Kung Fu απ’ τον τόπο σου…

Όταν το ελληνικό σινεμά ξεπερνάει την υπαρξιακή του μίρλα με κουνγκ φου, τότε ο «Τίγρης και ο Δράκος» κυνηγιούνται στους παράδρομους της Αθηνάς.

Από τον Τάσο Θεοδωρόπουλο

Τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι της Chinatown; Mία από τις πιο αναγνωρισμένες, σπιντάτες και δυναμικές ελληνίδες σκηνοθέτιδες του κινηματογράφου και του θεάτρου, η Αλίκη Δανέζη Κνούτσεν, αποφασίζει να τεστάρει τα όρια της βουκολικής κινηματογραφικής πραγματικότητας σκηνοθετώντας την πρώτη ελληνοκυπριακή ταινία κουνγκ φου,

προκαλώντας εγκεφαλικά σε όσους πιστεύουν ότι στην εγχώρια πραγματικότητα, η τέχνη και το entertainment είχαν τσακωθεί για πάντα.

«H ταινία ξεκίνησε σαν ένα αστείο που έλεγα στους φίλους μου. ‘Φανταστείτε μια ταινία εκδίκησης και κουνγκ φου με μία ηρωίδα που είναι μισή Κύπρια – μισή Κινέζα και ζει στο Chinatown της Αθήνας’ τους έλεγα. Και με κοίταζαν όλοι σαν ούφο. Αλλά τα αστεία πάντα κρύβουν τελικά την αλήθεια μιας βαθύτερης επιθυμίας σου. Γιατί ήθελα να δοκιμάσω τις ικανότητές μου σε μία ταινία που να ανήκει σε αυτό το genre. Κι επειδή η αρχή κάθε ταινίας είναι το σενάριο, μεταξύ αστείου και σοβαρού άρχισα να γράφω την ιστορία, για να δω πώς μου βγαίνει. Το αποτέλεσμα στο χαρτί ολοκληρώθηκε αβίαστα. Ήταν μια ανάγκη που είχα για ένα στόρι δράσης, που προέκυψε μέσα από τη δουλειά μου ως φυσική απόρροια κι εξέλιξη προβληματισμών κι ερωτηματικών που με χαρακτηρίζουν. Απλώς σε αυτή την ταινία, το πάθος, ο θυμός, τα καταπιεσμένα συναισθήματα, η οικογένεια και το θέμα του πατέρα που είναι σχεδόν πάντα παρών στη δουλειά μου, το πώς χειρίζεται κάποιος την απουσία και το θάνατο, εκτονώνονται μέσα από τη δράση, την ιστορία της εκδίκησης και την περσόνα της πρωταγωνίστριας» λέει η Αλίκη με τα μάτια της να λάμπουν από αυτή την ευγενική, χαμογελαστή δημιουργική τρέλα που χαρακτηρίζει όσους δε ρισκάρουν να πουσάρουν τα όρια μέσα στα οποία τους θέλουν με το ζόρι οι άλλοι.

«Στην Ελλάδα υπάρχει μια προκατάληψη όσον αφορά την κλασική σεναριακή δομή. Και είναι αστείο, αν σκεφτεί κανείς ότι το αλφαβητάρι της αφήγησης, όπως διδάσκεται ακόμα και σήμερα στις σχολές όλου του κόσμου, δεν είναι άλλο από την Ποιητική του Αριστοτέλη. Πάνω σε αυτό στηρίζονται τα σενάρια της αμερικάνικης κινηματογραφίας όσον αφορά την δόμηση της πλοκής και τις ανατροπές που είναι τα στοιχεία που χρειάζεται μια ταινία genre όσο μπασταρδεμένη κι είναι. Και εκεί βρίσκεται το θέμα της προκατάληψης που ανέφερα και μιας γενικής αιθαλομίχλης που υπάρχει, γιατί σου λέει ένας σκηνοθέτης στην Ελλάδα: «σιγά μην κάνω αυτό που κάνουν και οι Αμερικανοί. Εγώ κάνω ευρωπαϊκό και ανθρωποκεντρικό σινεμά». Μόνο που αφενός οι Αμερικανοί δεν κάνουν τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από το να προσαρμόζουν την Ποιητική κι αφετέρου, τι ακριβώς σημαίνει ευρωπαϊκό σινεμά; Και τι να τους κάνεις τους χαρακτήρες αν δεν τους έχεις δώσει μια δράση, εσωτερική ή εξωτερική για να αναπτυχθούν; Τίποτα δεν τους κάνεις, γιατί πολύ απλά σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχουν. Δες, για παράδειγμα, τις ταινίες που βγαίνουν

Keywords
Τυχαία Θέματα