Για την αναγκαιότητα μετωπικής συγκρότησης του αγώνα

ΆρθραΑρθρογράφος: Δημήτρης Πατέλης

Για την αναγκαιότητα μετωπικής συγκρότησης του αγώνα

Του Δημήτρη Πατέλη

[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Αριστερή Συσπείρωση”, Αρ. Τεύχους 25, Ιούνιος 2013 σ. 39-50 http://www.ilhs.tuc.gr/gr/dim_aristerisyspeirosi_25_2013.htm ].

Περιεχόμενα.

Εποχή, συγκυρία και “ασθενής κρίκος”.

Ανάγκη επαναστατικοποίησης της συνείδησης και συγκρότησης κοινωνικοπολιτικού υποκειμένου.

Η επαναστατική δραστηριότητα ως πραγματικότητα της ανθρώπινης κοινωνίας. Για την αντιστοιχία-αναντιστοιχία

υποκειμένου, υλικών και οργανωτικών μέσων μετασχηματιστικής επενέργειας στην κοινωνία.

Η νομοτελής ενσωμάτωση μορφωμάτων στη μακροχρόνια ειρηνική περίοδο.

Η δημιουργικότητα και η εγρήγορση ως όροι αντιστοιχίας του υποκειμένου στην κρισιακή συγκυρία.

Κλιμάκωση της αναβάθμισης του υποκειμένου από την κρισιακή συγκυρία προς την επαναστατική κατάσταση.

Κόμμα ή μέτωπο;

Αριστερό μέτωπο, μέτωπο της αριστεράς; Για τις αρχές δραστηριοποίησης των κομμουνιστών στο μέτωπο.

Εποχή, συγκυρία και “ασθενής κρίκος”.

Για τις υπεύθυνες επαναστατικές δυνάμεις, η εκάστοτε βέλτιστη μορφή του υποκειμένου του επαναστατικού αγώνα (κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που συστρατεύονται, θεωρητική θεμελίωση και ιδεολογική αναφορά, πλαίσιο στόχων-διεκδικήσεων, οργανωτική συγκρότηση, μέσα και τρόποι διεξαγωγής του αγώνα, εθνικά και διεθνή ερείσματα κ.ο.κ.), δεν είναι θέμα γούστου, υποκειμενικών επιλογών ή διαθέσεων του συρμού. Συνδέεται άμεσα με τα διακυβεύματα του αγώνα στη χώρα, στην περιφέρεια και στον κόσμο, στη συγκεκριμένη εποχή και συγκυρία. Συνδέεται με τα καθήκοντα ριζικού μετασχηματισμού (οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού) που επιτάσσει η συγκυρία, βάσει των οποίων προσδιορίζεται και η βέλτιστη μορφή συγκρότησης και οργάνωσης του υποκειμένου, καθώς και των επιπέδων, των τρόπων και των μέσων νικηφόρου εμπλοκής αυτού του υποκειμένου στον αγώνα.

Οι αντιφάσεις του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, εκδηλώνονται με τον πλέον οξύ και επιτακτικό τρόπο στους «ασθενείς κρίκους» όπως η Ελλάδα στην τελευταία δομική κρίση του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Εδώ, αναδεικνύεται και ξεσπά η ανισομέρεια του συστήματος, με ραγδαία επιδείνωση της ζωής του λαού, με καταστροφικές δημογραφικές κ.ά. επιπτώσεις, λόγω της ιδιάζουσας διαπλοκής-διαμεσολάβησης της βασικής αντίφασης του συστήματος (νεκρή – ζωντανή εργασία, κεφάλαιο - εργασία) με παράγωγες εξωτερικές και εσωτερικές αντιφάσεις, με ιστορικές ιδιοτυπίες στις οποίες εδράζεται και τις οποίες αναπαράγει η επίταση της ανισομέρειας εντός και εκτός ολοκληρώσεων, κ.ο.κ. Εδώ είναι που επιβάλλονται ανηλεώς και αντίστοιχες πρωτοφανείς μορφές υπερεκμετάλλευσης (π.χ. με μετατροπή χωρών της περιφέρειας παραδοσιακών ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων, όπως η Ελλάδα, σε ημιαποικίες ή αποικίες χρέους, με την επιβολή νέου τύπου διακρατικομονοπωλιακής δικτατορίας και επιτήρησης, κ.ο.κ.). Σε αυτούς τους «ασθενείς κρίκους», για να αποσοβηθεί γενικευμένη καταστροφή, η κατάσταση, η συγκυρία απαιτεί επιτακτικά τη διευθέτηση άμεσων ζωτικής σημασίας προβλημάτων επιβίωσης των εργαζομένων, του λαού.

Σε αντιδιαστολή με αντιλήψεις που τείνουν να αποκόπτουν αντιδιαλεκτικά την ιστορική συγκυρία από την ιστορική εποχή, αποδεικνύεται ότι ακριβώς η κρισιακή συγκυρία είναι που συμπυκνώνει και επιταχύνει τη ροή της ιστορίας. Η κρισιακή συγκυρία συνιστά χωροχρονικό συμπύκνωμα της στιγμής της ιστορικής εποχής. Περικλείει δυνατότητες, αφ' ενός μεν, μετεξέλιξης σε προεξεγερσιακή, προεπαναστατική και –γιατί όχι– σε επαναστατική κατάσταση, αφ' ετέρου δε, σε ακραία αντεπαναστατική και αντιδραστική. Μόνο μέσα από την επαναστατική εμπλοκή στην κρισιακή συγκυρία του «ασθενούς κρίκου» είναι εφικτή η αλματώδης ρήξη και ανατροπή της κυριαρχίας των πιο επιθετικών κύκλων του κεφαλαίου, η δρομολόγηση προϋποθέσεων ή και των ίδιων των επικείμενων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Εδώ απαιτείται ειδική ανάπτυξη της θεωρίας, για τη σύνδεση μοναδιαίου, ειδικού και γενικού-καθολικού, άμεσων, βραχυ-μεσοπρόθεσμων και απώτερων, τακτικών και στρατηγικών στόχων του επαναστατικού κινήματος κ.ο.κ., για τη θεμελίωση αντίστοιχης πρακτικής.

Η εντατική αναζήτηση του εκάστοτε επόμενου «ασθενούς κρίκου», η επικέντρωση στην επαναστατική απόσπαση του οποίου από το ιμπεριαλιστικό χωροδικτύωμα στη συγκεκριμένη συγκυρία, μπορεί να οδηγήσει στη θεμελιώδη ανάπτυξη, διεύρυνση και εμβάθυνση της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας εν συνόλω, είναι θεμελιώδους σημασίας θεωρητικό και πρακτικό καθήκον του επαναστατικού κινήματος της εποχής. Χωρίς ριζική, θεμελιώδη διαλεκτική ανάπτυξη – άρση της επαναστατικής θεωρίας, είναι ανέφικτη κάθε αναβάθμιση και ανασύνταξη του επαναστατικού κινήματος, είναι ανέφικτη η αποτελεσματική προαναφερθείσα αναζήτηση και επικέντρωση της νικηφόρου επαναστατικής διαδικασίας.

