Η αντίστροφη ομΕΡΤα – Λίγα λόγια για τους λίγους καλούς ανθρώπους της Μεσογείων, 432.

Γράφει ο Αντώνης Τζαβάρας

Σάββατο μεσημέρι, Καλοκαιράκι, δέκα – έντεκα χρόνια πίσω, στο στούντιο της ΕΡΑσπορ. Κάνουμε με το Γιάννη την εκπομπή του Στοιχήματος κι έχουμε καλέσει το Γιώργο Παρασκευά, τον συγχωρεμένο «γκουρού του Στοιχήματος». Ο Γιάννης τον γνώριζε, εγώ όχι – σε εκείνη την εκπομπή τον είδα για πρώτη φορά. Ήταν ωραίος τύπος. Ένας ιδιοσυγκρασιακός μποέμ εξηντάρης που σου έδινε την εντύπωση ότι έχει ζήσει πολλά (και ήξερε πως να τα αφηγηθεί). Μπήκαμε στο στούντιο, τακτοποιηθήκαμε, τακτοποιήσαμε και τον Παρασκευά και περιμέναμε να πέσει το σήμα της εκπομπής για να ξεκινήσουμε.

Πριν απ’ αυτό, έπεσε το σήμα της ΕΡΤ. Αυτό το βουκολικό, του βουνού και της στάνης. Με τον Γιάννη είχαμε σιχαθεί να το ακούμε – ήταν προγραμματισμένο να παίζει κάθε μεσημέρι την ίδια ώρα, πριν το σήμα της εκπομπής του Στοιχήματος. Όσο έπαιζε, ακολουθούσαμε τη σύντομη ρουτίνα μας: ρυθμίζαμε τα μικρόφωνα, τσεκάραμε τους υπολογιστές, φοράγαμε τα ακουστικά. Όταν ήρθε η στιγμή να βοηθήσουμε τον καλεσμένο μας να φορέσει τα ακουστικά του, συνειδητοποιήσαμε ότι ο κυρ Γιώργος είχε βουρκώσει. Δε θυμάμαι αυτολεξεί τα λόγια του, αλλά ήταν κάτι τύπου: «Συγνώμη ρε παιδιά, αλλά δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο έχω συγκινηθεί που είμαι εδώ και ακούω αυτό το πράγμα που ακούω από παιδάκι».

Προχθές, την Τρίτη το απόγευμα, στον πρώτο όροφο του ραδιομεγάρου, στην καφετέρια που παρά τις ανακαινίσεις συνεχίζει να θυμίζει vintage αναψυκτήριο της δεκαετίας του ’70 (έχει ακόμα και χάρτινα τραπεζομάντηλα), τη στιγμή που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ανακοίνωνε το κλείσιμο της ΕΡΤ, το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν αυτή η ασήμαντη ιστοριούλα. Η ατάκα του κυρ Γιώργου Παρασκευά και το κάπως κωμικό βούρκωμά του. Και η συνειρμική σκέψη ότι το βουκολικό σηματάκι θα σταματήσει να ακούγεται. Η συνειδητοποίηση ότι την Τρίτη το πρωί σε κάποιο μαγαζί με ηλεκτρονικά πουλήθηκε μια τηλεόραση και ότι άνθρωπος που την αγόρασε πήγε σπίτι του, την έβγαλε απ’ τη συσκευασία και την ώρα που ρύθμιζε τα κανάλια έγινε ο πρώτος άνθρωπος μετά από δεκαετίες που δεν προβληματίστηκε για το μήπως ήρθε επιτέλους η ώρα να σταματήσει να βάζει έτσι, στον αυτόματο την ΕΤ1, τη ΝΕΤ και την ΕΤ3 στο 1, το 2 και το 3 του τηλεκοντρόλ.

