Αυτοκτονώ. Συγχώρα με…

23:39 25/11/2013 - Πηγή: Aixmi

Η παρακάτω ιστορία είναι προϊόν μυθοπλασίας και οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα είναι απλώς συμπτωματική.

Το ξυπνητήρι συνεπές στο ραντεβού των 6, τάραξε τη βελούδινη γαλήνη της χαραυγής και ανέβασε απότομα τους παλμούς της καρδιάς του.
Η συνέχεια προβλέψιμη, βαρετή, χωρίς επικές ανατροπές. Άφθονο νερό στο πρόσωπο, κόντρα ξύρισμα, ντύσιμο. Ήπιε σφηνάκι τον διπλό ελληνικό σκέτο που ετοίμασε η γυναίκα του, χωρίς να βγάλει άχνα. Από την απόλυσή της και έπειτα, η νοηματική έγινε η επίσημη τους

γλώσσα… Τα βλέμματά τους λένε όσα δεν τολμά να πει η ψυχή. Την κοιτά πνιγμένος στην απόγνωση. «Δες τα μάτια μου και διάβασε όσα λόγια λύπης θες», της είπε, δείχνοντας το απαγορευμένο βουνό με τις οικονομικές θηλιές που τον έπνιγαν.
Σηκώθηκε απότομα και πήρε τον χαρτοφύλακα στα χέρια.
Πριν φύγει, μπήκε με λαχτάρα στο παιδικό δωμάτιο για να φιλήσει τη μονάκριβη κορούλα του. Προσεκτικά, στις μύτες των ποδιών, μην την ξυπνήσει και την ξεμυτίσει από την αγγελουδένια αγκαλιά του Μορφέα. Κλείνοντας την πόρτα της κοντοστάθηκε, ψέλλισε κάτι μες τα δόντια του και έτρεξε με φόρα και πάλι προς το παιδί. Ψιθύρισε «σε λατρεύω καρδούλα μου» στο παιδικό αυτάκι, τα μάτια του κοκκίνισαν, η καρδιά του ράγισε και έπειτα ξεροκατάπιε αρκετές φορές, μπας και διώξει τον ρημαδιασμένο κόμπο που έπνιγε το λαιμό του. Προσεκτικά, να μην τον πάρουν χαμπάρι.
Ξεκίνησε για τη δουλειά σαν τον αμνό για το σφαγείο. Η διαδρομή τυφλοσούρτης, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οι ενδείξεις που είχε τόσο καιρό σύντομα θα μετατραπούν σε αποδείξεις.
Κι όντως. Το αφεντικό τον τσίμπησε από την είσοδο και τον οδήγησε υποχθόνια στο γραφείο του. Η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει. Το λογύδριό του μακροσκελές. Σημασία δεν του έδινε όσο μίλαγε. Αναρωτιόταν μόνο πώς καταφέρνει και βλέπει μέσα από τα γεμάτα δαχτυλιές και στίγματα τζάμια των γυαλιών του.
«Όπως καταλαβαίνεις αγαπητέ, η κρίση, η δυσμενέστατη για όλους οικονομική συγκυρία δεν μου αφήνει κανένα περιθώριο, θα σου δώσω μια εξαιρετική συστατική επιστολή, κλειδί πασπαρτού για την αγορά εργασίας στην οποία βγαίνεις επίσημα από σήμερα. Καλημέρα και καλή τύχη».

Τί κι αν δούλευε σα μυρμήγκι νυχθημερόν για πάρτη του; Τί κι αν έδωσε και την ψυχή του για την εταιρία του big boss; Δεν τσαμπουκαλεύτηκε, δεν χτύπησε το χέρι στο τραπέζι για την κατάφορη αδικία, δεν προσπάθησε καν να τον μεταπείσει. Ενσάρκωσε αδιάφορα τον Μουγκοθόδωρο. Με το βλέμμα καρφωμένο στο λεκιασμένο γυαλί του διευθυντή και το κεφάλι σκυφτό στο πάτωμα σαν προσκυνητής σε Μονή. Δεν τον ένοιαζε πια. Μικρή σημασία είχε. Μάζεψε τα κομμάτια του και αποχώρησε βουβός με ανησυχητικά ραγισμένα μάτια από το κτίριο.
Μπήκε στο αυτοκίνητο κι έλυσε τη γραβάτα.

Άναρθροι ακαταλαβίστικοι ήχοι απόγνωσης έβγαιναν μέσα από το στόμα του. Οι ζωή του είχε καταστραφεί, σκέφτηκε. Κατεστραμμένη από το θεμελιώδες λάθος της ένωσής του με σκοτεινές δυνάμεις, που είχαν στηρίξει μια μόνιμη θανατηφόρο δέσμευση σε ένα πρόσκαιρο αίσθημα σωτηρίας. Χωρίς μέλλον, χωρίς ελπίδα, χωρίς ορίζοντες, χωρίς χαμόγελα, χωρίς οξυγόνο.

«Αφού έχασα τα πάντα, ακόμα και την ελπίδα, η ζωή γίνεται ατίμωση και ο θάνατος καθήκον.
Συγχώρα με κορούλα μου, θα σε αγαπώ αιώνια. Όποτε βρέχει ο ουρανός, οι σταγόνες θα’ ναι τα δάκρυά μου από ’κει ψηλά που θα σ’ αγγίζουν»…
Η σφαίρα συνεπής στο μακάβριο ραντεβού που κανόνισε, τάραξε τη βελούδινη γαλήνη του σούρουπου και διέκοψε για πάντα τις σφύξεις της καρδιάς του.

Keywords
Τυχαία Θέματα