Η διάγνωση αυτών των κομβικών προβλημάτων, προϋποθέτει τη θεωρητική και μεθοδολογική διακρίβωση της εποχής, με την ανάδειξη των δομικών χαρακτηριστικών του σύγχρονου σταδίου της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης, σε συνάρτηση με: 1) τη διακρίβωση του σημερινού εσωτερικού ορίου εκτατικής ανάπτυξης του κεφαλαίου (Σύγχρονη μορφή του Μονοπωλίου: Διεθνικοί – Πολυεθνικοί – Πολυκλαδικοί Όμιλοι) που υπάγουν στον εαυτό τους τον κόσμο, 2) του ειδικού ρόλου του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στη σύγχρονη χρηματιστική ολιγαρχία (με την υπαγωγή του βιομηχανικού στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο), 3) της αναβάθμισης της εντατικής ανάπτυξης της παραγωγής δια του νέου σταδίου της Επιστημονικής και Τεχνολογικής επανάστασης (που οδηγεί σε α. Μετατροπή της υπαγωγής της κατ' εξοχήν εκτελεστικής εργασίας στο κεφάλαιο σε πραγματική σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ β. Η ανανεούμενη δημιουργική εργασία εργάζεται με όρους τυπικής υπαγωγής και γ. Τίθενται σε λειτουργία πλανητικής κλίμακας υποδομές, παραγωγικές δυνάμεις), 4) των αλλαγών στην εκτατική και εντατική ανάπτυξη που επήλθαν με την άνοδο και την πτώση των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ου αι και την αλληλεπίδρασή τους με τον κόσμο του κεφαλαίου, 5) με την κλιμάκωση της κατανομής του κόσμου ανάμεσα στους Πολυεθνικούς Ομίλους και την επίταση της ανισομέρειας (αναδόμηση παλαιών και συγκρότηση νέων ιμπεριαλιστικών πόλων, μετατόπιση ισχύος), 6) με τα εγχειρήματα επιβολής όλο και πιο βίαιων ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων, διακρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων κ.ο.κ. (Βλ. σχετικά: Πατέλη Δ. επίμετρο στη Β' έκδ. Της Λογικής της Ιστορίας του Β. Βαζιούλιν, εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2013).

Τα δομικά χαρακτηριστικά και οι αντιφάσεις του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος εκδηλώνονται ιδιαίτερα στη δομική του κρίση. Ουσιώδης πλευρά τους είναι η σαφής δρομολόγηση της μετάβασης από την εκτελεστική επαναλαμβανόμενη χειρωνακτική εργασία στην αναπτυσσόμενη, βάσει της αυτοματοποίησης, γεγονός που επιτείνει την ανισομέρεια και τις δυνατότητες απόσπασης μονοπωλιακών υπερκερδών και δημιουργεί στρατιές νέου τύπου υποκειμένου, συνδεόμενου με την ωρίμανση των προϋποθέσεων για τις ώριμες και ύστερες σοσιαλιστικές επαναστάσεις (Βλ. Πατέλη Δ. Διδάγματα της ιστορίας. Οκτωβριανή επανάσταση: οι αντιφάσεις του πρώιμου σοσιαλισμού και οι προοπτικές της ανθρωπότητας. Σύγχρονη Εκπαίδευση, τεύχος 151, 2007, σελ. 66-78. http://www.ilhs.tuc.gr/gr/digmata_istorias.htm και το παραπάνω επίμετρο).

Όπως θα δούμε και παρακάτω, το ξέσπασμα μιας επαναστατικής κατάστασης δεν είναι αμιγώς αντικειμενικό φαινόμενο, μιας και προϋποθέτει την εμπλοκή λαϊκών μαζών ποικίλων βαθμών και τρόπων συνειδητοποίησης των όρων και των σκοπών εμπλοκής τους σε συγκρουσιακές καταστάσεις. Η κρισιακή συγκυρία προσφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο για καταλυτικές παρεμβάσεις στην κατεύθυνση της κλιμάκωσης της ριζοσπαστικοποίησης των λαϊκών μαζών, μέσω της άρσης του πλέγματος απατών-αυταπατών που τις καθιστά προβλέψιμες και χειραγωγήσιμες. Η όλη διαδικασία της κρισιακής συγκυρίας προβάλλει ως διαδικασία που θέτει επιτακτικά το ζήτημα της αντιστοιχίας-αναντιστοιχίας του υποκειμένου στη νομοτελή εμπλοκή του στην κοινωνικοπολιτική πρακτική ριζικού-επαναστατικού μετασχηματισμού των αντικειμενικών όρων ύπαρξής του, αλλά και της αντιστοιχίας-αναντιστοιχίας των θεωρητικών, πρακτικών (υλικών, οργανωτικών, θεσμικών, εξωθεσμικών, κ.ά.) μέσων, τρόπων και επιπέδων αυτής της εμπλοκής, της πραγματικής, συγκεκριμένης ιστορικής (και όχι αυτόκλητης ή πάλαι ποτέ) πρωτοπορίας που συνεισφέρει με το βέλτιστο τρόπο στην άρση της όποιας εκάστοτε αναντιστοιχίας.

Η διαδικασία αυτή περιπλέκεται στο έπακρο λόγω του μεταβατικού χαρακτήρα της εποχής. Οι πλέον επιθετικοί κύκλοι της διεθνούς και «εγχώριας» χρηματιστικής ολιγαρχίας εξαπολύουν καταιγιστικό κοινωνικό πόλεμο, ώστε να καταστρέψουν πρωτίστως την εργασιακή δύναμη απαξιώνοντάς την, με συνδυασμούς άντλησης προκαταβεβλημένης απόλυτης υπεραξίας τωρινών και επόμενων γενεών εργαζομένων με την εγγύηση του δημοσίου (μετατρέποντας χώρες και ομάδες χωρών σε αποικίες χρέους), ώστε να φορτώσουν την κρίση σε νυν και επόμενες γενιές εργαζομένων και να επανεκκινήσουν τη συσσώρευση με τους ευνοϊκότερους για το κεφάλαιο όρους. Το όλο εγχείρημα συνιστά εκ μέρους τους και ρεβανσιστική συνέχεια του αστικού αντεπαναστατικού ρεύματος που ανέτρεψε τις περισσότερες χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού, εγκαθίδρυσε παλινορθωτικές διαδικασίες και τώρα έρχεται να ανατρέψει και κατακτήσεις δεκαετιών –αν όχι αιώνων– του εργατικού επαναστατικού (και μεταρρυθμιστικού-ρεφορμιστικού) κινήματος, κατακτήσεις που είχαν επιτευχθεί και με τις αλλαγές που επήλθαν στους συσχετισμούς δυνάμεων και στις διαθέσεις των μαζών, λόγω της νίκης των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων του 20ού αι. Ως εκ τούτου, ο κοινωνικός πόλεμος που εξαπολύουν οι αστοί εναντίον της εργασίας στην κρίση, συνιστά κλιμάκωση αυτής της αντεπανάστασης και της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης. Οι περισσότερες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις έχουν ηττηθεί, γεγονός που εκλαμβάνεται εν πολλοίς και προβάλλεται από την αστική προπαγάνδα ως δήθεν «απόδειξη» του ανέφικτου του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, του μάταιου του αγώνα και της εν γένει απουσίας κάθε εναλλακτικής της κεφαλαιοκρατίας προοπτικής.

