Στο φως το προσωπικό αρχείο του Αλή Πασά

12:47 4/7/2014 - Πηγή: Matrix24

Σύμφωνα με τη δημοσιογράφο των «Νέων» Μικέλα Χαρτουράρη, χίλια τετρακόσια εξήντα εννέα ελληνόγλωσσα έγγραφα από το συρτάρι του Αλή Πασά δημοσιοποιούνται για πρώτη φορά στο σύνολό τους, στην τετράτομη έκδοση του Αρχείου του, που φωτίζει σε βάθος μια από τις σπουδαιότερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Τα πολύτιμα αυτά ντοκουμέντα του Αλή Πασά αποτυπώνουν τα πάρε- δώσε του στην πιο δραστήρια περίοδο της ηγεμονίας του (1788-1822), μέχρι τον θάνατό του και ανήκαν στη συλλογή του Κωνσταντινουπολίτη Ι. Χώτζη που φυλάσσεται στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της

Αμερικανικής Σχολής Αθηνών. Η έκδοσή τους από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ) έχει και ένα πρόσθετο ενδιαφέρον, διότι συνιστά μια σημαντική επιστημονική πρόταση του Β. Παναγιωτόπουλου.

Το καθένα από τα 1.469 έγγραφα συνοδεύεται από μια μίνι μελέτη με τη μορφή εισαγωγικού σημειώματος το οποίο καθιστά προσιτές στους ερευνητές και στο κοινό τις βουβές και αποσπασματικές πληροφορίες που κρύβει το Αρχείο του Αλή Πασά. Ειδικευμένος στην Τουρκοκρατία, ο Παναγιωτόπουλος υπογράφει και το γοητευτικό (και τεκμηριωμένο πλέον) πορτρέτο - ψυχογράφημα του Τεπελενλή (148 σελίδες στον Δ΄ τόμο) το οποίο απαντάει στις ιδεολογικά φορτισμένες και συνήθως καταγγελτικές βιογραφίες που έχουν κυκλοφορήσει γι΄ αυτόν. Η έκδοση- στην οποία συνεργάστηκαν και οι Δημήτρης Δημητρόπουλος και Παναγιώτης Μιχαηλάρης- συμπληρώνεται από ένα εκτεταμένο Γλωσσάρι, βασική Βιβλιογραφία και Ευρετήρια προσώπων, τόπων, όρων και αξιωμάτων.

Αλή Πασάς, ένας ιδιοφυής πολιτικός

Αλβανός μουσουλμάνος, γεννημένος στο Τεπελένι, από οικογένεια δραστήριων και διεκδικητικών τοπικών μπέηδων, πατέρας τριών γιων (Βελή, Μουχτάρ και Σαλήχ), ο Αλής διορίστηκε πασάς (περιφερειακός διοικητής) των Ιωαννίνων το 1788. Από τις αρχές του 19ου αιώνα είχε υπό τον έλεγχό του όλη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα νότια από το Δυρράχιο (εκτός από την Αττική), καθώς και την Πελοπόννησο, ενώ παράλληλα επεκτεινόταν και προς το Ιόνιο. Στα μάτια των πολλών, ήταν δηλαδή ο κύριος υπερασπιστής του δυτικού τμήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος, ωστόσο, γνωρίζοντας- όπως σημειώνει ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος-, ότι λόγω της καταγωγής του δεν θα μπορούσε ποτέ να παίξει στην κεντρική σκηνή της οθωμανικής πολιτικής, οραματιζόταν μια δική του κληρονομική ηγεμονία εντός της αυτοκρατορίας, κάτι που δεν κατάφερε τελικά να κάνει. O Αλή Πασάς ήταν μια προσωπικότητα στα όρια της ιδιοφυΐας αφενός και της νεύρωσης αφετέρου.

