«Υπάρχει ένας δικός μου Μάνος, ένας φίλος που κρατάω μέσα μου» – Ο Κώστας Βαξεβάνης για τον Μάνο Ελευθερίου

Ο Μάνος. Α, ο Μάνος αλλά ποιος απ’ όλους; Η Βυζαντινή μορφή των τραγουδιών του που άναβε κεριά-στίχους μπροστά σε έναν έρωτα αδιόρατο, απειλητικό, πάντα ανεκπλήρωτο; Ο φίλος του Μακρυγιάννη που έστηνε γλέντια στους μπαχτσέδες της εφηβείας;

Ποιος Μάνος; Υπάρχει ένας δικός μου Μάνος, ένας φίλος που κρατάω μέσα μου. Που γελά σαρδόνια και σχολιάζει καυστικά, που μιλά κρύβοντας την ευαισθησία των στίχων με πειράγματα και επιτηδευμένη αφέλεια.

Ήταν αρχές του 1992, όταν είχα γυρίσει από τον πρώτο μου Πόλεμο στη Βοσνία.

Συναντηθήκαμε στο ουζερί «Θέμιδα» στην Ευελπίδων. Του είχα δείξει με μεγάλο καμάρι την ταυτότητα του πολεμικού ανταποκριτή. «Και ‘γω θα σου ανταποδώσω, θα σου δείξω τον μεγαλύτερο στιχουργό» μου είπε και μου σύστησε τον Χρήστο Κολοκοτρώνη. «Ο μεγαλύτερος όλων» επέμενε.

Ολους τους έβλεπε μεγαλύτερους απ’ αυτόν με μια σεμνότητα που διακρίνει τους μεγάλους. Δεκαετία του 90 ήταν όταν τον είχα πείσει να πάμε σε ένα μπαράκι στα Εξάρχεια, τραγουδούσε η Βούλα Σαββίδη που έκανε την επανεμφάνισή της μετά από πολλά χρόνια. Μαζί με τον καλό μου φίλο Θανάση Παπασταθόπουλο και το Μάνο μπήκαμε στο μπαρ. Ο Μάνος κοίταγε φοβισμένος δεξιά αριστερά και προσπερνούσε τους ανθρώπους σα να περνούσε ανάμεσα από βράχια.

Κάποια στιγμή η Σαββίδου τον ανακάλυψε και ανακοίνωσε την παρουσία του. Ο κόσμος σηκώθηκε ενθουσιασμένος και τον χειροκρότησε μανιασμένα. Ο Μάνος κρύφτηκε κάτω απ’ το καπελάκι του και με ρώτησε «μα πού με ξέρουν όλοι αυτοί;». Έτσι ήταν, έμφυτα σεμνός και έμφυτα μεγάλος. Ο Μάνος πορευόταν με τον δικό του, πολλές φορές φοβικό τρόπο. «Θα πεθάνω» έλεγε. «Ελα μωρέ Μάνο που θα πεθάνεις» ξόρκιζα τη διαρκή φοβία του. Πριν από χρόνια με πήρε τηλέφωνο. «Ακου» μου λέει, «κάτι γραπτά δικά σου που έχω, να ξέρεις έχω βάλει από κάτω το όνομά σου. Αν πεθάνω δεν θέλω να τα βρουν και να νομίζουν πως είναι δικά μου, γιατί αυτά είναι πολύ καλά».

Έτσι ήταν ο Μάνος, όλοι ήταν καλύτεροι απ΄αυτόν και τους περισσότερους είχε ένα δικό του λόγο να τους αγαπά. Όχι όλους ακριβώς, υπήρχαν δύο με τρεις που απλώς τους συγχωρούσε. Όταν έβγαλα το σκάνδαλο της ΑΕΠΙ, συναντηθήκαμε στο Ψάριστον και μου έδειξε την απόδειξη είσπραξης πνευματικών δικαιωμάτων. Αυτός, ο στιχουργός της Ελλάδας, έπαιρνε 700 ευρώ για δικαιώματα. «Φέρτο Μάνο να τους ξεφτιλίσω» του είπα. «Αμάν βρε παιδί μου θα κάνεις κι άλλο πόλεμο για να σώσεις εμένα; Δεν θέλω».

Στις 9 Απριλίου φέτος, έστειλε την «Πόρτα της Πηνελόπης»: «Δεν έχει πια τις πρώτες τις δυνάμεις του κι ο ποιητής μαραίνεται στα χέρια αυτού του κόσμου του αχάριστου» είχε γράψει . Θα τον πάρω τηλέφωνο είπα να βρεθούμε. Φυσικά δεν τον πήρα, όντας ανίκανος να καταλάβω για μια ακόμη φορά πως στη δύσκολη, δίκοπη ζωή, η δυνατή κόψη είναι η ποίηση, αυτή είναι το όπλο. Όταν φεύγει ένας στιχουργός όπως ο Μάνος, καταλαβαίνουμε πόσο δυνατή είναι η ποίηση και μόνο τραγουδώντας στο θάνατό του. Αλλωστε «τι να σώσει και τι να πει σε καιρούς ατιμίας»!

*Το συγκεκριμένο κείμενο του Κώστα Βαξεβάνη δημοσιεύτηκε στο Documento σε αφιέρωμα για τον Μάνο Ελευθερίου μερικές μέρες μετά το θάνατό του, τον Μάρτιο του 2018.

Keywords
Τυχαία Θέματα