Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των παγκόσμιων επιχειρήσεων οι αγορές εκτός BRIC – Ολοι σε Περού, Κολομβία, Βενεζουέλα, Μαλαισία και Βιετνάμ

Οι ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές εκτός BRIC βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των παγκόσμιων επιχειρήσεων καθώς επικρατεί η αντίληψη ότι μια σειρά από εμπορικά, επενδυτικά, τεχνολογικά και πολιτιστικά κριτήρια που διαθέτουν ενσωματώνονται ταχύτερα στην παγκόσμια οικονομία, σε σύγκριση με τις χώρες BRIC.

Οι αγορές αυτές επιτυγχάνουν επίσης σταθερά υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης στα ίδια επίπεδα με τις κορυφαίες χώρες BRIC. Η Τουρκία, το Μεξικό και η Ινδονησία ακολουθούν σε μικρή απόσταση την Κίνα και την Ινδία όσον αφορά στην αύξηση του ΑΕΠ

μεταξύ 2000 και 2015. Το Περού, η Κολομβία, η Βενεζουέλα, η Μαλαισία και το Βιετνάμ, όπως και αρκετές χώρες και περιοχές της Αφρικής προετοιμάζονται να συμπεριληφθούν μεταξύ των πιο δυναμικών χωρών παγκοσμίως, όσον αφορά στις επενδύσεις.

Τα παραπάνω προκύπτουν από την ανάλυση των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην ετήσια έκθεση της Ernst & Young «Looking beyond the obvious: globalization and new opportunities for growth».

Σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα, σε σύγκριση με άλλες αναπτυσσόμενες αγορές, παρουσίασε καλύτερες επιδόσεις στη συνολική βαθμολογία, όσον αφορά στη διακίνηση ανθρώπινου δυναμικού, την ανταλλαγή ιδεών και τεχνολογίας και την πολιτιστική ένταξη.

Παρά μια οριακή βελτίωση κατά 0,01 βαθμό από το 2011, η Ελλάδα έχασε μια θέση στην παγκόσμια κατάταξη. Η βελτίωση έναντι του 2011 οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μεγαλύτερη διείσδυση της ευρυζωνικότητας και στην αύξηση των χρηστών του διαδικτύου. Επίσης, εμφάνισε καλύτερη επίδοση ως προς το μέγεθος των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 23,5% σε 26,7%).

Μετά από 5 χρόνια οικονομικής ύφεσης, η Ελλάδα αντιμετωπίζει περαιτέρω οικονομική συρρίκνωση εν μέσω συνεχιζόμενης δημοσιονομικής λιτότητας. Το εμπορικό ισοζύγιο θα συνεχίσει να βελτιώνεται, με ιδιαίτερα αδύναμες εισαγωγές λόγω της ύφεσης της εγχώριας ζήτησης, αλλά και καλύτερες εξαγωγικές επιδόσεις λόγω της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας.

Άνοδος των χωρών «δεύτερης κατηγορίας»;

Το ποσοστό των στελεχών που θεωρούν τις ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές εκτός των BRIC ως τη σημαντικότερη πηγή νέων εσόδων σχεδόν διπλασιάστηκε στο 45% από 26% που ήταν πριν τρία χρόνια. Ανάλογες είναι και οι προοπτικές για τη Νότια Αφρική, την Ινδονησία, το Μεξικό και την Τουρκία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως οι πιο ανταγωνιστικές περιοχές.

Στελέχη από όλες τις γεωγραφικές περιοχές εκτιμούν ότι θα αυξήσουν τις επενδύσεις τους σε αυτές τις αγορές - 82% σχεδιάζουν να το πράξουν, ενώ 4 στους 10 αναμένουν ότι η αύξηση θα ξεπεράσει το 10%.

Ο Jim Turley, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Ernst & Young εξηγεί: «Κορυφαίες εταιρείες προσεγγίζουν πολλές αγορές ταυτόχρονα. Ενώ οι χώρες BRIC παραμένουν ζωτικής σημασίας για τη στρατηγική τους, τα στελέχη εξετάζουν επίσης προσεκτικά τις ευκαιρίες στις αναδυόμενες αγορές εκτός BRIC, όπου βλέπουν βελτίωση στην ευκολία άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, στις υποδομές, στις κυβερνητικές πολιτικές και στην παραγωγικότητα της εργασίας. Ανακαλύπτουν επίσης ότι μια ενιαία στρατηγική για μια ομάδα αγορών -για παράδειγμα, μια στρατηγική “αναδυόμενων αγορών”- δεν αποδίδει πλέον. Αντίθετα θα χρειασθεί διαφοροποιημένη στρατηγική με αποχρώσεις που θα προσαρμόζεται σε διαφορετικές αγορές, περιοχές, περιφέρειες, τομείς και χώρες».

Οι ώριμες αγορές παραμένουν κρίσιμες

Πολλές από τις ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες εκτός BRIC, οι οποίες προσπαθούν να κερδίσουν, μακροπρόθεσμα, το στοίχημα της ανάπτυξης, συνθέτουν το ένα μόνο μέρος της εικόνας. Για να δημιουργήσουν ένα ολοκληρωμένο χαρτοφυλάκιο, οι επενδυτές θα πρέπει να διαφοροποιήσουν τη στρατηγική τους και να συμπεριλάβουν αρκετές ώριμες αγορές, οι οποίες επανακάμπτουν σε ορισμένους τομείς και κλάδους.