Ο κύκλος των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων δεν ολοκληρώθηκε, ενώ αρχίζουν να δηλώνουν την παρουσία τους –καταρχάς ως συνιστώσα μιας τάξης «εν εαυτή»–, οι στρατιές των όλο και πιο πολύ συνδεδεμένων με δημιουργικές δραστηριότητες μισθωτών, το υποκείμενο των ύστερων επαναστάσεων. Το τελευταίο, προς το παρόν αρκετά ανώριμο, ασταθές και χειραγωγούμενο από το κεφάλαιο, δυσκολεύεται να καταστεί τάξη «δι’ εαυτήν», με αντίληψη της θέσης και του ρόλου του, της ιστορικής του αποστολής, μιας και υφίσταται και αναπτύσσεται ανισομερώς σε διάφορες χώρες και ομάδες χωρών και εμπλέκεται σε ποικίλες εργασιακές σχέσεις, χωρίς να διαθέτει ακόμα αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία της κοινωνικής του αποστολής, ούτε και σημαντικές διαμεσολαβήσεις, υλικά και οργανωτικά μέσα και τρόπους, σε συνδικαλιστικό, κοινωνικό και ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο.

Δεν βοηθούν σε αυτή την κατεύθυνση και τα διαθέσιμα οργανωτικά συνδικαλιστικά και πολιτικά μορφώματα, κατάλοιπα εν πολλοίς του προηγούμενου σταδίου της κεφαλαιοκρατίας, συντρίμμια και σπαράγματα αναγκών νικηφόρων και ηττημένων αγώνων του παρελθόντος. Τα περισσότερα από αυτά δυσκολεύονται να συλλάβουν ή αγνοούν την όλη προβληματική του νέου σταδίου, των αλλαγών του χαρακτήρα της εργασίας και του υποκειμένου, άρα, δυσχεραίνουν περαιτέρω τη συνειδητοποίηση και τη συγκρότηση του νέου υποκειμένου, ως άγουσας συνιστώσας που οφείλει ιστορικά να συσπειρώσει το σύνολο των στρατιών της (παραδοσιακής και νέας) μισθωτής εργασίας.

Έχουμε λοιπόν μια εποχή, στην οποία γίνεται όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη της κομμουνιστικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, αλλά η κεφαλαιοκρατία φαίνεται αδιαμφισβήτητα κυρίαρχη και ρεβανσιστικά επιθετική. Ωστόσο, αδυνατεί να προτάξει κάποιο λίγο-πολύ ελκυστικό πρόγραμμα, μια στοιχειωδώς πειστική προοπτική για τις επόμενες γενεές. Τουναντίον, διά των πολιτικών της υπαλλήλων, χάνει κάθε αξιοπιστία ως προς τις λύσεις που επιβάλλει, χάνει κάθε κατ’ επίφαση επάξιο ρόλο και προσωπείο εκπροσώπησης των «κοινών», «εθνικών» και «λαϊκών» υποθέσεων, ενώ φέρνει σταθερά επιδείνωση και καταστροφές.

Βασική αιτία για τη διατήρηση στην ηγεμονία και στην εξουσία της αστικής τάξης, είναι η κοινωνική αδράνεια και η παθητικότητα των ανθρώπων, που συνδέεται με τη σύγχυση στις διαθέσεις και στις συνειδήσεις των μαζών, με την απουσία πειστικής εναλλακτικής προοπτικής, με τη δυσφήμιση και απαξίωση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού λόγω της ήττας των πρώιμων επαναστάσεων του 20ού αι. αλλά και του συνόλου των μέχρι πρόσφατα καθιερωμένων μορφών, σχημάτων και τάσεων της επαναστατικής και μεταρρυθμιστικής έως καθεστωτικής αριστεράς.

Ανάγκη επαναστατικοποίησης της συνείδησης και συγκρότησης κοινωνικοπολιτικού υποκειμένου.

Αυτό το οποίο κατά τον εγγύτερο τρόπο οδηγεί άτομα και συλλογικότητες στο να συνειδητοποιούν σε ποικίλους βαθμούς την ανάγκη ενεργού συμμετοχής τους στο κοινωνικό όλο, δεν είναι η στασιμότητα, το απαράλλακτο, αλλά ακριβώς η ανάγκη μεταβολής των σχέσεων παραγωγής και ευρύτερα του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων. Η κοινωνική συνείδηση προσιδιάζει στον άνθρωπο, ο οποίος είναι προσωπικότητα, δηλαδή στο άτομο το οποίο συνειδητά διαθλά το κοινωνικό μέσω της ατομικότητάς του, αφομοιώνει το κοινωνικό και το μετατρέπει σε εσωτερικά παρόν, κατά τρόπο ώστε η δραστηριότητά του να κατευθύνεται από τη συνειδητοποίηση της θέσης και του ρόλου του εντός της κοινωνίας ως ολότητας.

Επομένως, η κοινωνική συνείδηση χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, όπου και όποτε αυτός δεν λειτουργεί ως παθητικό αντικείμενο, ως ενεργούμενο, αλλά γίνεται ενεργητικό κοινωνικό υποκείμενο, δηλαδή, ένα ον που μετασχηματίζει σκόπιμα τις κυρίαρχες σχέσεις, τις σχέσεις παραγωγής, το κυρίαρχο καθεστώς και ευρύτερα, τους αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής του. Τουναντίον, όπου και όποτε ο άνθρωπος λειτουργεί ως παθητικό αντικείμενο, ως ενεργούμενο που αποδέχεται άκριτα τις κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής, τους θεσμούς και ευρύτερα τους καθιερωμένους αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής του, στον ψυχικό του βίο δεσπόζει το ασυνείδητο στοιχείο, ακόμα και εντός των αναγκαίων για την ύπαρξή του στην κοινωνία συνειδητών λειτουργιών.

