Οργή πάνω στις στάχτες

Τις απώλειές τους μετρούσαν χθες η Αθήνα και οι κάτοικοί της. Δεκάδες επιχειρηματίες έχασαν τις επιχειρήσεις τους από το ξέσπασμα της βίας, μεγάλος αριθμός εργαζομένων σ' αυτές έχασαν τις δουλειές τους, είτε προσωρινά είτε μόνιμα, και η πόλη έχασε ένα κομμάτι της αρχιτεκτονικής της κληρονομιάς, αφού κτίρια-στολίδια έγιναν στάχτη. Σύμφωνα με στοιχεία του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Αθήνας, από τους ελέγχους που έκαναν ειδικά κλιμάκια προκύπτει ότι συνολικά 170 επιχειρήσεις έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές που υπολογίζονται σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Οπως δήλωσε ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ Κ. Μίχαλος, «θα αποστείλω άμεσα επιστολή προς τους αρμόδιους υπουργούς με την οποία θα ζητήσω την άμεση εφαρμογή των σχετικών νόμων για την αποζημίωση των πληγεισών επιχειρήσεων και πληγέντων επιχειρηματιών». Η ζημιά όμως είναι ανυπολόγιστη και για τη διεθνή εικόνα της πόλης, όπως επισήμαναν σε επιστολή τους προς τον υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού Π. Γερουλάνο οι ταξιδιωτικοί πράκτορες.
«Μας έσπασαν για τρίτη φορά»
Τρεις φορές έχει λεηλατηθεί τα τελευταία χρόνια το οπλοπωλείο στη συμβολή της Πανεπιστημίου με την Πλατεία Ομονοίας. Οπως και το 2008, έτσι και προχθές το βράδυ έγινε στόχος πλιάτσικου από ομάδα νεαρών, σύμφωνα και με την περιγραφή της μητέρας του ιδιοκτήτη, Πελαγίας Σταματοπούλου. «Τότε χρειάστηκε να προχωρήσουμε σε ριζική ανακαίνιση, η ζημιά εκείνη ανήλθε στα 100.000 ευρώ. Τώρα οι καταστροφές είναι ακόμα μεγαλύτερες: είχαμε βάλει μάρμαρα και τζάμια ασφαλείας και τα έσπασαν. Αυτή τη φορά, ήταν τέτοιο το μένος τους, που και τα ρολά μας δεν τους εμπόδισαν, αν και πλέον ήταν στερεωμένα στο έδαφος με αλυσίδες και λουκέτα», λέει

«Δεν ξέρω τι θα κάνω»
Από τη μία το πρωί έως αργά το μεσημέρι της Δευτέρας, δεν έλεγε να φύγει από το καμένο μαγαζί του. Ιδιοκτήτης ατομικής επιχείρησης με κορνίζες και πίνακες, σε στοά μεγάρου επί της οδού Αθηνάς 2, ο Νίκος Καραστεφανής είδε τη φωτιά να καταστρέφει την περιουσία του. Ακόμα και οι πίνακές του που δεν κάηκαν είναι άχρηστοι, αφού σάπισαν από τα νερά της κατάσβεσης. «Ανασφάλιστο το είχα το μαγαζί, μια και η είσοδος της στοάς είχε εξωτερικά ρολά και δεν μου πήγε το μυαλό ότι θα μπορούσα να υποστώ ζημιά με αυτό τον τρόπο. Ειλικρινά, δεν ξέρω τι θα κάνω από δω κι εμπρός»

«Το ’χα φτιάξει με τα χέρια μου»
Καθόταν σχεδόν αποσβολωμένος και το κοιτούσε. Το διατηρητέο νεοκλασικό επί των οδών Αθηνάς 13-15 και Κακουργιοδικείου όπου στεγαζόταν το υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου, το τριώροφο κτίριο που ο ίδιος, ο Μιχάλης Γκόγκας, είχε συντηρήσει στο παρελθόν ως εργολάβος, ήταν πια σκελετωμένο. Χωρίς σκεπή, κατάμαυρο από τη φωτιά που το έζωσε απ’ άκρη σ’ άκρη. «Το είχα φτιάξει “καινούργιο” το 2004. Εδώ δούλεψα για έναν ολόκληρο χρόνο. Με τα χέρια μου έφτιαξα τους σοβάδες του, την κεραμοσκεπή και τα ξύλινα πατώματά του, επιμελήθηκα και τα ανάγλυφα στα ταβάνια του», περιέγραφε. «Εκατόν πενήντα χρόνια ζωής είχαν το ισόγειο και ο πρώτος όροφός του. Πώς να μην είναι απερίγραπτη η πίκρα
Keywords
Τυχαία Θέματα