Τα στελέχη που συμμετείχαν στην έρευνα, επιβεβαιώνουν ότι η κερδοφορία των χωρών της Βόρειας Αμερικής και της Δυτικής Ευρώπη βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο.

Το γεγονός ότι οι νέες επενδύσεις σε αυτές τις περιοχές είναι λίγες, το υψηλό κόστος της ενέργειας, η μείωση της διαφοράς στο κόστος εργασίας μεταξύ των ανεπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων αγορών και ο μικρότερος κύκλος ζωής των προϊόντων, ωθούν τις παγκόσμιες επιχειρήσεις να αναζητήσουν προμηθευτές εγγύτερα των αγορών αυτών (near-sourcing).

Στα επόμενα τρία χρόνια ο αριθμός των ερωτηθέντων που προβλέπουν ότι θα αναθέτουν περισσότερες επιχειρησιακές λειτουργίες σε προμηθευτές σε ώριμες αγορές θα αυξηθεί στο 36% από 22% σήμερα, ενώ ο αριθμός που σχεδιάζει να κάνει χρήση near-sourcing αντί του out-sourcing θα υπερδιπλασιαστεί, από 14% σε 35%.

Η έκθεση υπογραμμίζει επίσης πως η καινοτομία και η ανταλλαγή τεχνολογίας και ιδεών μπορεί να δώσει στις ανεπτυγμένες αγορές ένα πλεονέκτημα έναντι των ταχέως αναπτυσσόμενων. Η διάδοση της ευρυζωνικότητας, της κοινωνικής, ψηφιακής και κινητής τεχνολογίας είναι πολύ υψηλότερη σε αυτές τις αγορές, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να διατηρήσουν ένα υψηλό μερίδιο στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών.

Ο John Ferraro, global CΟO της Ernst & Young, εξηγεί πώς μια συγκεκριμένη αγορά θα μπορούσε να ωφεληθεί ιδιαίτερα. «Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν ένα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό έκπληξη για την επόμενη δεκαετία, λόγω της ισχυρής ανάκαμψης της εγχώριας παραγωγής, της σημαντικής ανακάλυψης νέων αποθεμάτων σχιστολοθικού φυσικού αερίου που οδηγούν σε μείωση του κόστους της ενέργειας για τους αμερικανούς παραγωγούς, της ανάπτυξης που βασίζεται στην υψηλή τεχνολογία και τις εξαγωγές και της μείωσης των διαφορών του κόστους εργασίας».

Οι προοπτικές για το μέλλον

Καθώς το εμπόριο σε αγαθά και υπηρεσίες επιστρέφει στα προ της οικονομικής κρίσης επίπεδα, και η ροή κεφαλαίων παρουσιάζει μια σταθερή αύξηση, η τεχνολογία και η διασυνοριακή ανταλλαγή ιδεών θα συνεχίσει να ενισχύει την ανάπτυξη και να διαμορφώνει τον χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης.

Καθώς η εμπορική ενοποίηση θα σταθεροποιείται, προβλέπεται μια μετατόπιση του κέντρου βάρους μεταξύ των εισαγωγικών και των εξαγωγικών χωρών, με τις ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες να αναδεικνύονται σε ισχυρότερες καταναλωτικές αγορές και τις ανεπτυγμένες αγορές να ανακτούν τη δύναμή τους ως παραγωγοί και εξαγωγείς αγαθών και υπηρεσιών.

Η παγκοσμιοποίηση

Η παγκοσμιοποίηση, παρά την αδύναμη ανάπτυξη το 2012 και τις αβέβαιες οικονομικές προοπτικές σε πολλές αγορές για το 2013, συνεχίζει να επηρεάζει την πλειοψηφία των 60 μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου.

Ενώ οι περισσότερες προβλέψεις εκτιμούν ότι το παγκόσμιο ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 3%-3,5% το 2013, με μια μικρή αύξηση κατά τα επόμενα χρόνια, ο δείκτης εκτιμά ότι η παγκοσμιοποίηση θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με βασικές κινητήριες δυνάμεις την τεχνολογία και τη διασυνοριακή ροή των ιδεών.

Επίσης, στην έκθεση παρουσιάζεται βελτίωση της βαθμολογίας όσον αφορά στην επιρροή της παγκοσμιοποίησης, κατά τους τελευταίους 12 μήνες, του Βιετνάμ, της Μαλαισίας, της Ταϊλάνδης και των Φιλιππίνων, καθώς και των μικρότερων ευρωπαϊκών χωρών όπως το Βέλγιο, η Σλοβακία και η Ουγγαρία.

Ωστόσο, από τους συμμετέχοντες στην έρευνα, εκφράζονται ανησυχίες ότι η συνεχιζόμενη αδύναμη ανάπτυξη σε συνδυασμό με την αύξηση του παγκόσμιου ανταγωνισμού θα μπορούσε να προκαλέσει αυξημένο προστατευτισμό κατά τη διάρκεια των επόμενων 12 μηνών.

Οι ερωτηθέντες, επίσης, επεσήμαναν ειδικότερα τις αυξανόμενες προκλήσεις που συνδέονται με τη δραστηριοποίηση σε ορισμένες οικονομίες BRIC, καθώς και την επιβράδυνση της ανάπτυξης στις αγορές αυτές. Ως αποτέλεσμα, σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες αναμένουν αύξηση του προστατευτισμού στις χώρες BRIC, καθώς και αύξηση στις ανεπτυγμένες αγορές.

Keywords
Τυχαία Θέματα