Ένας Παραμυθάς ανάμεσά μας…

Σαν χθες, το 1946, γεννήθηκε ο Ευγένιος Τριβιζάς – δύσκολο να μην γνωρίζει κάποιος τον δημιουργό της θρυλικής «Φρουτοπίας». Η γραφή και εμπνευσμένη φαντασία του ξεπερνούν κάθε απόπειρα κριτικής του έργου του. Άλλωστε, ο πιο αξιόπιστος δείκτης αναγνώρισής του είναι ο τρόπος που φωτίζονται τα βλέμματα και τα πρόσωπα των παιδιών όταν έρχονται σε επαφή με τα παραμύθια του ή όταν τον ακούνε να μιλάει. Βέβαια – να τα λέμε κι αυτά - οι ενήλικοι θαυμαστές του είναι ακόμα φανατικότεροι: υποκλίνονται στο χιούμορ του, γιατί θέλει πολύ κουράγιο να αγνοήσεις την τέχνη των δικών του λογοπαίγνιων.

Συμπτωματικά,

πάλι χθες, ανακάλυψα μια δική του φράση σε πρόσφατη συνέντευξή του:

«Οι άνθρωποι που περισσότερο με έχουν εντυπωσιάσει είναι τα παιδιά με τις ερωτήσεις τους και οι εγκληματίες με τις απαντήσεις τους».

Πρώτη φορά διάβασα πρόταση ως πηγή έμπνευσης η οποία να περιέχει ταυτόχρονα τις λέξεις «παιδιά» και «εγκληματίες». Κοντοστάθηκα, ολίγον έντρομη. Τι κοινό μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στον τρόπο σκέψης παιδιών και εγκληματιών, έτσι ώστε οι ερωτήσεις των πρώτων και οι απαντήσεις των δεύτερων να μπορούν να εντυπωσιάζουν έναν άνθρωπο σαν τον Ευγένιο Τριβιζά;

Ακούγεται παράταιρο και ελαφρώς αντιφατικό αλλά αν κρύβεται κάτι εκεί, σε αυτή τη γκρι περιοχή κοινού τρόπου σκέψης, είναι μάλλον η αθωότητα της πρόθεσης – απαλλαγμένη από κάθε ηθικό δισταγμό. Από το «Μπαμπά, γιατί η θεία Μερόπη είναι χοντρή και άσχημη;» (παρούσης της θείας Μερόπης) μέχρι το «Τη σκότωσα γιατί ήθελα να την εκδικηθώ» (παρόντων των δικαστών και μαρτύρων) η απόσταση είναι πολύ μικρή: μία λύτρωση δρόμος.

Τα παιδιά ρωτάνε γιατί, μη γνωρίζοντας και πολλά, θέλουν να μάθουν: την αιτία, την αφορμή, την συνέπεια των πραγμάτων που βιώνουν. Οι εγκληματίες απαντάνε γιατί, μην έχοντας να χάσουν και πολλά, θέλουν να περιγράψουν: το στίγμα τους, τη διαφορετικότητά τους, τον κυνισμό ή την απελπισία τους. Δεν κρατιέται εύκολα εσώκλειστη μια τέτοια ανάγκη. Δε γίνεται. Εκρήγνυται το μυαλό. «Να το πω και ο,τι είναι να γίνει, ας γίνει».

Όλοι εμείς, που κινούμαστε κάπου ανάμεσα – ούτε παιδιά, ούτε εγκληματίες – είμαστε οι λιγότερο προνομιούχοι: χάνουμε στη διαδρομή την εικόνα του Παραμυθά, σαν την μορφή που κάποτε μας άγγιξε, μας έκανε να ονειρευτούμε, να χαμογελάσουμε και να ταυτιστούμε με τον μαγικό κόσμο που στόλιζε με τις λέξεις του. Φτάνουμε κάποια στιγμή να τον ταυτίζουμε με τον Πολιτικό – «ψηφίστε με γιατί είμαι η λύση στα προβλήματα του τόπου», με τον Σύντροφο – «αγάπα με, γιατί δεν υπάρχω χωρίς εσένα», με τον Εργοδότη – «θα μελετήσουμε το βιογραφικό σας και θα σας ενημερώσουμε».

«Εγκληματίες» με τον τρόπο τους και αυτοί: γιατί τα λόγια που μας απευθύνουν ιχνογραφούν Αυτούς – όχι Εμάς. Τα δικά τους Θέλω. Όχι τη δική μας Ανάγκη.

Και πια, δεν έχουμε καν το άλλοθι ότι είμαστε «Παιδιά» για να τους πιστέψουμε. Άρα: «το νου μας στους Παραμυθάδες». Έτσι, αν μη τι άλλο, για να μην καταντήσουμε εμείς «Εγκληματίες» – κυρίως ως προς τον αυτοσεβασμό μας.

«Και το Παραμύθι που λέγαμε;» Να μη σου τύχει. Γιατί είναι ίσως η μόνη ερώτηση στην ιστορία που από χρώμα κατάντησε σκοτάδι.

Keywords
Τυχαία Θέματα