Από αυτή την άποψη, στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία, η αναγκαιότητα της γνώσης και της συνείδησης είναι ευθέως ανάλογη της ωρίμανσης της αναγκαιότητας μετασχηματισμού των σχέσεων παραγωγής, του τρόπου παραγωγής και συνολικά, των αντικειμενικών όρων και ορίων ύπαρξης του ανθρώπου. Όπου και όποτε δεν τίθεται θέμα μετασχηματισμού των εν λόγω όρων και ορίων, εκπίπτει και το ζήτημα του κοινωνικού υποκειμένου αυτού του μετασχηματισμού, εκπίπτει και το ζήτημα της συνείδησης, της προσωπικότητας, ενώ το άτομο ανάγεται στην ασυνείδητη σωματική αμεσότητά του και στη ζωώδη πλευρά των αναγκών του. Και αντιστρόφως, όπου και όποτε τίθεται επιτακτικά θέμα μετασχηματισμού των εν λόγω όρων και ορίων, εγείρεται επιτακτικά και το ζήτημα του κοινωνικού, πολιτικού και ευρύτερα πολιτισμικού υποκειμένου αυτού του μετασχηματισμού, το ζήτημα της γνωσιακής και συνειδησιακής συγκρότησής του ως προσωπικότητας και συλλογικότητας, ενώ το άτομο και η ομάδα αναβαθμίζονται μιας και αίρονται στο ύψος της συνειδητής και μετά λόγου γνώσεως συνεισφοράς στην καθολική ανάπτυξη της κοινωνίας ως ολότητας.

Επισημαίνω, ότι αν και το ασυνείδητο είναι παρόν στο συνειδητό βίο, ως σύμφυτο σε ανηρημένη μορφή με τις εκφάνσεις του τελευταίου, η παρουσία του –τηρουμένων αμετάβλητων των λοιπών όρων– είναι αντιστρόφως ανάλογη του επιπέδου ανάπτυξης της προσωπικότητας, της δραστηριότητας και της κοινωνίας την οποία αυτή διαθλά. Μ' άλλα λόγια, όσο λιγότερο ανεπτυγμένος κοινωνικά και πολιτισμικά είναι ένας άνθρωπος ή μια συλλογικότητα, τόσο πιο πολύ υπερτερούν στη ζωή τους ασυνείδητα και όχι συνειδητά στοιχεία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι στις δευτερεύουσες, ιστορικά περιορισμένες και περιοριστικές μορφές της κοινωνικής συνείδησης που συνδέονται με την ύπαρξη κοινωνικών ανταγωνισμών και ελλείμματος αυθεντικής προσωπικότητας και συλλογικότητας (πολιτική, δίκαιο και θρησκεία), είναι χαρακτηριστική η εξ υπαρχής λίγο πολύ άμεση σύμφυση αυτών των μορφών με ασυνείδητες, ενστικτώδεις, βιωματικές, αγελαίες, κομφορμιστικές έως και ζωώδεις κ.ο.κ. μορφές (αυτό είναι ιδιαίτερα έκδηλο στη θρησκεία). Έτσι, π.χ. για την εν πολλοίς ασυνείδητη πολιτική στράτευση, η βιωματική, αγελαία, κομφορμιστική κ.ο.κ. αίσθηση του «ανήκειν» («είναι δικός μας») κατισχύει έναντι των συνειδητών-ορθολογικών στρατηγικών και τακτικών σκοπών, εάν δεν τους υποκαθιστά πλήρως (εξ' ου και ο χονδροειδής αγελαίος οπαδισμός - φανατισμός).

Γενικότερα, το ασυνείδητο στοιχείο υπερτερεί έναντι του συνειδητού σε εκείνες τις ιδεολογικές και κοσμοθεωρητικές τάσεις, αρχές, κατευθύνσεις, οργανώσεις κ.ο.κ., όπου ως πρόταγμα και στάση ζωής, με τη μία ή την άλλη μορφή, τίθεται η εκ των πραγμάτων διατήρηση, η συντήρηση των αντικειμενικών όρων και των ορίων ύπαρξης του ανθρώπου, άρα υποβαθμίζεται ή και ακυρώνεται η θέση και ο ρόλος του ως υποκειμένου, μιας και στρατηγική επιβίωσης του ανθρώπου εδώ γίνεται η προσαρμογή στο «είναι ως έχει» και όχι η εμπλοκή του υποκειμένου αλλαγή των όρων και των ορίων ύπαρξης του ανθρώπου που προϋποθέτει συνείδηση.

Μπορούν άραγε όλοι οι άνθρωποι να αρθούν ανά πάσα στιγμή σε αυτό το ύψος; Στις ανταγωνιστικές βαθμίδες της ανάπτυξης της κοινωνίας, οι ανθρώπινες ενέργειες καθορίζονται από την ταυτότητα, τη διαφορά, την αντίθεση, την αντίφαση και το συσχετισμό των συμφερόντων ατόμων, ομάδων και κοινωνίας συνολικά. Τα υλικά συμφέροντα ως μορφή εκδήλωσης-συνειδητοποίησης των αναγκών των ανθρώπων, καθορίζουν σε τελευταία ανάλυση ως αναγκαιότητα τα εκάστοτε όρια της δράσης ατόμων, ομάδων και της κοινωνίας συνολικά. Καθορίζουν δηλαδή το εκάστοτε φάσμα δυνατοτήτων δράσης, η μεν είτε η δε πραγμάτωση των οποίων συνιστά ταυτόχρονα και αλλαγή αυτής της αναγκαιότητας από τον άνθρωπο ως υποκείμενο με συνείδηση και αυτοσυνείδηση. Τα συμφέροντα εμπεριέχουν σε ανηρημένη μορφή τις οργανικές ανάγκες, τις ανάγκες και τους σκοπούς της παραγωγής και των σχέσεων παραγωγής.

Δεδομένου ότι συνιστούν ένα περίπλοκο και πολυεπίπεδο φαινόμενο, τα αντικειμενικά συμφέροντα -ιδιαίτερα στις ανταγωνιστικές κοινωνίες- δεν συνειδητοποιούνται άμεσα από τους ανθρώπους, είτε δεν συνειδητοποιούνται άμεσα σε αντιστοιχία με τους (επιστημονικά διαγνώσιμους) αντικειμενικούς προσδιορισμούς τους. Η διάγνωση και η συνειδητοποίησή τους προσκρούει στην αντικειμενική φαινομενικότητα (εκδήλωση της ουσίας σε αντεστραμμένη μορφή μέσω κάποιας απ' τις εκφάνσεις της), σε φαινόμενα φετιχισμού (του εμπορεύματος, του χρήματος, του κύρους και της αυθεντίας οργανωτικών σχημάτων, θεσμών και ηγεσιών κ.λπ.) και σε πληθώρα συνακόλουθων αυταπατών, μυθευμάτων και ιδεολογημάτων, η υπέρβαση των οποίων προϋποθέτει επαναστατική-μετασχηματιστική στάση έναντι της εκάστοτε υφιστάμενης καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, αλλά και επιστημονική-θεωρητική γνώση της κοινωνικής αναγκαιότητας και νομοτέλειας.