Η πλειοψηφία των εργαζομένων της ΕΡΤ που βρίσκονταν στο καφέ του πρώτου ορόφου, στους διαδρόμους, τα γραφεία και τα στούντιο του Ραδιομεγάρου την Τρίτη το απόγευμα, έκανε την ίδια πρώτη σκέψη. Οι καλοί άνθρωποι, οι σκληρά εργαζόμενοι δημοσιογράφοι και τεχνικοί που γνώρισα στην ΕΡΤ αυτά τα δέκα – έντεκα χρόνια, όταν άκουσαν ότι η ΕΡΤ κλείνει, πριν προλάβουν να σκεφτούν ότι απολύονται, ότι χάνουν τη δουλειά τους, ότι από αύριο δε θα έχουν να πληρώσουν το δάνειο, τα φροντιστήρια των παιδιών και όλα αυτά που δε θέλω να αναφέρω γιατί ισχύουν για όλους τους απολυμένους των τελευταίων ετών που πήγαν άκλαφτοι χωρίς να ασχοληθεί κανένας μαζί τους, ή με τα δάνειά τους ή με τα παιδιά τους, αυτοί, λοιπόν, οι κανονικοί εργαζόμενοι της ΕΡΤ, οι άνθρωποι που εδώ και μήνες προσπαθούν να κρατήσουν τα προγράμματά της ζωντανά με ξενύχτια και εξαντλητικές απλήρωτες υπερωρίες, αυτοί που τα μισθολόγιά τους δεν πρόκειται ποτέ να δημοσιευθούν γιατί χαλάνε την ωραία, αποκρουστική εικόνα της παχιάς ιερής αγελάδας, αυτοί, δεν πρόλαβαν να σκεφτούν τίποτα. Τίποτα άλλο. Γιατί, στο μυαλό τους, το κλείσιμο της ΕΡΤ είναι αδιανόητο. Είναι το αδιανόητο. Οι καλοί άνθρωποι της ΕΡΤ βούρκωσαν σαν τον Γιώργο Παρασκευά, γιατί ήξεραν / βίωναν / συνειδητοποιούσαν αυτά που εγώ όντως δεν μπορούσα να φανταστώ όταν είδα τον κυρ Γιώργο να βουρκώνει, δέκα – έντεκα χρόνια νωρίτερα, επειδή ζούσα μόλις τις πρώτες μου μέρες και τις πρώτες μου εκπομπές στη δημόσια ραδιοφωνία. Οι υπόλοιποι δε με νοιάζουν. Να πάνε να γαμηθούνε. Όχι μόνο οι διευθυντές, οι σύμβουλοι, οι γραμματείς τους, οι προϊστάμενοι και τα κάθε είδους βύσματα που διορίστηκαν από τις εκάστοτε κυβερνήσεις ή άρμεξαν την ΕΡΤ βάζοντας χέρι στα μικρά Ελντοράντο των εξωτερικών και των μικτών παραγωγών της τηλεόρασης. Να πάνε να γαμηθούνε και οι τεμπέληδες και οι αργόσχολοι και οι αγράμματοι και οι ανάξιοι και οι προκλητικοί και όλες αυτές οι αργόμισθες κουράδες που συνάντησα αυτά τα δέκα – έντεκα χρόνια στην ΕΡΤ. Να πάνε να γαμηθούνε ακόμα κι αυτοί που κουράστηκαν, ή βαρέθηκαν ή απηύδησαν και άραξαν, για λίγο ή για πάντα. Αυτές οι γραμμές γράφονται για τους άλλους. Για τους καλούς ανθρώπους της ΕΡΤ που το πρώτο πράγμα που τους πέρασε από το μυαλό την Τρίτη το απόγευμα, έχει μείνει κολλημένο εκεί, στο μυαλό τους και δε φεύγει με τίποτα: η ΕΡΤ δεν κλείνει. Δεν κλείνει, ρε πούστη μου. Έκλεισε για λίγο, μία φορά, όταν οι ναζί μπήκαν στην Αθήνα και σε όλα τα υπόλοιπα, εύκολα, δύσκολα, τραγικά ή γελοία ήταν εκεί.

