«… γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα…»

Του Αγίου Νικολάου, 6 Δεκέμβρη. Βροχή οι γιορτές αυτές τις μέρες. Κάποτε βάζαμε τα καλά μας, πηγαίναμε σε σπίτια, βγαίναμε έξω για κεράσματα, άρχιζε η μεγάλη περίοδος των γιορτών. Σιγά σιγά οι γειτονιές και τα προάστια της Αθήνας στολίζονταν με φωτάκια και ευχές φωσφοριζέ. Όσο ανέβαινες στο Βορρά της πόλης, ο στολισμός γινόταν πιο μόνιμα, πιο σικ, πιο μπλαζέ. Και αυτοί γιόρταζαν ρε αδελφέ αλλά χωρίς κόκκινες καμπάνες να αναβοσβήνουν και γκι και ου πάνω απ τα φανάρια να

σε μπερδεύουν. Ψείρες φώτα και περίτεχνα σχήματα. Το δέντρο των Χριστουγέννων στο κέντρο. Καλά μη θυμηθώ και παιδικά χρόνια, του περασμένου αιώνα φυσικά! Η μαμά –πόσο νέα!- να μας βάζει στον ηλεκτρικό να πάμε να δούμε το στολισμό, στο τελευταίο όροφο στο ΜΙΝΙΟΝ. Ο Άι Βασίλης με βελούδο κόκκινο και μούσια από μπαμπάκι, να βγαίνει φωτογραφίες μαζί μας. Η φάτνη σε γιγαντιαίες διαστάσεις και οι μάγοι και τα δώρα. Και οι ήρωες του Ντίσνεϊ, κούκλες. Και να πάρουμε τα δώρα μας, αλλά να ψωνίσουμε και για τον Νικολάκη, ή την Αννούλα κάτι ας είναι και φτηνό, με αμπαλάζ όμως απ το ΜΙΝΙΟΝ. Κάηκε μια νύχτα! Πάει! Μόνο αναμνήσεις τώρα. Σε μια πόλη σκοτεινή και αφώτιστη, που δεν γιορτάζει ποτέ. Ούτε τα Χριστούγεννα της. Ούτε την Πρωτοχρονιά της. Σαν μην έχει τίποτα να περιμένει. Και μπορεί να μην έχει…

Του Αγίου Νικολάου, 6 Δεκέμβρη του 2012. Κλειστοί οι σταθμοί του μετρό στο κέντρο. Κενά πεζοδρόμια. Άδεια μαγαζιά στολισμένα γιορτινά και φωτισμένα να χλευάζουν την ερημιά τους την ίδια. Οι δρόμοι χωρίς αυτοκίνητα. Τίποτα. Ερημιά. Και σκοτάδι. Η μάλλον σκοτεινιά. Κάπου προς τα κάτω οι φωνές –αντίλαλος και απόηχος- απ τις πορείες. Παντού ΜΑΤ και αστυνομικοί και κλούβες. (μα έχουμε τόσους αστυνομικούς σ αυτή τη πόλη;). Ψυχή στα μαγαζιά, στα πολυσύχναστα καφέ της Βουκουρεστίου, στην πολύβουη Σκουφά, στην αμήχανη πλατεία Κολωνακίου, που τα πανάκριβα μαγαζιά της ένα ένα κλείσανε και δείχνουνε παρατημένα γιαπιά με βιτρίνες. Τα λουσάτα θέατρα του κέντρου, ανοιχτά. Γιατί να κλείσουν κι απόψε; Τέσσερα, πέντε το πολύ δέκα, εισιτήρια οι εισπράξεις τους! Ο τόπος, οι δρόμοι, τα κτήρια τόσο γνωστά. Κι όμως σ αυτή την ρημαγμένη βραδιά είναι όλα αγνώριστα. Σα να μην υπάρχουν άνθρωποι. Μόνο στολές. Και μόνο ο απόηχος, η κραυγή μιας πορείας. Παρατημένη, εγκαταλειμμένη, αφίλητη πολιτεία Αθήνα, σα γυναίκα που μόλις απομακρύνθηκε ο τελευταίος ωραίος εραστής της. Και αυτή η σοφή, αλαζονική, παλιοσνομπαρία, η Ακρόπολη, αφ’ υψηλού να επιβαρύνεται στην αιωνιότητα της και να παρατηρεί την δική μας φθαρτότητα.
Πάνω η Βουλή! Σε κλοιό από κλούβες και αστυνομικούς με στολές η μαύρα μπουφάν και παντελόνια (κουκούλες; δε πρόσεξα, ήταν και νύχτα, που να δω!), τα πολυτελή αυτοκίνητα βγαίνουν με συνοδεία! Από τι να κινδυνέψουν λοιπόν; Αφού η πόλη, μπορεί και η χώρα, έχουν ερημωθεί! Έχουν εγκαταλειφθεί από πολίτες. Σαν εκείνη την πόλη των Αζτέκων με τους χυλώδες κατοίκους, που λέει, σα σε ένα απόγευμα την άφησαν και πάνε, να αναρωτιούνται οι ιστορικοί στο μέλλον -τώρα, να- τι να συνέβηκε άραγε;

Με τακουνιά και τσάν

Keywords
Τυχαία Θέματα