Όπως προκύπτει από το Αρχείο του και από την Εισαγωγή του Παναγιωτόπουλου, είχε μια πρωτόγονη και ταυτόχρονα επεξεργασμένη πολιτική σκέψη και έντονη λαϊκή συνείδηση που του επέτρεψε να διαχειριστεί αποτελεσματικά τόσο τις πολιτικο-διπλωματικές συνθήκες της εποχής του όσο και τις ατέλειες του οθωμανικού διοικητικού συστήματος. Ήταν από όλους τους πασάδες εκείνος που κατάλαβε καλύτερα τα παιχνίδια των ευρωπαϊκών δυνάμεων και που επικοινωνούσε περισσότερο με τη Δύση- αλληλογραφούσε μάλιστα με τον Ναπολέοντα-, ωστόσο δεν ήταν δυτικόφρων και παρέμεινε παραδοσιακός. Η υποτιθέμενη ανεξιθρησκία του ήταν μια μορφή συγκάλυψης της επιθετικότητάς του. Στην πραγματικότητα ήταν δεισιδαίμων και αβυσσαλέα καχύποπτος, βίαιος τόσο απέναντι στους χριστιανούς (π.χ. Σουλιώτες) όσο και απέναντι στους ομοθρήσκους του. Και σε μια εποχή κατά την οποία τα αξιώματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν συνήθως ετήσια, εκείνος κατάφερε να γίνει ο μακροβιότερος πασάς σε ένα πόστο, μένοντας κυρίαρχος στα Ιωάννινα για 33 χρόνια! Επιστημονικός υπεύθυνος και σχολιαστής, ένας από τους κορυφαίους ιστορικούς της μεταπολεμικής Ελλάδας, ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, ο οποίος μας παρουσιάζει με αδρές γραμμές και τον χαρακτήρα του Τεπελενλή.

Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος αναφέρει τους λόγους που προκύπτει το ενδιαφέρον για τον Αλή Πασά

Κυρίαρχη προσωπικότητα

«Πρώτα πρώτα διότι είναι μια κυρίαρχη φυσιογνωμία της ελληνικής ιστορίας, που έχει σχέση με την Ελληνική Επανάσταση. Όλο το στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό που έλαβε μέρος στον Αγώνα είναι άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένο με τον Αλή Πασά: είτε στην υπηρεσία του όπως ο Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης, ο Πανουργιάς ή ο Κίτσος Τζαβέλλας και στην αυλή του όπως ο Κωλέττης, ο Βηλαράς, ο Ψαλίδας, είτε ως αντίπαλοί του. Όπως οι Σουλιώτες οι οποίοι εξοντώνονται το 1803 από τον Αλή αλλά επιστρέφουν το 1820 στο Σούλι για να τον στηρίξουν εναντίον των σουλτανικών στρατευμάτων που τον πολιορκούν όταν κηρύσσεται αποστάτης. Σκεφθείτε πως στο ξεκίνημα του Αγώνα, επί 10-11 μήνες ο Αλή και οι Έλληνες συμβαδίζουν, και σε κάποιο βαθμό συνεργάζονται- αν και όχι ρητά- εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Πύλης, ώσπου ο πανίσχυρος Αλή νικιέται. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι οι Φιλικοί, στο συνθηματικό γλωσσάρι τους τον έλεγαν ''Ο Πενθερός''...».

Ένας πασάς μεταξύ Ανατολής και Δύσης

«Ο Αλή είναι περιφερειακός πασάς σε ζωτική περιοχή των ελληνικών χωρών, με ισχυρή αναλογία ορθόδοξου πληθυσμού, ισχυρή ορθόδοξη αλβανική κοινότητα, ισχυρή παρουσία Αλβανών μουσουλμάνων που παρουσιάζουν χαμηλό βαθμό εκτουρκισμού (είναι ελληνόφωνοι/αλβανόφωνοι), μια περιοχή που παράλληλα δέχεται μεγάλη εισροή ιδεών του Διαφωτισμού. Επίσης διότι βρίσκεται σε επαφή με τα Ιόνια Νησιά σε μια εποχή όπου εναλλάσσονται εκεί τέσσερις διαδοχικές ηγεμονίες (Βενετία, Γαλλία, Ρωσία, Αγγλία), άρα το πασαλίκι του γίνεται δίαυλος για τη συνάφεια με τη Δύση. Τέλος επειδή την ώρα που η αυτοκρατορία μοιάζει να μην είναι σε θέση να διαχειριστεί την εξουσία, εκείνος γίνεται από τους πλέον χαρακτηριστικούς εκφραστές σεπαρατιστικών (χωριστικών) λύσεων που προσβλέπουν στον ρεφορμισμό (μεταρρύθμιση) του σουλτανικού καθεστώτος. Στο τέλος βέβαια, η δική του λύση θα αποδειχθεί αναποτελεσματική και το μόνο αντίπαλο μοντέλο που θα αποδώσει θα είναι εκείνο που θα στηριχθεί στις εθνικές κοινότητες. Η λύση δηλαδή που εκπροσωπούν η σερβική και η Ελληνική Επανάσταση...».

