Ο Γκμοχ και τα Τρία Πηγάδια

Η πρόσληψη του Γιάτζεκ Γκμοχ το 1983, η ομαδάρα που πήρε το πρωτάθλημα και έφτασε στα ημιτελικά της Ευρώπης και η σκληρή προετοιμασία στα Τρία Πηγάδια, όπως την αφηγείται ο ίδιος...

«Πού πας σε τόσο μεγάλη ομάδα; Μεγάλο όνομα, πολλές οι δυσκολίες. Πέρασαν από το γήπεδο της Λεωφόρου Αλαξάνδρας σπουδαίοι τεχνικοί και έχασαν τα δόντια τους. Πού πας να μπλέξεις».

Με αυτά τα λόγια οι φίλοι του Γιάτζεκ Γκμοχ θέλησαν
να προετοιμάσουν τον τρελο-Πολωνό προπονητή για αυτά που θα αντιμετώπιζε, όταν υπέγραφε συμβόλαιο συνεργασίας με τον Παναθηναϊκό. Είχε ήδη «χτίσει» το όνομά του στα Γιάννενα, στον Απόλλωνα και στη Λάρισα και ήταν έτοιμος για το μεγάλο βήμα.

«Πρώτα απ’ όλα κύριοι εγώ πιστεύω πως ο Παναθηναϊκός μπορεί να κάνει τα πάντα. Έχει τεράστιες δυνατότητες. Όσο για εμένα, θα προσπαθήσω να βοηθήσω γιατί θα βρω τον ρυθμό που θέλω και πλέον ξέρω καλά την πραγματικότητα και γύρω από το τόπο σας», ήταν η απάντηση του Γκμοχ.

Σαν σήμερα, στις 16 Ιουνίου 1983 ο «σαγόνιας», όπως τον φωνάζουν μέχρι και σήμερα, ήταν και επίσημα ο νέος τεχνικός του Παναθηναϊκού. Ο προπονητής που κλήθηκε για να βγάλει από τη δύσκολη θέση το Τριφύλλι. Θυμίζουμε πως από το 1979, όταν το ποδόσφαιρο έγινε επαγγελματικό και η οικογένεια Βαρδινογιάννη ανέλαβε τον Παναθηναϊκό, «χάθηκαν» τέσσερα συνεχόμενα πρωταθλήματα. Η πίεση λοιπόν που έπρεπε να διαχειριστεί ο Γκμοχ ήταν τεράστια.

Ο Πολωνός όχι απλώς ανταποκρίθηκε αλλά πέτυχε θαύματα. Την πρώτη του σεζόν (1983-84) κατέκτησε τον πανελλήνιο τίτλο, ενώ την επόμενη μπορεί να μην τα κατάφερε στα εγχώρια, διακρίθηκε όμως στην Ευρώπη, καθώς ο Παναθηναϊκός έφτασε μέχρι τα ημιτελικά του Πρωταθλητριών.

Μνημονεύεται για πολλά ο Γκμοχ. Θεωρείται εξαιρετικός στην τακτική, δημιουργός μίας ταχύτατης ομάδας με παίχτες «μηχανάκια». Όμως αυτό που τον ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους προπονητές είναι η απίστευτη φυσική κατάσταση που είχαν οι ομάδες του. Για να το πετύχει αυτό έπρεπε να προηγηθεί μία εξουθενωτική καλοκαιρινή προετοιμασία, την οποία μέχρι και σήμερα θυμούνται οι ποδοσφαιριστές με τους οποίους έχει συνεργαστεί.

Το GreenΖone αναδημοσιεύει μερικά αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Έξι χρόνια στο Ελλάντα» που κυκλοφόρησε το 1985, σχετικά με την πρώτη ημέρα της περίφημης προετοιμασίας στα Τρία Πηγάδια:

Τα Τρία Πηγάδια

Ο Λιβαθηνός, που ήταν αρχηγός, μόλις έμαθε ότι θ' αρχίζαμε δουλειά στις 14 Ιουλίου αντέδρασε:

«Κύριε προπονητή, είναι εναντίον του νόμου να μην κάνουν οι ποδοσφαιριστές, σαν εργαζόμενοι, έναν μήνα διακοπές».

«Δεν με πειράζει παιδιά. Όμως, όποιος θέλει να κάνει ένα μήνα διακοπές, δεν θα έρθει μαζί μας στην προετοιμασία».

Οι παίκτες του Παναθηναϊκού κάτι είχαν ακούσει για Τρία Πηγάδια, αλλά αγνοούσαν τι θα συνέβαινε εκεί (…).

Μετά τη Νάουσα στενεύει υπερβολικά ο δρόμος. Κάπου 18 χιλιόμετρα ως τα Τρία Πηγάδια, ανηφόρα, οι παίκτες τα είχαν χάσει. Μετά την πυροσβεστική υπάρχει ένα στενό γεφύρι, στον ανήφορο. Το πούλμαν ήταν πολύ μεγάλο. Ο οδηγός δεν είχε πείρα, έκανε δε θυμάμαι και εγώ πόσες μανούβρες για να περάσει. Σκόνη και των γονέων. Μέσα στο αυτοκίνητο οι ποδοσφαιριστές κρατούσαν την αναπνοή τους. «Πού πάμε βρε παιδιά» ρώτησε ένας, ο πιο φοβισμένος. Τον έπιασα με την άκρη του ματιού μου, χαμογέλασα πονηρά και σκέφτηκα από μέσα μου: «Κι ακόμη, φίλε μου δεν έχει δει τίποτα…» (…)

Μόλις οι παίκτες τακτοποιήθηκαν, κατέβηκαν από τα δωμάτιά τους και άρχισαν όλοι μαζί να ψάχνουν κάτι που δεν έβρισκαν. Έψαχναν τηλέφωνο.