Οι καλοί άνθρωποι της ΕΡΤ ξέρουν ότι η ΕΡΤ δεν μπορεί να κλείσει. Γιατί δεν την αντιμετωπίζουν ούτε σα μαγαζί ούτε σαν τη δουλίτσα τους. Είναι αυτοί που ξέρουν ότι η ΕΡΤ είναι πάνω από τους ίδιους, πάνω από τους ανάξιους συναδέλφους τους, πάνω από τους προϊσταμένους τους, είναι σίγουρα πάνω από αυτούς που την έκλεισαν προχθές, είναι πάνω κι από τον Γιώργο Παρασκευά, πάνω κι απ’ όλους τους Γιώργηδες Παρασκευάδες αυτής της χώρας και της Κύπρου και όλων των χωρών του πλανήτη όπου κάποιος ομογενής νοσταλγεί να ακούσει ελληνικά και συντονίζεται με κάποιο από τα προγράμματα της ΕΡΤ που εκπέμπουν στο εξωτερικό. Οι καλοί άνθρωποι της ΕΡΤ δουλεύουν σ’ αυτήν με την ψυχούλα τους, και με ένα αίσθημα ευθύνης που τους ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους εργαζόμενους (και τους υπόλοιπους απολυμένους). Ο Βασίλης το λέει καύλα. Πέρασε από πολλά δημοσιογραφικά μαγαζιά, με καλύτερα λεφτά και καλύτερες προσωπικές προοπτικές, αλλά έμεινε στην ΕΡΑσπορ για την καύλα που δεν είχε νιώσει σε κανένα από τα άλλα μαγαζιά. Ο Χρήστος το λέει περιφραστικά. Το λέει και το εννοεί ότι μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια στη δημοσιογραφία, η ΕΡΑσπορ είναι μοναδικό μαγαζί με το οποίο δέθηκε τόσο βαθιά. Μετά τις τελευταίες περικοπές προσωπικού, όταν η μπάλα πήρε και κάποια συνεργεία καθαρισμού, είχε προτείνει να σφουγγαρίζουμε μόνοι μας το γραφείο και το στούντιο.

Οι καλοί άνθρωποι της ΕΡΤ, προφανώς, δεν είναι η πλειοψηφία της. Ήταν, όμως, η πλειοψηφία την Τρίτη το απόγευμα στο καφέ του Ραδιομεγάρου. Πολλοί απ’ αυτούς συνεχίζουν να κάνουν εκπομπές (τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές) αυτές τις μέρες και να βρίσκουν τρόπους αυτές οι εκπομπές να βγαίνουν στον αέρα, χάρη στη συνδρομή συναδέλφων που συμφωνούν ότι η ΕΡΤ δεν μπορεί να κλείσει. Όλοι, και πρώτοι απ’ όλους οι καλοί άνθρωποι της ΕΡΤ, συμφωνούν ότι η ΕΡΤ πρέπει να καθαρίσει από τα σκατά, να απαλλαγεί από την ανθρώπινη σαβούρα, να αποκτήσει ένα χαρακτήρα, ένα νόημα που θα υπερβαίνει την κούφια παπαρολογία περί δημοκρατίας και ενημέρωσης και θα την κάνει καθημερινή πράξη, ρεπορτάζ, εκπομπές, ποιοτική τηλεόραση και ποιοτικό ραδιόφωνο. Εννοείται ότι πρέπει να γίνουν απολύσεις. Προσωπικά, θα προτιμούσα να γίνουν με αξιοκρατικά κριτήρια και να τη γλιτώσουν οι καλοί άνθρωποι της ΕΡΤ, αλλά είναι βέβαιο ότι η μπάλα θα τους πάρει κι αυτούς. Να πάνε να γαμηθούνε κι αυτοί, λοιπόν. Κι εγώ, εννοείται, να πάω να γαμηθώ πρώτος απ’ όλους. Να πάμε να γαμηθούμε όλοι και να έρθουν άλλοι, λιγότεροι στον αριθμό, αλλά καλύτεροι άνθρωποι της ΕΡΤ. Ας πάμε να γαμηθούμε, όμως, με την ΕΡΤ ανοιχτή. Με ανοιχτά μικρόφωνα και ανοιχτές κάμερες. Με ανοιχτά μάτια και ανοιχτά μυαλά.