Η άρση του συγκρουσιακού χαρακτήρα των συμφερόντων συναρτάται με τη νομοτέλεια της ενοποίησης της ανθρωπότητας, με την επίτευξη της οποίας, η ενότητα μεταξύ ατόμων, ομάδων και κοινωνίας συνολικά θα προσλάβει και τα χαρακτηριστικά της θεμελιώδους ενότητας υλικών συμφερόντων.

Η πολιτική είναι ένα περίπλοκο συγκρουσιακό πεδίο αισθημάτων, συναισθημάτων, βιωμάτων, σκέψεων, σχέσεων, αλλά κατά κύριο λόγο πράξεων, ορμώμενων από τη συνειδητοποίηση της ουσιώδους διαφοράς, αντίθεσης και αντίφασης του δρώντος έναντι του αποδέκτη της δράσης, για την επίτευξη (ικανοποίηση, εδραίωση κ.λπ.) υλικών συμφερόντων (για αυτό και ο πόλεμος αποτελεί ακραίο τρόπο άσκησης πολιτικής μέσω του οποίου προωθείται μεν στο έπακρο η σκοπιμότητα ορισμένων υλικών συμφερόντων, αλλά και αναδεικνύεται εν πολλοίς απροκάλυπτα η αντιφατικότητα αυτών των συμφερόντων, μέσω της επιτακτικής ανάγκης επαναπροσδιορισμού τους). Οι εκάστοτε νικητές αυτού του συσχετισμού και της διαπάλης, οι φορείς των κυρίαρχων υλικών συμφερόντων, επιβάλλουν στην ηττημένη, στην υποταγμένη πλευρά τα δικά τους υλικά συμφέροντα, ως δήθεν κοινά (κοινωνικά, δημόσια, εθνικά κ.λπ.) συμφέροντα νικητών και νικημένων, κυρίως μέσω του δικαίου (εθνικού και διεθνούς), με την κατάλληλη για κάθε ιστορική συγκυρία συνδυαστική χρήση καταστολής και συναίνεσης και με τη δέουσα ιδεολογική-ρητορική και «επιστημονική» κάλυψη.

Η πολιτική εξουσία ασκείται για τη διασφάλιση (βίαια ή μη, κατασταλτικά ή συναινετικά) της υπαγωγής των ανθρώπων στους κανόνες και στις φερόμενες ως γενικές κοινωνικές σκοποθεσίες του εκάστοτε (ιστορικά συγκεκριμένου) τύπου διοίκησης. Βασικό διακύβευμα της πολιτικής είναι ο αγώνας για κυριαρχία και υποταγή, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται τελικά το ποιος και πώς θα έχει στη διάθεσή του τα μέσα της άγρας και της παραγωγής, ενόσω θα είναι αναγκαία η άνιση σχέση προς τα μέσα άγρας και παραγωγής των διαφόρων ανθρώπων, ομάδων και ενώσεων. Ο αγώνας αυτός είναι συνυφασμένος με την ύπαρξη της ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί των μέσων άγρας και παραγωγής, και θα διεξάγεται όσο θα υπάρχει άνιση πρόσβαση των μελών της κοινωνίας στη διάθεση των μέσων άγρας και παραγωγής, άρα και των μέσων κατανάλωσης, όσο παραμένει ανέφικτη η διασφάλιση πρόσβασης όλων των μελών της κοινωνίας σε δημιουργική εργασία, όσο η τεχνολογικοί και χωροταξικοί όροι της παραγωγής επιβάλλουν ή επιτρέπουν τον κατακερματισμό της παραγωγής, την ανισότητα και τον ανταγωνισμό μεταξύ των παραγωγών.

Οι βιολογικά απαραίτητες ανάγκες είναι κοινές στον άνθρωπο και στα ζώα, είναι εν πολλοίς ζωώδεις ανάγκες. Ως εκ τούτου η πολιτική, ως συμπυκνωμένη έκφραση του αγώνα των ανθρώπων για τα πραγματικά μέσα και τους τρόπους ικανοποίησης πρωτίστως αυτών των ζωωδών αναγκών, είναι εκδήλωση του εισέτι μη εξανθρωπισμένου χαρακτήρα των ανθρώπινων σχέσεων και ως τέτοια περικλείει το ζωώδες στοιχείο. Άρα και οι περί την πολιτική αντιλήψεις, σκέψεις, συναισθήματα και πράξεις δεν χαρακτηρίζονται κατεξοχήν από το καθαυτό ανθρώπινο, από το καθαυτό κοινωνικό και συνειδητό στοιχείο. Στο βαθμό που η πολιτική σύγκρουση επιτείνεται, οι αντίμαχοι και ανταγωνιστές υποχρεούνται εκ των πραγμάτων να μετέρχονται κάθε μέσου, να επιδιώκουν την επίτευξη των σκοπών τους με θεμιτά και αθέμιτα (αμυντικά και επιθετικά, συμμετρικά και ασύμμετρα) μέσα, δηλ. με κάθε τρόπο. Αυτό ισχύει σε βαθμό ευθέως αντίστοιχο της ιδιοτέλειας των σκοπών που πρεσβεύει ο κάθε αντιμαχόμενος, αλλά και της οξύτητας, του αδυσώπητου χαρακτήρα του αγώνα για επιβίωση, γεγονός που εξ αντιδιαστολής επιδρά και στον ανιδιοτελή αντίπαλο-πόλο. Στο βαθμό που ισχύει αυτό, η ιδιοτελής πολιτική σκοπιμότητα υποτάσσει την ηθική προβληματική, γεγονός ιδιαίτερα έκδηλο σε συνθήκες κρίσης. Αυτό ακριβώς οδηγεί στην κοινή πεποίθηση περί της πολιτικής (και περί των κατ’ επάγγελμα πολιτικών) ως υπόθεσης ανήθικης, συνυφασμένης με δόλο και απάτη, ως «βρώμικης δουλειάς».

Ο αγώνας αυτός για την επικράτηση, για την εξουσία και την κυριαρχία μέρους της κοινωνίας επί άλλου μέρους της κοινωνίας, ως συμπυκνωμένη έκφανση του αγώνα για επιβίωση, περνά ιστορικά από διάφορες φάσεις: από έντονες αδυσώπητες συρράξεις (εξεγέρσεις, επαναστάσεις, πολέμους, κοινωνικούς-ταξικούς πολέμους πολιτών), μέχρι περιόδους σχετικά ειρηνικής συνύπαρξης των αντιμαχομένων, μέχρι την επόμενη αλλαγή των συσχετισμών των δυνάμεων και των αντιμαχομένων στρατοπέδων.