Ένας Αλβανός που απεχθανόταν τους Αλβανούς...

Η υπηρεσία χριστιανών ως φρουρών της υπαίθρου είναι από παλιά γνωστή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτοί είναι οι αρματολοί που ο λαός τούς δέχεται κυρίως επειδή κυνηγάνε τους ληστές. Ο Αλή Πασάς έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στον θεσμό, τον αναβάθμισε και με την πολιτική τού διαίρει και βασίλευε, χρησιμοποίησε δεξιοτεχνικά ορισμένες από τις ομάδες των ορεινών περιοχών (της Στερεάς κυρίως και της Ηπείρου) για τη δημιουργία δικής του τοπικής επιρροής. Ο Αλή είναι ένας Αλβανός, μουσουλμάνος, Οθωμανός πασάς αλλά δεν φαίνεται να είχε ποτέ δράση εθνοτικού τύπου. Δεν έδειξε ποτέ καμία ιδιαίτερη εύνοια προς τους αλβανικούς ή αλβανόφωνους πληθυσμούς, ούτε προκύπτει από πουθενά καμία φροντίδα του για την ανάδειξη μιας ιδιαίτερης αλβανικής κουλτούρας. Αντίθετα απεχθανόταν ιδιαίτερα τους αλβανικής καταγωγής τοπικούς μουσουλμάνους ηγεμονίσκους και τις ανυπότακτες κοινότητες.

Η πραγματικότητα για το Σούλι

«Οι Σουλιώτες ήταν μια ανυπότακτη ορεινή κοινότητα, στηριγμένη στη δύναμη των όπλων, που ζούσε από την έμμεση ή άμεση εκμετάλλευση των γειτονικών πληθυσμών. Από τη στιγμή λοιπόν που ο Αλή Πασάς ήθελε να επεκτείνει την κυριαρχία του σε όλη την περιοχή, δεν μπορούσε να ανεχτεί τοπικούς θύλακες μη ελεγχόμενης εξουσίας· γι΄ αυτό επιδίωξε με τέτοια επιμονή τη φυσική τους εξόντωση. Από το Αρχείο του μαθαίνουμε όλη τη διαδικασία της πολιορκίας του Σουλίου και τη σταδιακή αποδυνάμωση της άμυνας των Σουλιωτών, περισσότερο από κούραση και διάσπαση της εσωτερικής συνοχής τους παρά από κλασικού τύπου προδοσία, όπως κατά καιρούς έχει γραφτεί».

Επιχείρηση αρετής με θύμα την Κυρα-Φροσύνη

«Η πράξη που προσδιορίζει αμετάκλητα τα όρια και τον χαρακτήρα της ηγεμονίας του Αλή Πασά στα Γιάννινα είναι το αποτρόπαιο έγκλημα, η δολοφονία της Κυρα-Φροσύνης και ακόμα δεκαεπτά γυναικών, στο πλαίσιο μιας «επιχείρησης αρετής». Η θανάτωσή τους με πνιγμό, με μια απλή απόφαση του Πασά, χωρίς κανενός είδους άλλη νομιμοποίηση μάς γυρίζει πίσω στην καρδιά του οθωμανικού συντηρητισμού και είναι μια πράξη- τομή σ΄ αυτήν την πόλη του Διαφωτισμού. Πέρα από τη μυθολογία που την περιβάλλει για την υποτιθέμενη σχέση της με τον Μουχτάρ Πασά, γιο του Αλή, ή για το δαχτυλίδι της γυναίκας του που βρέθηκε στα χέρια της, η Ευφροσύνη, σύζυγος εμπόρου και μητέρα δύο παιδιών αντιπροσωπεύει με τα ντυσίματά της, τα γλέντια της, τις παρέες και την ανεξαρτησία της ένα νέο ήθος που εγκαθίσταται στα Γιάννινα. Ένα ήθος «ευρωπαϊκό», που απειλεί να υπονομεύσει την ιερή τάξη των πραγμάτων και να διασπάσει τον παραδοσιακό ιστό. Αυτό είναι που δεν μπορεί να αποδεχθεί ούτε η πόλη στο σύνολό της (εξ ου και η κατοπινή σιωπή) ούτε βέβαια και ο Αλή Πασάς».

Keywords
Τυχαία Θέματα