Πριν πάμε να γαμηθούμε, θα ήθελα να μου επιτραπεί να σημειώσω δύο – τρία πράγματα:

Α. Δε γουστάρω ούτε να στηλιτεύσω, ούτε να κρίνω, ούτε να αποκαλύψω, ούτε να κρύψω. Δεν μπορώ κιόλας. Ξερνάω με όλα αυτά τα δημοσιογραφίστικα και επιπλέον είμαι σοκαρισμένος, μουδιασμένος και πάρα πολύ κουρασμένος γιατί περνάω τα βράδια μου στο ραδιομέγαρο μαζί με κάτι καλούς ανθρώπους που μπορεί και να μην ξαναδώ στην πορεία της ζωής μου, αλλά ήταν τιμή μου που τους γνώρισα και συμπορεύτηκα μαζί τους.

Β. Το κείμενο αυτό το έγραψα γιατί μου το ζήτησε ένας φίλος, που όπως όλοι μας έχει υπάρξει απολυμένος (έχουμε απολυθεί και μαζί από μια δουλειά).

Γ. Κατά βάση το έγραψα για να υπογραμμίσω κάτι αυτονόητο, που όπως όλα τα αυτονόητα έχουν πάει στον κουβά στις μέρες μας: κάπου στην ΕΡΤ, βαθιά μέσα στην κοιλιά του τέρατος, του μιάσματος, του σιχάματος, εργάζονται και καλοί άνθρωποι και καλοί επαγγελματίες – οι καλύτεροι που έχω γνωρίσει. Οι πιο συνεπείς, οι πιο υπεύθυνοι, οι πιο καυλωμένοι και οι πιο αξιόλογοι επαγγελματίες που έχω γνωρίσει. Μπορεί να είναι λίγοι, αλλά υπάρχουν. Και δεν υπάρχουν πουθενά αλλού. Τουλάχιστον όχι στη δική μας πιάτσα.

Δ. Αυτοί οι άνθρωποι είναι τα θύματα της ομΕΡΤα. Της αντίστροφης ομερτά. Της ιδιαίτερης αυτής περίπτωσης όπου αντί να σιωπούμε για τα καλύψουμε τα σκατά και τις βρωμιές μας, μιλάμε μόνο γι’ αυτά. Και σιωπούμε για τα καλά στοιχεία.

Ε. Την Τρίτη το απόγευμα, αυτοί οι άνθρωποι, πέρα από όλα τ’ άλλα, δέχτηκαν μια βαριά προσβολή. Από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο. Από έναν άνθρωπο που έχει υπάρξει και παιδί και αποπαίδι της ΕΡΤ. Από έναν τύπο που εκπροσωπεί ένα θεσμό που ευθύνεται διαχρονικά σε ποσοστό άνω του 90% για τα μύρια όσα τέρατα και εξαμβλώματα ευδοκιμούν στην ΕΡΤ και που σε μια απίστευτα γενναία επίδειξη αυτοεξευτελισμού κι εκχώρησης της προσωπικής αξιοπρέπειας, βγήκε με κάτι σαν αηδία ζωγραφισμένη στη μούρη του να μεταθέσει όλες τις ευθύνες στους εργαζομένους της ΕΡΤ. Δε θέλω ούτε καν να τον κατονομάσω. Έτσι κι αλλιώς κανείς δε θα θυμάται το όνομά του σε λίγο. Η ιστορία θα τον μασήσει και θα τον φτύσει σε κάποιο σκοτεινό βόθρο. Το ίδιο θα κάνει και με τους περισσότερους από μας, το ίδιο θα κάνει και με τους καλούς ανθρώπους της ΕΡΤ.

ΣΤ. Η μόνη που θα τον θυμάται θα είναι η ΕΡΤ. Γιατί -εννοείται- ότι θα συνεχίσει να υπάρχει, με κάποιον τρόπο, με κάποιο όνομα. Και κάθε χρόνο στις 11 Ιουνίου, στο «Σαν Σήμερα» θα εμφανίζεται η ξινισμένη του μούρη και η λεζάντα που θα συνδέει το όνομά του και το όνομα του πρωθυπουργού του με το κλείσιμο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.

Από τον Αντώνη Τζαβάρα,

απολυμένο της ΕΡΑσπορ

Keywords
Τυχαία Θέματα