Βάσει των προαναφερθέντων, υπάρχει περίπλοκο και πολυεπίπεδο πλέγμα διασύνδεσης επιστήμης, επαναστατικής θεωρίας και πολιτικής. Η πολιτική δεν μπορεί να αγνοεί την επιστήμη, την επαναστατική θεωρία, ούτε και η επιστήμη την πολιτική. Σημαντική θέση αναφορικά με την αποτελεσματικότητα κάθε πολιτικής, έχει και η περί πολιτικής επιστήμη (φιλοσοφία, κοινωνική θεωρία, κοινωνιολογία, πολιτική οικονομία, κοινωνική ψυχολογία, ψυχολογία κ.ο.κ.) ως συμβολή στη διάγνωση, χάραξη και θεμελίωση των προοπτικών, της στρατηγικής και τακτικής της εκάστοτε ασκούμενης πολιτικής. Στο βαθμό που στην πολιτική εμπλέκονται συμφέροντα και ασυνείδητες εκφάνσεις των τελευταίων ποικίλων τύπων και επιπέδων, στο βαθμό που η πολιτική παρουσιάζει ομοιότητες και με την παιδαγωγία, η πολιτική δεν συνιστά και δεν μπορεί να συνιστά αποκλειστικά επιστημονικό-ορθολογικό πεδίο. Περικλείει ζωώδεις-υποσυνείδητες (σε βαθμό ευθέως ανάλογο της εμπλοκής βάσει κατ' εξοχήν ζωωδών, παρασιστικών, κομφορμιστικών κ.ο.κ. ιδιοτελών αναγκών-συμφερόντων), αλλά και διαισθητικές-υπερσυνειδητές (όπου απαιτείται επιτελικότητα και στρατηγική σκέψη πέραν του άμεσα δεδομένου και ιδιαίτερα, στο βαθμό που προτάσσεται η στρατηγική ενοποίησης της ανθρωπότητας). Έτσι, η πολιτική είναι και θα είναι όσο υπάρχει ένα πεδίο, το οποίο επιτάσσει εμπλοκή του υποκειμένου με ποικίλους συνδυασμούς συνειδητού και ασυνείδητου, πολιτισμού και βαρβαρότητας, επιστήμης και τέχνης (διαίσθησης, διορατικότητας, κ.ο.κ.), όπως άλλωστε και ο πόλεμος.

Η πολιτική και το δίκαιο ως εκφάνσεις και τρόποι ύπαρξης και λειτουργίας των σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής, μέσω αντίστοιχων τύπων κανονιστικών-ρυθμιστικών πλαισίων της ανθρώπινης συμπεριφοράς, είναι δυνάμεις κατεξοχήν αλλοτριωμένες και αλλοτριωτικές. Με αυτή την ιδιότητά τους προσφέρονται για ανορθολογικές μυστικοποιήσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι καθ’ ολοκληρία ένα πεδίο ανορθολογικό και μυστικιστικό. Το ανορθολογικό και μυστικιστικό στοιχείο προβάλλει στο προσκήνιο εφόσον η πολιτική (οι πολιτικές παρατάξεις, τα κόμματα, οι θεσμοί κ.ο.κ.) δεν εξετάζονται επιστημονικά, ως ιστορικά συγκεκριμένα και παροδικά μορφώματα, αλλά ως ανιστορικές, «υπεράνω ιστορίας» κείμενες οντότητες, αναγκαίες στο διηνεκές (βλ. π.χ. τα περί «αιώνιων δημοκρατικών αξιών» ιδεολογήματα αλλά και αυτά περί του εσαεί «νέου τύπου» κόμματος, με την εσαεί «σωστή γραμμή»).

Αυτή η πρακτική αυταπάτη (που αποτελεί και τη βάση της γενικευμένης ταύτισης της συνείδησης με τη συλλογική συνείδηση και τη συνοχή της κοινωνίας στον κοινωνιολογισμό τύπου Ντυρκέμ) έχει συγκεκριμένες ιστορικές πηγές. Όλη η ιστορική διαδικασία της πρωταρχικής εμφάνισης και διαμόρφωσης της κοινωνίας, είναι μια διαδικασία βαθμιαίας διάκρισης των κοινωνικών σχέσεων από τις φυσικές, μετατροπής των «κοινωνικών ζώων» που προαναφέραμε σε προσωπικότητες. Αυτό αφορά ιδιαίτερα τα στάδια ανάπτυξης της κοινωνίας, όπου οι άνθρωποι προσπορίζονται τα προς το ζην με παραγωγικές δυνάμεις άμεσα δεδομένες από τη φύση (βλ. π.χ. άγρα, γεωργία, κτηνοτροφία), με σχέση προς την εργασία ως μέσο για την ικανοποίηση βιολογικών αναγκών και συνεπώς σε αρκετές ουσιώδεις σχέσεις τους δεν διέκριναν τον εαυτό τους από τη φύση (ιδιαίτερα επί δουλοκτησίας και φεουδαρχίας, αλλά εν μέρει και επί κεφαλαιοκρατίας). Καθ’ όλο αυτό το διάστημα οι άνθρωποι δεν είναι κυριολεκτικά προσωπικότητες και δεν συνειδητοποιούν εαυτούς ως προσωπικότητες (και ως εκ τούτου, οι οργανωτικές δομές τους έχουν έντονα αγελαία στοιχεία), ενώ η ηθική συνείδηση παραμένει πλευρά της υπό διαμόρφωση κοινωνικής συνείδησης, δυσδιάκριτη από τις υπόλοιπες πλευρές της.

Η ελευθερία και η ισότητα των ανθρώπων (προϋποθέσεις αναγκαίες για τη διάκριση της ώριμης ηθικής συνείδησης) διακηρύσσονται με την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας, οπότε και καθίσταται εφικτή για πρώτη φορά η πρωταρχική διάκριση της ηθικής, ως καθολικής σχέσης. Επί κεφαλαιοκρατίας όμως οι διακηρυσσόμενες ισότητα, ελευθερία και αδελφότητα, σε επίπεδο κοινωνικής συνείδησης, αφενός μεν προβάλλουν ως μετεξέλιξη-τροποποίηση της μεταφυσικής-μυστικιστικής αντίληψης περί ισότητας κ.ο.κ. των ανθρώπων ενώπιον του θεού (βλ. εκκοσμίκευση), αφετέρου δε -λόγω της μεγιστοποίησης της αντιφατικότητας των υλικών συμφερόντων- με την καθεστωτική εδραίωση της κεφαλαιοκρατίας, καθίστανται τυπικές διακηρύξεις, υποκατάστατα αυθεντικών σχέσεων προσωπικοτήτων, υπό το κράτος της πολιτικής και του δικαίου, στα πλαίσια των οποίων έχουν κατεξοχήν αρνητικό-αποφατικό χαρακτήρα (βλ. την αναγωγή τους στην προβληματική των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων, δηλ. στο τι επιτρέπεται, τι απαγορεύεται και τι επιβάλλεται κ.λπ., με αντίστοιχες ανταμοιβές και ποινές, εντάξεις και αποκλεισμούς, συναίνεση και καταστολή). Εξ ου και η δογματική προσκόλληση των ατόμων και ομάδων που αδυνατούν να υπερβούν τον ορίζοντα των αστικών σχέσεων στη στενά πολιτική και δικαιική θεώρηση της ελευθερίας και της ισότητας.[1] Στη θέση της ισότητας αναδεικνύεται η αύξουσα ανισότητα πόρων και πλούτου, στη θέση της ελευθερίας η αποκλειστική ελευθερία του κεφαλαίου και ο πειθαναγκασμός στην κυριαρχία των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών, στη θέση της αδελφότητας ο άκρατος ανταγωνισμός.

