Γεννήθηκα όταν γνώρισα τον σκύλο μου – Γράφει ο Γιώργος Μιχαηλίδης

Εντάξει δεν είναι και το πιο ελπιδοφόρο και στοργικό μήνυμα αυτό που λαμβάνεις από τον τίτλο ωστόσο ορισμένα μηνύματα χρειάζονται και μία δόση υπερβολής.

Γράφει ο Γιώργος Μιχαηλίδης

Η 4η Οκτωβρίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα των Ζώων και δεν θα μπορούσα να μην γράψω κάτι. Λίγο ή πολύ δεν έχει σημασία, αρκεί να γράψω. Άλλωστε ξεκίνησα να χτυπάω τα πλήκτρα δίχως να έχω κεντρική ιδέα ή μία κατεύθυνση που θα με βγάλει αυτό το «ταξίδι». Κάθε κείμενο το θεωρώ ένα μικρό ταξίδι.

Τώρα που το σκέφτομαι όμως, βρήκα τι θα γράψω. Δεν θα μιλήσω για την πίκρα που έχω αισθανθεί όταν έμαθα

πως ο πρώτος μου σκύλος θα πέθαινε από καρδιά. Δεν θα μιλήσω για την πίκρα που έχω αισθανθεί μόλις έμαθα πως ο τρίτος μου σκύλος θα πέθαινε από καρκίνο. Δεν θα μιλήσω για το ξερίζωμα που αισθάνεσαι στην καρδιά όταν αναγκάζεσαι να προχωρήσεις στην ευθανασία. Μα τι υποκριτική λέξη. Λες και στον θάνατο υπάρχει -ευ. Θα μιλήσω για την αρχή. Την αρχή της ιστορίας μου.

Πάντοτε αγαπούσα τα ζώα, από μικρό παιδί. Ευτυχώς μάλιστα δεν είχα αυτόν τον αθώο μαζοχισμό που έχουν τα μικρά παιδάκια και κακοποιούν από λίγο έως πολύ κάποιο άτυχο ζώο που μπορεί να πέσει στην αντίληψή του. Από μία απλή κλωτσιά μέχρι την βάναυση κακοποίηση (που εκεί φαίνεται ότι το παιδί είναι πραγματικά προβληματικό και επικίνδυνο για την κοινωνία).

Θυμάμαι ήταν καλοκαίρι του 2000 και ήμουν στο εξοχικό μου στην Αλμυρή Κορινθίας. Μικρό παιδάκι που μόλις είχε ξεκινήσει το γυμνάσιο. Ένα απόγευμα έφτασε ο πατέρας μου στο σπίτι και μετά το φαγητό κάπως το έφερε η κουβέντα και άρχισε να μιλά σε μένα και την μητέρα μου για έναν σκύλο που είχε μία γνωστή του που την είχε δει εκείνη την μέρα. Θυμάμαι ακόμα την περιγραφή: «θηρίο, γεροδεμένο με μεγάλο στήθος, αλλά γλύκας, με κρεμασμένα αυτιά και μία ουρά που δεν σταμάταγε να κουνιέται. Μπόξερ λέγεται η ράτσα».

Τα μάτια μου είχαν γουρλώσει. Τότε δεν υπήρχε ούτε ίντερνετ διαδεδομένο, ούτε smartphones, ούτε τίποτα με αποτέλεσμα να αναγκαστώ να φανταστώ αυτό το σκυλί. Και το φαντάστηκα και ξεκίνησα ένα φανταστικό ψηστήρι στον πατέρα μου. Κάθε μέρα που ερχόταν και για τον επόμενο 1,5 μήνα του έλεγα «μπαμπά, θα πάρουμε σκύλο»; Η μόνη επαφή που είχαμε ως οικογένεια με τα σκυλιά ήταν αυτή της μητέρας μου όταν είχε έρθει τα πρώτα ενήλικα χρόνια της στην Αθήνα να μείνει όπου είχε πάρει ένα Κανίς, την Τάμυ την οποία την πρόλαβα, αλλά δεν την θυμόμουν. Έκτοτε αποφεύγαμε την ευθύνη.

Ένα απόγευμα του Αυγούστου και μόλις έχουμε φάει καρπούζι με φέτα (ναι είμαι από αυτούς) η γλώσσα μου δεν έχει σταματήσει να μιλά για τον σκύλο, ούτε θυμάμαι τι έλεγα, θυμάμαι όμως την αντίδραση του πατέρα μου ο οποίος αγανακτισμένος έψαχνε τρόπο να γλυτώσει από τον πονοκέφαλο που του προκαλούσα. «Γαμώ τον μπαμπά σου, θα πάρω τώρα τηλέφωνο» και πήρε. Ίσως βρήκε ευκαιρία γιατί εκείνη την ώρα έλειπε η μητέρα μου από το τραπέζι η οποία μέχρι πρότινος ήταν και η μόνη που ωρυόταν ότι τα σκυλιά είναι μία τεράστια ευθύνη. Ξέρεις είναι από εκείνες τις στιγμές που μόνο ο πατέρας σου σου κάνει το χατίρι. Και έβαλε τα χεράκια του και έβγαλε τα ματάκια του...

Εντάξει αυτό το τελευταίο το λες και υπερβολή γιατί το ταξίδι που ξεκινήσαμε μέχρι και σήμερα ήταν κάτι παραπάνω από μαγικό, δεν παύουν όμως τα ζώα να είναι μία τεράστια δέσμευση που ο καθένας πρέπει να είναι ώριμος να αναλάβει. Και δυστυχώς αυτή η χώρα δεν έχει περίσσευμα ωριμότητας. Επιστρέφω όμως στην αφήγηση.

Δεν ξέρω τι μεσολάβησε αλλά θυμάμαι εμένα, τον πατέρα μου και την μητέρα μου να κατεθυνόμαστε ένα βράδυ προς Τρίπολη. Ένας γνωστός του πατέρα μου είχε μία μποξερίνα η οποίαν είχε γεννήσει και εμείς θα παίρναμε από τα αρσενικά της γέννας. Συναντιόμαστε γύρω στις 10 το βράδυ, σαν να κάναμε κάποια παράνομη συναλλαγή, βγήκαμε από το αυτοκίνητο, ο άλλος άφησε το κουταβάκι κάτω και αυτό τρόμαξε από τα φώτα και πήγε να κρυφτεί κάτω από το αυτοκίνητο αλλά το προλάβαμε. Ήταν τόσο μικρούλης που χωρούσε στην μία μου παλάμη και τόσο γλύκας που τσακωνόμασταν στην επιστροφή ποιος θα τον πάρει αγκαλιά, μέχρι και ο πατέρας μου τον ήθελε που οδηγούσε.

Από εκείνο το βράδυ μπορώ να πω πως ξεκίνησε πραγματικά η ζωή μου. Από εκείνο το βράδυ διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας μου, προστέθηκε το τελευταίο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς μου το οποίο άλλωστε είναι και αυτό που ξεχωρίζει όποιος με γνωρίζει. Η αγάπη μου για τα ζώα. Άλλωστε τι ζητούν; Ό,τι ζητά κάθε πλάσμα που είναι πιο αδύναμο από εμάς, άνθρωπος ή ζώο. Την προστασία μας ως η κορυφή της τροφικής αλυσίδας και κυρίαρχοι του πλανήτη αυτού.

The post Γεννήθηκα όταν γνώρισα τον σκύλο μου – Γράφει ο Γιώργος Μιχαηλίδης appeared first on KoolNews.

Keywords
Τυχαία Θέματα