Ένα χάδι

03:00 3/3/2012 - Πηγή: Aixmi

Κοιτά τα μάτια του στον καθρέφτη. Που βρέθηκαν στα μάτια του τόσες ρυτίδες και ζαρώματα αναρωτιέται. Πως γίνανε έτσι; Πενηνταπέντε χρόνια τα κουβαλά μαζί του και όχι πως τα πρόσεχε, μα έτσι δεν τα θυμάται. ‘Αλλα τον νοιάζανε πάντα. Να προλάβει, να φέρει, να δώσει, να φυλάξει. Και τότε στα νιάτα του, πάνω στο χνουδάτο δέρμα του μα και μετά που μέστωσε και έδεσε, τα μάτια του δεν τα πρόσεχε. Τόμους, βιβλία διάβασε, αντοχές δυναμικές, και μέσα και έξω, στην επαρχία δέκα χρόνια μέχρι να φθάσει στην υπηρεσία. Και τι δεν πέρασαν μπροστά απ’ αυτά τα μάτια.

Όνειρα, σχέδια, αγάπες, θεμέλια μιας

ζωής που πίστεψε και πάλεψε για να ρθει. Το Δεσποινάκι, την κόρη του, εκείνος την διάβαζε, ό,τι ώρα και να γύρναγε στο σπίτι. Περι πολλού το είχε αυτό. Δευτέρα Λυκείου, το Δεσποινάκι τώρα. Και τον Σαράντη, στις βραδυνές τις προπονήσεις εκείνος τον πήγαινε και μέτραγε με το χρονόμετρο, χρόνο και κτύπους καρδιάς. Ο γιός του ο Σαράντης, πρωταθλητής πεντάθλου σήμερα. Κοιτά τα μάτια του ξανά, στον καθρέφτη. Τι να τα κάνει έτσι που κατάντησαν σκέφτεται, δεν τα θέλει. Ξένα του φαίνονται. Τα κλείνει να μην τα βλέπει. Μα τον κοιτούν αυτά. Ματαιωμένα μάτια. Αφού για όλα αυτά που πάλεψαν και δούλεψαν και στερήθηκαν, μέσα σε χρόνους δυό χαθήκανε.

Ανοίγει λίγο τ΄άριστερό και τα κρυφοκοιτάζει.  Τον κοιτάνε πάλυ. Επίμονα του ζητάνε κάτι. Ένα χάδι. Να τα κλείσει και να τα ακουμπήσει μαλακά, να τα χαιδέψει. Να πάρει από πάνω τους βάρη και λύπες. Να έτσι δυο τρια δευτερόλεπτα, πάνω από τα βλέφαρα. Όπως τότε, που έμπαινε κανένα σκουπιδάκι στα μάτια και η μάνα του τα  έκλεινε και τα κουνούσε μαλακά, τα πεγιέντιζε, μέχρι να φύγει το σκουπιδάκι. Μα τι πράγματα είναι αυτά; Ντρέπεται. Ολόκληρος άντρας, να χαιδεύει τά μάτια του μονάχος.

Εδώ να κλάψει δεν τον αφήνανε, για χάδια είναι τώρα; Κοιτάξτε να συνέλθετε τους λέει. Και θα έρθούν τώρα τα παιδιά και έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Αλλάζει το ιδρωμένο του μπορντώ πουκάμισο. Λερώθηκε και σκίστηκε σήμερα  στην αποθήκη. Ήρθαν τα κουτιά από την Γερμανία και έπρεπε να τα βγάλουν και να τα κουβαλήσουν στο δεύτερο όροφο, εκεί που αρχίζει η διαλογή. Μπαίνει στο λουτρό. Ρίχνει νερό στα μούτρα του αυτός, κλαίνε αυτά. Νερό και δάκρυα μπλέκονται.

Κοίτα να δεις που βρήκανε τρόπο και με έβαλαν να τα χαιδέψω με το ζόρι, σκέφτεται. Έτσι που θέλοντας και μη, να ξεκολλήσουν από πάνω τους την άδικη ρετσινιά. Να μην μπορώ να τα πω ξανά ματαιωμένα. Και έτοιμα, χωρίς σκουπίδια, σαν να περνούν από μπροστά τους καινούργια όνειρα και σχέδια, να κοιτάξουν στα μάτια τα παιδιά μου. Όπως τους πρέπει.

[*φωτογραφία: Henri Cartier Bresson]

Keywords
Τυχαία Θέματα