Αδιαφορία ακόμα και για τη ζωή…

Αλλοι λένε ότι η ιστορία γράφεται από τους ισχυρούς και άλλοι πως οι μάζες έχουν τον πρώτο λόγο. Στην ουσία, όμως, οι ιστορίες της καθημερινότητας είναι εκείνες που καθορίζουν την υπόσταση της όποιας κοινωνίας θέλει να κληροδοτήσει στις επόμενες γενιές το καλό, το αδιάφορο ή το άθλιο παρόν της. Η Αθήνα του μνημονιακού 2013, παραδομένη στην απελπισία και την ακαθόριστη πολυπολιτισμικότητά της, το μόνο που έχει να επιδείξει στις περισσότερες περιπτώσεις είναι βαρβαρότητα ανάλογη με τις συμπεριφορές των αιμοδιψών Τατάρων

του 13ου αιώνα που καταλάμβαναν την Ανατολική Ευρώπη, σκορπίζοντας πόνο και μοχθηρία.
Κάπως έτσι θα μπορούσε να περιγράψει κανείς τη δραματική ιστορία του μπαρμπα-Σταυρί Μετσάι, ενός 63χρονου Αλβανού μετανάστη που εντοπίστηκε πριν από λίγες ημέρες σε νεκροθάλαμο και θα τον έπαιρνε η «κάτω γης» άκλαυτο, αν διάφορα τυχαία γεγονότα δεν οδηγούσαν τους συγγενείς του και τον γράφοντα στο Γ΄ Νεκροταφείο της Νίκαιας τα «μολυσμένα» μεσάνυχτα μιας Τρίτης. Ο Σταυρί ήλθε στην Ελλάδα με τη γυναίκα και τα έξι του παιδιά το ’90, βασανισμένος και «σκαλισμένος» στο πρόσωπο από τις κακουχίες. Στα χρόνια που ακολούθησαν, δούλευε μεροκάματα στις οικοδομές από ήλιο σε φεγγάρι. Τα κατάφερνε καλά, ώσπου κάποια στιγμή τον «έπιασε» η κρίση. Το γιαπί «χάλασε», τα χέρια περίσσευαν, τα λεφτά λιγόστευαν. Η γυναίκα του έπλενε σκάλες και τα παιδιά του πάλευαν για τις δικές τους οικογένειες. Στην πλάτη του είχε και μιαν απόφαση απέλασης, γιατί κάποτε, στις αρχές, κατέβαινε παράνομος από την Αλβανία μέσα από τα ποτάμια της Ηπείρου και, όταν η Αστυνομία συνέλαβε τον Ελληνα οδηγό τού καραβανιού των μεταναστών, εκείνος «έδωσε» στεγνά τον Σταυρί ως διακινητή, επειδή ο κακομοίρης δεν ήξερε ελληνικά και δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του.

Διαβάστε τη συνέχεια στο «Παρασκήνιο» που κυκλοφορεί σήμερα.

Keywords
Τυχαία Θέματα