Βάγκνερ και Βέρντι: Η συνάντηση που δεν έγινε ποτέ…

Ένας Γερμανός και ένας Ιταλός που έμελλαν να αποτελέσουν δύο από τις σπουδαιότερες μορφές της μουσικής, είχαν την τύχη ή την ατυχία να γεννηθούν την ίδια χρονιά. Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ και ο Τζουζέπε Βέρντι υπήρξαν κορυφαίοι συνθέτες και η συμβολή τους στην όπερα ήταν και παραμένει καθοριστική.

Γεννήθηκε στη Λειψία το 1813. Όταν ήταν μόλις 20 ετών, έγραψε την πρώτη του όπερα η οποία παρουσιάστηκε στο κοινό μισό αιώνα αργότερα. Έγινε μουσικός διευθυντής και συνέχισε να συνθέτει ενώ παράλληλα εμπλεκόταν σε ερωτικές περιπέτειες και αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα.

Η πορεία του βέβαια γινόταν όλο και πιο ανοδική, έμεινε στη Δρέσδη για 6 χρόνια όπου και διηύθυνε τον «Ιπτάμενο Ολλανδό» και τον «Τανχόϊζερ» τα οποία μαζί με το έργο «Λόενγκριν» συγκαταλέγονται στις ρομαντικές του όπερες. Η ανάμιξη του όμως με το ναζιστικό καθεστώς, το επικό ύφος της μουσικής του γοήτευσε τον Αδόλφο Χίτλερ, ήταν ο λόγος που σταμάτησε απότομα η καριέρα του στην όμορφη πόλη. Στη συνέχεια εξορίστηκε από την πατρίδα του αλλά συνέχισε να συνθέτει μανιωδώς. Σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους του, ο Βάγκνερ έγραφε τόσο τη μουσική όσο και το λιμπρέτο των έργων του τα οποία χαρακτηρίστηκαν συχνά «μουσικά δράματα». Ο ίδιος βέβαια διαφωνούσε με αυτό το χαρακτηρισμό. Ωστόσο, η τεράστια επιρροή του στην όπερα ήταν και παραμένει γεγονός μιας και εισήγαγε καινοτομίες και ανανέωσε υπάρχουσες τεχνικές. Η συστηματική χρήση των καθοδηγητικών μοτίβων του υπήρξε σημαντική επίδραση για τη μουσική επένδυση κινηματογραφικών ταινιών του 20ου και 21ου αιώνα. Η όπερα του Βάγκνερ διαπνέεται από πολυπλοκότητα και πάθος. Η μουσική του είναι μία βαθιά εξερεύνηση των ψυχικών συναισθημάτων, η αποθέωση των αισθήσεων.  Απέκτησε αιώνιους θαυμαστές και ενέπνευσε μεταγενέστερες προσωπικότητες της μουσικής αλλά και άλλων τεχνών.

Ο Βέρντι από την άλλη πλευρά, γεννήθηκε σε ένα χωριό της Ιταλίας και στα 23 του κιόλας χρόνια, έγινε διευθυντής της Φιλαρμονικής του Μπουσέτο. Αν και ο θάνατος της γυναίκας του και των δύο παιδιών του το 1839, τον διέλυσε συναισθηματικά, μετά από 3 χρόνια άρχισε να ξαναγράφει για τη Σκάλα του Μιλάνου και η όπερα του «Ναμπούκο» ήταν η αρχή μιας ένδοξης καριέρας που συνοδεύτηκε από διθυραμβικές κριτικές. Ήταν αγνωστικιστής αλλά και κοινωνικά ευαίσθητος. Έζησε και εκείνος άλλωστε σε μια εποχή ιδιαίτερα ταραχώδη για την πατρίδα του. Οι θεατές των παραστάσεων του έβλεπαν συχνά πολιτικές αποχρώσεις στις συνθέσεις του. Δεν αρνήθηκε εξάλλου ποτέ τον αγώνα του για την ένωση της Ιταλίας. Τα έργα του τον καθόρισαν ως ρομαντικό συνθέτη και τον έκαναν πολύ δημοφιλή, ακόμα και σήμερα θεωρείται ο διασημότερος Ιταλός μουσικός της όπερας, με πιθανό ίσως άξιο «ανταγωνιστή» τον Πουτσίνι. Η δραματική έκφραση που προσέδιδε στα έργα του ήταν βασικός άξονας που τα συνέδεε. Οι διαποτισμένοι με πάθος χαρακτήρες του και οι δραματικές, ανυπέρβλητες σκηνές του, λατρεύτηκαν από τους οπαδούς της όπερας.

Το 2013 συμπληρώνονται 200 χρόνια από τη γέννηση των δύο αυτών εμβληματικών μουσικών. Τα σημαντι

Keywords
Τυχαία Θέματα