Στη Γερμανία για το μεροκάματο… Όπως οι πατεράδες και οι μανάδες μας

10:51 7/11/2012 - Πηγή: Aixmi

Το χειροκρότημα στην προσγείωση του αεροσκάφους έβγαλε στον αφρό μνήμες από τη Μέση Ανατολή. Γεμάτο το σκάφος, έφτασε έπειτα από μια αναγκαία στάση στη Σαλονίκη, σε έναν δύσκολο προορισμό, γεμάτο Ελλάδα, στο Ντύσελντορφ.

Από την πρώτη στιγμή νιώθεις τη διαφορά, κοντά στους 5 βαθμούς Κελσίου, ψοφόκρυο σε σχέση με το ελληνικό καλοκαιράκι που δεν θέλει να μας εγκαταλείψει, ίσως το μόνο που δεν θέλει να την κάνει, από κοντά μας.

Ο στόχος είναι να καταγράψουμε την ιστορία που επαναλαμβάνεται διαφορετικά, μα στην ουσία

το ίδιο, να δούμε, να ζήσουμε, να μυρίσουμε, τελικά να καταγράψουμε τον Ελληνισμό στο κρατίδιο Ρηνανίας-Βεστφαλίας, που εδώ, τη δεκαετία του 1960, με τα συμβόλαια εργασίας στο χέρι, τα κοντράτα, έφταναν από την πατρίδα με ένα σωρό δικά μας παιδιά.

Η ιστορία γνωστή, ελληνογερμανικές συμφωνίες περί απασχολήσεως και Γερμανοί εργοδότες που  έψαχναν εργατικά χέρια σε μια χώρα που δεν μπορούσε να θρέψει τα παιδιά της. Ενάμιση μάρκο η ώρα, τα πρώτα μεροκάματα, περνούσες απέξω από τις φάμπρικες και σε τραβούσαν μέσα για δουλειά.

Ιατρικές εξετάσεις, λάδωμα, μαυρό χέρι στην άδεια τσέπη των γκασταρμπάιντερ, των μεταναστών, έφερε στο μυαλό τις ιστορίες των λαθραίων από τη Μέση Ανατολή και την Αφρική που μιλούν για 2.000 και 3.000 δολλάρια το κεφάλι.

Έτσι και εδώ με τρύπια παντελόνια, δίχως παπούτσια, τα ανήσυχα πνεύματα, εκείνοι που είχαν έναν γνωστό να τους τραβήξει πέρασαν γιατρούς, έφτιαξαν δόντια, έβγαλαν πλάκες που φάνηκε η αδυναμία του κορμιού, η πείνα, αλλά τα κατάφεραν, ήρθαν και δούλεψαν σκληρά, ακόμη μέχρι το 1978 το δωδεκάωρο ήταν το καθημερινό, βγάζοντας χρήμα, κερδίζοντας τη ζωή, δίνοντας τη ζωή τους, οξύμωρο μα αληθινό.

Ο Γιώργος, στα 70, σχεδόν Γερμανός πια, 48 χρόνια εδώ, συνταξιούχος, με καταγωγή από την Ηγουμενίτσα, έφυγε από μια Ελλάδα που του ρουφούσε και την ανάσα, στα 22 το σπιτικό στήθηκε σε ένα ημιυπόγειο στην  Γερμανία. Εργάτης, ανιδείκευτος, σε ένα εργοστάσιο παραγωγής παρ-μπρίζ, τζαμιών αυτοκινήτων, αντάλασσε τα νιάτα του με μάρκα.

Στέκεται λίγο στη γυναίκα του, την Πάτρα, τον ρωτώ για κείνη, μοναχά ταινίες, ιστορίες βγαλμένες μέσα από τη φαντασία δημιουργών μπορεί να αγγίζουν, να προσεγγίζουν στην ιστορία των  ανθρώπων, μόλις γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί άλλαξαν βάρδειες στο εργοστάσιο. Εκείνος απόγεμα, η γυναίκα του πρωί, όλες οι κουβέντες μέσα σε ραβασάκια, γράμματα που άφηναν ο ένας στο άλλον.

«Τάισα το παιδί, λείπουν τρόφιμα και πρέπει να ψωνίσουμε, να πληρώσουμε λογαριασμούς, πότε παίρνεις το ρεπό τελικά;».

Ευτυχώς ο Γιώργος έχει τελειώσει την τετάρτη τάξη του δημοτικού, έτσι με τα κολυβογράμματά του έστηνε μνήμες ζωής.

Στην αποστροφή του λόγου του, μας μιλά για την Ελλάδα και λιώνει, δείχνει τα στείρα μέρη του, μα του βγαίνει μια λατρεία, σκορπά απλόχερα την αδυναμία του. Οι παλιοί μετανάστες ξέφυγαν από μια δύσκολη μοίρα, όμως περίμεναν από εμάς που μείναμε πίσω να βγάλουμε καλύτερη πορεία στο καράβι, περίμεναν πω

Keywords
Τυχαία Θέματα