Μάννα μου Ελλάς

Tweet Αρθρογράφος: Βαγγέλης Προβιάς

Πίστευα πάντα ότι η οικογένειά μου δεν ήταν… μία πραγματική οικογένεια. Η μητέρα μου είχε δύο παιδιά, με διαφορετικούς άντρες το καθένα, δεν παντρεύτηκε ποτέ (ούτε καν τους πατεράδες μας εμένα και της αδελφής μου) και μας ανάθρεψε και μας μεγάλωσε απολύτως μόνη.

Δούλευε σε νυχτερινά μαγαζιά, σε μπουζούκια. Ήταν τραγουδίστρια σε μια εποχή που το να δουλεύεις νύχτα δεν είχε καμία απολύτως σχέση με την γκλαμουριά που έφτασε να έχει κάποτε. Και που το να είσαι γυναίκα που τραγουδά σε νυχτερινά κέντρα ήταν

μόλις μερικά εκατοστά δίπλα στο να είσαι… εκδιδόμενη. Όλο αυτό δε, επιπλέον του αδιανόητου για τις μέρες μας στίγματος που κουβαλούσε το να είναι ανύπαντρη και μόνη μητέρα τις δεκαετίες του 1970, που γεννηθήκαμε εγώ και η αδελφή μου, και του 1980. Πέρασαν πολλά χρόνια ώστε το single mother να γίνει trendy και πολυάριθμη κατηγορία πληθυσμού με εξιδανικευμένη, ανάλαφρη παρουσία στα αμερικάνικα σήριαλ.

Η μητέρα μου ελειπε και μας έλειπε πολύ τότε. Ταξίδευε σε όλη την Ελλάδα, ανάλογα με το σε πιο μαγαζί έβρισκε δουλειά για τη σεζόν και όταν ήμασταν πολύ μικρά την φροντίδα μας την αναλάμβαναν νταντάδες. Αργότερα, όταν μεγαλώσαμε και μπορούσαμε πια να φροντίζουμε τον εαυτό μας, (σε μία ηλικία που η πλειοψηφία των άλλων παιδιών δεν πήγαινε καν σχολείο χωρίς συνοδό) ήμασταν μόνοι στο σπίτι, κρατούσαμε το νοικοκυριό, κάναμε τα ψώνια, καθαρίζαμε, πηγαίναμε στο σχολείο. Εκείνη ήταν μακριά σε κάποια επαρχιακή πόλη, σε κάποιο νησί, εργαζόμενη (και, υποψιάζομαι, περνώντας και καλά, ήταν τριαντάρα τότε, ορεξάτη και πανέμορφη). Κάθε 3 ή 4 μήνες, πολλές φορές και λιγότερο συχνά επέστρεφε στο σπίτι και έμενε μαζί μας μέχρι να έρθει η επόμενη προσφορά για δουλειά και να ξαναφύγει πάλι. Για καιρό. Και χαρίζοντάς μου ανακούφιση…

Ντρέπομαι που το λέω, αλλά υπήρχε ένα (μεγάλο) κομμάτι μέσα μου που προτιμούσε να λείπει, ειδικά όταν ήμουν στην εφηβεία μου. Η ζωή της ήταν πολύ δύσκολη, ακόμα και για τα δεδομένα μίας φτωχής χώρας, ακόμα και για τις σκληρές δεκαετίες του '50 και του '60 που μεγάλωσε. Οι δυσκολίες την έκαναν ένα δύσκολο άνθρωπο να αντιμετωπιστεί – ειδικά αν ήσουν ένα ευαίσθητο, μοναχικό αγόρι, καχύποπτο και μπερδεμένο. Είχε διαταραχές στην διάθεσή της (αυτό που λέμε σήμερα στα Αγγλικά mood disorders – τότε βέβαια δεν το λέγαμε έτσι), εκνευριζόταν πολύ και πολύ εύκολα, ήταν οξύθυμη. Επιπλέον, ανήσυχη μάλλον για το γεγονός ότι μεγαλώναμε χωρίς άμεση επίβλεψη, ήταν αυστηρή και καταπιεστική όταν είχε την δυνατότητα.

Αλλά παρά όλα αυτά μας μεγάλωσε καλά. Έτσι φαίνεται. Καμαρώνω για την αδελφή μου και τον τρόπο που διαχειρίζεται την οικογένειά της και τα ανιψάκια μου. Και όσον αφορά εμένα, δεν είναι βέβαια ευγενικό να γράψω ότι έχω προτερήματα… έχω όμως στη ζωή μου σπουδαίους φίλους, σπάνιους ανθρώπους. Και η δυνατότητά μου να τους έχω κοντά μου λέει κάτι για μένα θέλω να πιστεύω.

Μου πήρε πολλά χρόνια να καταλάβω και να αισθανθώ με την καρδιά μου (αυτό ήρθε πρώτο, το αίσθημα, το ένστικτο – μετά ακολούθησε η κατανόηση και συνειδητοποίηση) ότι όλα αυτά για τα οποία την κατηγορούσα - και ήταν πολλά, και για πολύ καιρό – δεν ήταν τίποτε άλλο στην πραγματικότητα αλλά μηχανισμοί και εργαλεία επιβίωσης. Και μοναδικές διαθέσιμες επιλογές. Κάπως έτσι ξεκίνησε η διαδικασία που οδήγησε στο να την συγχωρήσω. Και για τις απουσίες και για την συναισθηματική αστάθεια και για πολλά άλλα.

Και ύστερα άρχισα να αισθάνομαι και λίγο άδικος… όταν είδα πόσο περισσότερα και σοβαρότερα θέματα είχαν προκαλέσει οι «πραγματικές» οικογένειες σε φίλους και αγαπημένους, άρχισα να νιώθω και ευγνωμοσύνη. Για την αυθεντική τρυφερότητά της. Για το ότι με έμαθε να αγαπώ τα βιβλία. Για την συμπόνια της. Για το πώς ήταν απίστευτα δημοκράτισσα. Και αρκετά ακόμα. Δεν είχα την ευχέρεια να της το πω ποτέ γιατί ήμουν ακόμα έξαλλος μαζί της όταν πέθανε. Μόλις είχα κλείσει τα 20 τότε και η οργή μου πραγματικά δεν μετριόταν.

Τώρα πια είμαι 40. Έχουν περάσει 20 χρόνια από τότε που πέρασε στην από κει όχθη. Έκανα μεγάλο ταξίδι σε αυτό το διάστημα. Με πολλές στροφές, επιταχύνσεις, παρακάμψεις και πισωγυρίσματα. Αλλά, ίσως από τύχη, ίσως από έλλειψη άλλης επιλογής, έχω συμφιλιωθεί με την μητέρα μου.

Και τώρα ο επόμενός μου στόχος είναι να κάνω το ίδιο με την Ελλάδα. Η καρδιά μου μου το υπαγορεύει και δεν έχω κανέναν λόγο να μην την πιστέψω. Ότι όπως ακριβώς και με την μαμά μου, όλα αυτά για τα οποία την κατηγορώ, όλα όσα της προσάπτω δεν είναι παρά μηχανισμοί διαχείρισης και επιβίωσης. Μοναδικές διαθέσιμες επιλογές. Και πως αν κοιτάξω πέρα από την οργή και την τσαντίλα θα διακρίνω ένα άλλο στρώμα ανατροφής. Όχι ευδιάκριτο, όχι εύκολο, όχι απλό. Όχι ανώδυνο. Αλλά δικό μου.

toportal.gr

Ετικέτες: Βαγγέλης Προβιάς Tweet Share on

View the discussion thread.

Keywords
Τυχαία Θέματα