων που χρειάζεται το ανοσοποιητικόσύστημα για να μπορεί να στοχεύει έναντιτων οργάνων και των ιστών του σώματος.Ένααξιοσημείωτο παράδειγμα είναι ησυσχέτιση μεταξύ ΑγκυλοποιητικήςΣπονδυλίτιδας και HLA B27

Τα αυτοάνοσα νοσήματατείνουν να εμφανίζονται συχνά σε μέληοικογενειών, ενώ είναι προφανές ότιπολλαπλές περιπτώσεις μιας μεμονωμένηςαυτοάνοσης νόσου συγκεντρώνονται εντόςτων οικογενειών. Αυτό που είναι πιοεντυπωσιακό, είναι τα άτομα αυτών τωνοικογενειών να έχουν προσβληθεί απόδιαφορετικές αυτοάνοσες νόσους». 

Φύλο,κληρονομικότητα και αυτοανοσία

Ησυντριπτική πλειοψηφία των ασθενών μεαυτοάνοσα νοσήματα είναι γυναίκες,χωρίς να είναι σαφές το γιατί.

«Πολλέςυποθέσεις βασίζονται κυρίως σε ορμονικούςκαι γενετικούς παράγοντες, οι οποίοιεπηρεάζουν διαφορετικά τα αυτοάνοσασυστήματα γυναικών και ανδρών.

Είναιγεγονός πως πολλές από αυτές τις ασθένειεςεμφανίζονται ή παρουσιάζουν διακυμάνσειςόταν υπάρχουν ορμονικές αλλαγές, όπωςστην εφηβεία και στην εγκυμοσύνη.

Ηαναλογία των γυναικών με αυτοάνοσανοσήματα ποικίλλει ανάλογα με τη νόσο:από 18:1 στην αυτοάνοση νόσο του θυρεοειδούς(AITD), έως 1:1 στην ψωρίαση (PSO) και 1:2 στηναγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα (AS), καθώςκαι στη ρευματοειδή αρθρίτιδα κ.ά.

Οιορμόνες του φύλου εμπλέκονται στουςπαράγοντες ευαισθησίας για τα αυτοάνοσανοσήματα μέσω της διαμόρφωσης τηςαπόκρισης μέσω διαφορετικών ειδώνΤ-λεμφοκυττάρων του ανοσιακού συστήματος.

Οαντίκτυπος των ορμονικών αλλαγών στηνπορεία της νόσου στις γυναίκες έχειτεκμηριωθεί στην εγκυμοσύνη: η σοβαρότητατης Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας και τηςΡευματοειδούς Αρθρίτιδας, έχει αναφερθείότι μειώνεται κατά τη διάρκεια τηςεγκυμοσύνης, ενώ η σοβαρότητα τουΣυστηματικού Ερυθηματώδους Λύκου, είτεεπιδεινώνεται είτε δεν επηρεάζεταικατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης»επισημαίνει η κ. Κομνηνού.

«Θεωρητικά,η αδρανοποίηση του χρωμοσώματος Χ καιο προκύπτων χιμαιρισμός ιστών μπορείνα εξηγήσουν τη γυναικεία προδιάθεσηγια συστηματική αυτοανοσία.

Σταθηλυκά έμβρυα, τα μισά σωματικά τουςκύτταρα εκφράζουν αντιγόνα που προέρχονταιαπό το πατρικό Χ και τα μισά από τομητρικό Χ.

Έχουνεξεταστεί πολλές προτάσεις, αλλά καμίαδεν έχει απολύτως αποδεδειγμένοπειραματικό υπόβαθρο και εξακολουθούννα αποτελούν μέρος μιας συζήτησης γιατο φύλο.

Επίτου παρόντος γονίδια που συμβάλλουνστην ανάπτυξη αυτοανοσίας, διερευνώνταισε ζωικά μοντέλα διαβήτη και ΣυστηματικούΕρυθηματώδους Λύκου.

Μιαπρόσφατη εξέλιξη είναι ότι το γονίδιοPTPN22, το οποίο κωδικοποιεί την πρωτεϊνικήφωσφατάση τυροσίνης, σχετίζεται μεδιάφορες αυτοάνοσες παθήσεις όπως οΣΕΛ, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο διαβήτηςτύπου 1, η λεύκη, η ψωριασική αρθρίτιδακαι η νόσος Graves»προσθέτει.

Συμπερασματικά

«Οιβελτιωμένες αναλυτικές και πειραματικέςτεχνικές δημιουργούν ελπίδες γιακλινικές εφαρμογές της αυτοάνοσηςγενετικής.

Ηκαλύτερη κατανόηση των αιτιολογικώνπαραλλαγών που συμβάλλουν στην παθολογίατης αυτοάνοσης νόσου θα μπορούσε ναβοηθήσει στην ανάπτυξη νέων διαγνωστικώντεστ για τον κίνδυνο ασθένειας και,ίσως, βιοδεικτών για την εξέλιξη τηςνόσου ή τη θεραπευτική απόκριση»,καταλήγει η κ. Κομνηνού.

Διαβάστε περισσότερα στο iefimerida.gr

Keywords
Τυχαία Θέματα
Γονίδια,gonidia