Συχνά, η άκρατη ιδιοτέλεια παρουσιάζεται ως δήθεν βιολογικός νόμος. Ωστόσο, στα ανώτερα ζώα παρατηρούνται «αλτρουιστικές» συμπεριφορές, κατά τις οποίες εκείνο που διαδραματίζει τον κύριο ρόλο στη συμπεριφορά του ατόμου, δεν είναι η επιβίωση του ίδιου ως μεμονωμένου ατόμου, αλλά η αναγκαιότητα διατήρησης της ζωής του είδους (του γένους) ως όλου. Τέτοιου τύπου συμπεριφορές συνιστούν τρόπον τινά βιολογική προϋπόθεση του αυθεντικού ηθικώς πράττειν, του πράττειν χάριν της ενότητας και της επιβίωσης του ανθρώπινου γένους.

Όταν καθίσταται εφικτή η ικανοποίηση των αναγκών των μελών της κοινωνίας υπεράνω του άκρως απαραιτήτου ελαχίστου των προς το ζην πόρων, οι αλληλεπιδράσεις των ανθρώπων υποδιαιρούνται σε εξωτερικές και εσωτερικές. Συνάμα (βλ. Βαζιούλιν “Η Λογική της Ιστορίας” εκδ. ΚΨΜ), διακρίνονται ως σχετικά αυτοτελείς σφαίρες του κοινωνικού γίγνεσθαι η πολιτική και το δίκαιο –ως ιδιότυπη έκφανση των κατεξοχήν εξωτερικών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων (ως έκφανση της κατεξοχήν εξωτερικής ομοιότητας των ανθρώπων και ως κατεξοχήν εξωτερική ενότητα των ανθρώπων)– και η ηθική, ως ιδιότυπη σφαίρα έκφρασης των κατεξοχήν εσωτερικών δεσμών των ανθρώπων. Στον βαθμό που εσωτερικοί και εξωτερικοί δεσμοί αντιδιαστέλλονται, τα πεδία αφενός της ηθικής, αφετέρου της πολιτικής και του δικαίου αντιδιαστέλλονται επίσης και εν πολλοίς αλληλοαναπαράγονται, αλληλοπροσδιορίζονται αλληλοαποκλειόμενα. Η σχέση αυτή εκφράζεται αφενός, με την υπαγωγή της ηθικής στην ιδιοτελή πολιτική (πάντα ηθικολογικά επενδεδυμένη, με ρητορική περί του «κοινού καλού», περί «εθνικού συμφέροντος» και περί ανάγκης «συνοχής» και «συναίνεσης» στο λόγω των κυρίαρχων) ή στο δικαιικό φορμαλισμό (με πολλαπλά μέτρα και σταθμά), με την φαρισαϊκή υποκρισία, με την επιβολή της κυρίαρχης εκδοχής ηθικής, κ.ο.κ., και αφετέρου, με την αναγωγή της ηθικής σε υπεράνω του κοινωνικού γίγνεσθαι απόλυτες και αφηρημένες ανιστορικές αρχές ενός θρησκευτικού, ακαδημαϊκού κ.λπ. δεοντολογισμού. Εδώ έγκειται η βάση της χαρακτηριστικής για την ιδιοτελή (ή/και βλακώδη) πολιτική διάστασης λόγων και έργων, του κυνικού αμοραλισμού κ.ο.κ. Η κατάσταση επιτείνεται λόγω του ότι σε αυτή την περίπτωση, οι εξωτερικοί δεσμοί προβάλλουν ως εσωτερικοί και τανάπαλιν. Τότε, στο επίπεδο της καθημερινής συνείδησης και του κοινού νου, ενδέχεται να ανακύπτουν ποικίλες αντιλήψεις περί δικαιοσύνης και αδικίας, ωστόσο, μόνο η επιστημονική έρευνα, η κοινωνική θεωρία και η αυθεντική φιλοσοφία μπορούν να αναδείξουν τόσο την αντικειμενική βάση πράξεων, στάσεων και συμπεριφορών, όσο και την αναπτυσσόμενη και μη ορατή στην επιφάνεια τάση ενοποίησης της ανθρωπότητας.

Ωστόσο, η ριζική ανασυγκρότηση της ανθρωπότητας ως εσωτερικά ενιαίου όλου, η μετάβαση στην αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία, δεν συνιστά απλή ηθική αξίωση αποκατάστασης της δικαιοσύνης, αλλά μια αδήριτη αναγκαιότητα, η μη επίτευξη της οποίας θα οδηγήσει νομοτελώς στην αυτοκαταστροφή.

Η επαναστατική δραστηριότητα ως πραγματικότητα της ανθρώπινης κοινωνίας. Για την αντιστοιχία-αναντιστοιχία υποκειμένου, υλικών και οργανωτικών μέσων μετασχηματιστικής επενέργειας στην κοινωνία.

Η συνειδητή δραστηριότητα των ανθρώπων ως κοινωνικών υποκειμένων, περιλαμβάνει και ορισμένη συνένωση, οργάνωση, καθώς και υλικά μέσα για την επενέργεια στην οικονομική βάση, που συγκροτούν το εποικοδόμημα. Το τελευταίο καθορίζεται μεν από την οικονομική βάση χωρίς να ανάγεται επ’ ουδενί λόγω σε αυτήν. Η ως άνω «υλική θεσμικότητα» του εποικοδομήματος διαφέρει από τις σχέσεις παραγωγής κατά το ότι οι σχέσεις του εποικοδομήματος αφενός μεν προϋποθέτουν γνώση (θεωρία, μεθοδολογία) και συνείδηση, αφετέρου δε, κατά τη διαμόρφωσή τους, περνούν ως όλο μέσω της κοινωνικής συνείδησης και κατευθύνονται από αυτήν. Επιπλέον, το εποικοδόμημα υφίσταται ως σχετικά αυτοτελές επίπεδο της δομής της κοινωνίας αντιτιθέμενο στη βάση, κυρίως επί κεφαλαιοκρατίας. Γενικότερα, το εποικοδόμημα διαλαμβάνει το κράτος, αλλά δεν ανάγεται πλήρως σε αυτό.

Ως εκ τούτου, το εποικοδόμημα δεν συνιστά δραστηριότητα κάποιας «καθαρής» συνείδησης. Αυτή η «υλική θεσμικότητα» του εποικοδομήματος, προσδίδει υλικές ιδιότητες και στην εντός και μέσω αυτού ασκούμενη δραστηριότητα. Η τελευταία δεν ανάγεται σε κατασκευή προειλημμένων σχημάτων κατά το δοκούν (όπως θα συνέβαινε κατά τη σταθερή επανάληψη της πραγμάτωσης μιας και της αυτής κοινωνικής δραστηριότητας με πανομοιότυπα υλικά-οργανωτικά μέσα και πράξεις).