«Παιδιά ξεχάστε το τηλέφωνο. Δεν έχουμε. Στις πέντε παρά τέταρτο σας περιμένω στην τραπεζαρία να πιούμε τσάι. Να φοράτε τις φόρμες σας».

Πράγματι, στις πέντε παρά τέταρτο ήταν όλοι εκεί για να μας σερβίρουν τσάι. Πουθενά το τσάι. Μόνο νερό βραστό υπήρχε στην τσαγιέρα. Μερικοί έπεσαν στην παγίδα:

«Που είναι το τσάι, μίστερ;»

«Γι’ αυτό σας περίμενα παιδιά. Θα πάμε να μαζέψουμε το τσάι που θα πιούμε… Βρισκόμαστε στο βουνό που διαθέτει το καλύτερο τσάι στην Ελλάδα. Μας περιμένει. Μην χάσουμε την ευκαιρία». Και ξεκινήσαμε. Πέντε χιλιόμετρα να πάμε και άλλα τόσα να γυρίσουμε.

«Τα πόδια μας πονέσανε» διαμαρτύρονταν. (…)

Την άλλη μέρα άρχισε η σκληρή δουλειά. Πρωί πρωί, πέντε η ώρα στο πόδι. Έξι παρά τέταρτο ο Βασίλης άρχιζε το ζέσταμα. Μέσα σε σκεπαστό κιόσκι, επειδή συχνά πιάνει βροχή και πάντα κάνει κρύο, τους περίμενα με τα αμερικάνικα όργανα. Δουλειά ως τις οχτώ. Στις οκτώμισι, έτοιμοι για το πρωινό μας. Και μετά, απόλυτη ηρεμία. Για πότε την κοπάναγαν όλοι για τα κρεβάτια τους, δεν προλάβαινες να το αντιληφθείς. Υπήρχε η εντολή: Δέκα η ώρα, το πρώτο γκρουπ έτοιμο στο μικρό γήπεδο για προπόνηση.

Ένα πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε ήταν τα χόρτα. Χάσαμε αρκετές μπάλες πριν πάρουμε τα εργαλεία για να κόψουμε τα χόρτα. Με τα μούτρα στη δουλειά ως τις εντεκάμιση.

Το πρόγραμμα της πρώτης ημέρας στα Τρία Πηγάδια είχε βουνό. Περπατήσαμε ως τα 1.800 μέτρα. Το πρώτο γκρουπ ανέβηκε απ’ το καταφύγιο ως το τελεφερίκ φορώντας τα περίφημα γιλέκα με τα βάρη. Στον κορυφή περίμενε το δεύτερο γκρουπ που είχε ανέβει χωρίς γιλέκα, αλλά τα φόρεσε για την επιστροφή.

Θυμάμαι, μετά το μεσημεριανό φαγητό την πρώτη ημέρα, το έριξαν όλοι στον ύπνο. Τι ύπνο; Λίθαργο! Έπρεπε όμως να γίνει και η ορειβασία! Τα γιλέκα περίμεναν… Έτσι για να μην φύγουμε από το πρόγραμμα ανέλαβε ο Βασίλης Παπαδημητρίου με τον γιατρό να πάνε στα δωμάτια για το χαρούμενο ξύπνημα.

Εγώ περίμενα επάνω στην κορυφή, όπου υπήρχε ένα μικρό σπιτάκι. Είχα πει να ξεκινήσουν στις πέντε. Πέντε και μισή έπρεπε να βρίσκονταν όλοι επάνω. Και είχα πει: όποιος δεν βρίσκεται θα τιμωρηθεί. Βεβαίως, οι τιμωρίες ήταν λόγου χάρη «δεν θα φας φρούτα». Τέτοια. Και είχε κάτι μήλα, σκέτο άρωμα. Η πιο σκληρή τιμωρία για κάποιον που αργούσε ήταν να μη βγάζει το γιλέκο. Ανέβαινε και κατέβαινε με αυτό.

Όποιος προσπαθούσε να κάνει καλαμπούρια την ώρα της ανάβασης με τα γιλέκα το μάθαινα. Αυτός που τους παρακολουθούσε με ενημέρωνε. Είχαμε γουόκι τόκι. Εγώ ήμουν κάτω, ο Βασίλης στο μέσο και ο Μανέκας στην κορυφή. Κάθε δύο μέρες αλλάζαμε. Κανένας δεν μπορούσε να με κοροϊδέψει ή να κλέψει δρόμο στη διαδρομή. Κανένας δεν κορόιδεψε αλλά εγώ έπρεπε να λάβω τα μέτρα μου – είπαμε ότι είχα να κάνω με ελληνική πραγματικότητα και την είχα μάθει πολύ καλά.
Αυτή ήταν η πρώτη μόνο ημέρα του «κολαστηρίου» των ποδοσφαιριστών. Τα χειρότερα ακολούθησαν τις επόμενες,, με τη σωματική και ψυχολογική φθορά να έχει ξεπεράσει τα όρια των παιχτών. Όταν όμως το αποτέλεσμα βγήκε για δύο χρόνια στον αγωνιστικό χώρο, όλα αυτά ξεχάστηκαν. Οι αθλητές του Γκμοχ πέταγαν φωτιές στα γήπεδα. Όταν οι αντίπαλοι εξαντλούνταν, οι παίχτες του Παναθηναϊκού έτρεχαν ασταμάτητα για 90 λεπτά, με την λέξη «κούραση» να έχει εξαφανιστεί από το λεξιλόγιό τους.
Keywords
Τυχαία Θέματα