Johnny Winter: Let it Rock Pretty Mama

Της Σώτης Τριανταφύλλου

Όταν τα ρολόγια έλειωναν, βγαίναμε στον κόσμο. Το σκοτάδι κατέβαινε χαμηλά, οι βάρδοι προηγούνταν με τον μαγεμένο αυλό – ο όχλος, διατηρούσε τους κανόνες του, εμείς κανόνες δεν είχαμε. Τα μεσάνυχτα, αγοράζαμε φτηνά γέλια και ποτά – αγοράζαμε, κλέβαμε ή δανειζόμασταν. Οι άλλοι σταδιοδρομούσαν στο Καλό, μετρούσαν το άγιό τους χρήμα, ασφαλίζονταν – ο κόσμος έρεε, συστρεφόταν× για πολλά χρόνια έκαιγα τις γέφυρες, ποτέ δεν μετάνιωνα. Όταν γύριζα νωρίς το πρωί, υπέφερα από πυρετούς έγχρωμους και κυμαινόμενους: η ζωή ήταν αβάσταχτα μεταλλική – περιπλανιόμουν ανάμεσα σε

κοχλίες, σε γρανάζια, σε γυροσκόπια, σε τόρνους και σε στρόμβους. Οι τούρτες ήταν φτιαγμένες από λάσπη – ανατινάζονταν κι αυτές μαζί με όλα τ’ άλλα, ανατινάζονταν όταν δεν πυρπολούνταν. Τα μεσάνυχτα, βγαίναμε στις λεωφόρους: οι σειρήνες θρηνούσαν και ούρλιαζαν, περιοδεύαμε, προπαγανδίζοντας τον εαυτό μας – καμιά φορά σε θυμόμουν, σε θυμόμουν με θλίψη άφωνη, καθώς θα συμμορφώνεσαι, εγώ θα είμαι εδώ: θα χορεύω με τους στραγγαλιστές – θα χορεύω στον ρυθμό των αλμπίνων.

Άλφαμπετ Σίτυ, 1992

Keywords
Τυχαία Θέματα