Η δραστηριότητα που αναπτύσσεται εδώ είναι μεν εκ νέου υλική-αντικειμενική δραστηριότητα («παράγει» αποτελέσματα επί του όλου της κοινωνίας), ωστόσο, είναι μια δραστηριότητα άλλου τύπου και επιπέδου εν συγκρίσει προς την παραγωγή (άρα και με άλλου τύπου εμπλοκή των υποκειμένων ως προσωπικοτήτων): διαυγάζεται από ορισμένη συνείδηση της κοινωνίας ως όλου.

Στο εποικοδόμημα, ως πεδίο συγκροτούμενο εξ υπαρχής μέσω της συνειδητής σε ποικίλους βαθμούς ένταξης σε αυτό των ανθρώπων, με οργανωτική συγκρότηση ποικίλων μορφών και επιπέδων και υλικά μέσα, περικλείεται σε ποικίλους βαθμούς η επιστήμη, αξιοποιούνται επιστημονικές γνώσεις και τεχνολογίες. Η όποια τελεσφόρα εκπόνηση στρατηγικών και τακτικών στο επίπεδο του εποικοδομήματος, η θεσμική και οργανωτική δομή του και η ενεργοποίηση υλικών μέσων, επιτάσσουν σε διάφορους βαθμούς και επίπεδα τη χρήση της επιστήμης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εμπλοκής σε ευρεία κλίμακα της επιστήμης και της τεχνολογίας, είναι εκείνο το μέρος του εποικοδομήματος επί κεφαλαιοκρατίας, που αφορά τις δυνάμεις χειραγώγησης, ελέγχου και καταστολής για τη διασφάλιση, εδραίωση, εμβάθυνση και επέκταση της κυριαρχίας, τις ένοπλες δυνάμεις, τα οργανωτικά και τεχνικά μέσα διεξαγωγής του ψυχολογικού και υλικού πολέμου. Είναι κολοσσιαία η ισχύς και η κλίμακα αυτών των μέσων και η επιτακτική ανάγκη επιστράτευσης και ενσωμάτωσης εντός τους προηγμένης επιστήμης και τεχνολογίας, οργανικά συνδεδεμένων με την παραγωγή.

Το ίδιο το εποικοδόμημα, δεν υφίσταται ως μονοσήμαντα δεδομένο στην κυριαρχία των εκάστοτε νικητών κατά τη σύγκρουση συμφερόντων, του εκάστοτε κυρίαρχου καθεστώτος και της ιδεολογίας του. Το ίδιο συνιστά πεδίο (εθελούσιας ή/και καταναγκαστικής) διαμεσολαβημένης έκφρασης, ενοποίησης, διαχείρισης, συνεργασίας αλλά και διαπάλης ομάδων ανθρώπων (τάξεων, στρωμάτων, κοινωνικών συμμαχιών, ποικίλων θεσμών, πολιτικών κομμάτων, οργανώσεων κ.ο.κ.) που συγκρούονται ή συνενώνονται προς επίτευξη σκοπών τους (ή/και προς ακύρωση-καταπολέμηση αντίπαλων σκοπών) εντός του εποικοδομήματος και κυρίως μέσω αυτού, στο σύνολο της κοινωνίας.

Στην ταξική κοινωνία, ο εκάστοτε βαθμός ενσωμάτωσης των ανθρώπων στις κυρίαρχες δομές και λειτουργίες του εποικοδομήματος, με αντίστοιχη υιοθέτηση της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι ιστορικό διακύβευμα. Αυτός ο βαθμός ενσωμάτωσης, είναι αντιστρόφως ανάλογος της κρίσης και αμφισβήτησης, της εξάντλησης των όρων και των ορίων αντοχής και ανοχής των ανθρώπων, αναφορικά με τις κυρίαρχες υλικές σχέσεις και την έκφρασή τους στο εκάστοτε εποικοδόμημα (οργανωτική, υλική και ιδεολογική). Μάλιστα, οι όποιες αντιπολιτευόμενες τις κυρίαρχες δυνάμεις επαναστατικές ομάδες, μόνον εφόσον και καθόσον επιτύχουν αλλαγή των υφιστάμενων ή δημιουργία και ενεργοποίηση άλλων, εναλλακτικών δομών, φορέων, θεσμών, ιδεολογίας κ.ο.κ. –δηλ. αλλάζοντας τις ιδεατές-συνειδητές σχέσεις εντός τους στον ένα ή στον άλλο βαθμό– με αντίστοιχους σκοπούς, οργάνωση και υλικά μέσα, μπορούν να αντεπιδράσουν απο

Keywords
εν λόγω, http, ελλαδα, τίθενται, κψμ, αθηνα, σελ, αμιγώς, προβάλλει, υφίσταται, δηλ, σημαίνει, διηνεκές, γίγνεσθαι, αδήριτη, κινηση στους δρομους, αποτελεσματα δημοτικων εκλογων 2010, εκλογες 2010 αποτελεσματα , υπουργειο εσωτερικων, σταση εργασιας, αλλαγη ωρας 2012, κοινωνια, κομματα, αποτελεσματα, υιοθετηση, χωρες, γνωση, εργασια, ζωα, ηθικη, θεμα, κψμ, νομοτελεια, οικονομια, οκτωβριανη επανασταση, οξυ, πλαισιο, προγραμμα, σφαιρα, υψος, ψυχολογια, αδήριτη, αδρανεια, αμιγώς, ανθρωπος, ατομο, βρισκεται, γεγονος, γεωργια, γινεται, γίγνεσθαι, δεδομενο, διαστημα, δηλ, δυναμη, διηνεκές, δομη, δομικη, δολο, εγρηγορση, εγγυηση, εγχειρημα, υπαρχει, εκπαιδευση, εκφραση, ελευθερια, εν λόγω, εν μερει, εποχη, ερευνα, ερχεται, εσαει, εσωτερικων, ζωη, ζωης, ηγεμονια, ιδιο, ισχυει, υφίσταται, θεωρητικο, θεωρια, ιστορικο, ισχυς, κεφαλαιο, κυκλος, κλιμακα, κοινωνιολογια, λειτουργια, λογια, λογο, μορφη, προβάλλει, ομαδα, ορια, πεδια, πεδιο, πιο πολυ, ροη, ρηξη, ρητορικη, ρολο, σαφης, σελ, συγκεκριμενα, συνεχεια, συντηρηση, σκεψεις, ταυτοτητα, ταση, τίθενται, φυση, φορα, ψυχικο, αγωνας, http, δημητρης, γνωσεις, χωρα, ιδιαιτερα, ιουνιος, ομαδες, πηγες, σημαίνει, υλικα
Τυχαία Θέματα