Πώς φτάσαμε στο αναμενόμενο Brexit

γράφει ο Γιώργος Κοφινάκος, Διευθύνων Συμβουλος StormHarbour London

Ήταν προδιαγεγραμμένο ότι η Βρετανία θα βγει από την ΕΕ. Η έκπληξη ήταν ότι αρχικά εντάχθηκε σε αυτήν, σε αντίθεση με τις συνεχείς ενδείξεις σε όλην την μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εποχή.

Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ είναι από τους πρώτους που μίλησε για τις Ηνωμένες Πολιτείες τής Ευρώπης το 1946, αλλά ήδη από τότε ξεκαθάρισε ότι την ηγεμονία σε αυτήν την προσπάθεια θα έπρεπε να την έχουν η Γαλλία και η Γερμανία, ενώ η Βρετανία, όπως χαρακτηριστικά

τόνισε, θα ήταν με την Ευρώπη αλλά όχι σε αυτήν, συνδεδεμένη με την Ευρώπη αλλά όχι απορροφημένη από αυτήν. Απόδειξη αυτής τής προσέγγισης ήταν όταν έγινε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα με έξι ιδρυτικές χώρες, όπου ενώ ο Τσώρτσιλ θα μπορούσε να έχει καθοδηγητικό ρόλο, ούτε καν προσέγγισε την Ένωση.

Αντίθετα, ως αντίπαλο δέος τής ΕΚΑΧ, η Βρετανία ιδρύει την Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών (European Free Trade Area EFTA), στην οποία συμμετέχουν, μαζί με την Βρετανία, Σουηδία, Πορτογαλία, Νορβηγία, Δανία, Αυστρία κι Ελβετία, οι οποίες, για λόγους εθνικής κυριαρχίας, απέρριψαν την πρόταση που τους έγινε να συμμετάσχουν στην δημιουργία τής ΕΟΚ.

Όταν κατά την δεκαετία τού 1960 στην Βρετανία ακούστηκαν φωνές που ένιωσαν ότι χάνει το τραίνο τής Ευρώπης, αυτή βρέθηκε αντιμέτωπη με το βέτο τού Ντε Γκωλ σε ενδεχόμενη αίτησή τους, ο οποίος θεωρούσε ότι η Βρετανία δεν είναι στην ουσία Ευρωπαϊκή χώρα και έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ενώ επιπρόσθετα θεωρούσε ότι λειτουργεί ως Δούρειος Ίππος των Αμερικανών.

Τελικά, με την φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση τού Έντουαρντ Χηθ, και όταν πια είχε αποχωρήσει ο Ντε Γκωλ, η Βρετανία εντάχθηκε στην ΕΟΚ το 1972, έχοντας όμως πια χάσει την ευκαιρία να είναι αυτή που θα οδηγήσει την Ευρώπη στην Ενοποίησή της.

Όταν η νέα κυβέρνηση των εργατικών ανέλαβε την εξουσία στην Βρετανία, έκανε δημοψήφισμα το 1975 για το αν η χώρα έπρεπε να παραμείνει στην Ένωση, στο οποίο κυριάρχησε η παραμονή με ποσοστό 67%.

Ακόμη όμως και η ίδια η ενέργεια διεξαγωγής δημοψηφίσματος, τρία μόλις χρόνια μετά την ένταξή της, αποδεικνύει πως ένα μεγάλο κομμάτι τής πολιτικής Ελίτ τής Βρετανίας δεν είχε αποδεχθεί αυτήν την πράξη.

Κατά την δεκαετία τού 1980 η Θάτσερ διεκδίκησε και πήρε κάποια οφέλη από την Αγροτική Πολιτική τής ΕΟΚ, αλλά ταυτόχρονα συνειδητοποίησε ότι η αργοπορημένη ένταξη τής Βρετανίας σε αυτήν, την είχε αποκόψει από τις κυρίαρχες δυνάμεις και τους βασικούς μηχανισμούς αποφάσεων.

Με αυτά κατά νου, η Θάτσερ εναντιώθηκε ανοιχτά και σθεναρά στο σχέδιο τού Ζακ Ντελόρ για ένα ενιαίο νόμισμα, πράξη η οποία όμως την οδήγησε να παραιτηθεί από την πρωθυπουργία μερικές εβδομάδες αργότερα.

Το 1992 έχουμε μια αποτυχημένη προσπάθεια ένταξης τής στερλίνας στον μηχανισμό ERM2, ο οποίος αποτελεί προϋπόθεση τής ένταξης στο Ενιαίο Νόμισμα.

Προφανώς, η ενδεχόμενη ένταξή της στο Ευρώ και πιθανή αποχώρησή της από αυτό σήμερα, αντί τής απλής εξόδου της από την Ευρωπαϊκή Ένωση με όλη την αναστάτωση που έχει επέλθει, θα είχε πολύ πιο δραματικές συνέπειες και για την ίδια την Βρετανία, την Ένωση, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο.

Από τα τέλη τής δεκαετίας του 1990 και έως σήμερα, η Βρετανία, έχοντας αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να αντιπαλεύσει την συμμαχία τής Γερμανίας με την Γαλλία για τον έλεγχο τής Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιδόθηκε εντονότερα σε μια προσπάθεια να εμποδίσει την ομοσπονδοποίηση τής Ευρώπης και την περαιτέρω εμβάθυνση τής οικονομικής, πολιτικής και αμυντικής ενοποίησης.

Αυτό την έφερε πολλές φορές σε αντιπαράθεση με τις άλλες κυρίαρχες δυνάμεις τής ΕΕ και κατά καιρούς την οδήγησε σε απομόνωση. Μέσα σε τέτοιο περιβάλλον, η πολιτική ελίτ τής Βρετανίας χρησιμοποίησε τον βρετανικό τύπο για να επιτίθεται στην γραφειοκρατία των Βρυξελλών και να δημιουργήσει ένα εχθρικό αίσθημα στον Βρετανικό λαό έναντι τής ΕΕ.

Προφανώς υπάρχουν ευθύνες και από τις δύο πλευρές (μεγάλες χώρες τής ΕΕ από την μία και Βρετανία από την άλλη) για το αποτέλεσμα τής αποχώρησης, αλλά αν δώσουμε βαρύτητα στα λόγια τού Τσέρτσιλ και του Ντε Γκωλ που προαναφέρθηκαν, μάλλον ήταν κακή ιδέα η εξαρχής ένταξή τους. Το φλέγμα και το πνεύμα των Βρετανών, επηρεασμένο από την επί πεντακόσια χρόνια αυτοκρατορία τους, εντέλει διαφέρει πολύ από αυτό τής Ηπειρωτικής Ευρώπης.

Οι επιπτώσεις αυτής τής αποχώρησης θα είναι σημαντικές. Μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα οι παγκόσμιες χρηματαγορές έχασαν αξίες άνω των τριών δισεκατομμυρίων, η Βρετανία έπεσε στην πιστωτική διαβάθμιση από ΑΑΑ σε ΑΑ με αρνητικές προοπτικές (επιπλέον πτώσεις αν δεν σταθεροποιηθεί το πολιτικό περιβάλλον της), η στερλίνα έχασε πάνω από 12% σε μια μέρα και αναμένεται μεγάλη διακύμανσή της τους επόμενους μήνες, ενώ η κτηματαγορά έχει παγώσει με αναμενόμενη πτώση τιμών επίσης τους επόμενους μήνες. Οι εμπορικές τράπεζες έχασαν 25-40% τής αξίας τους.

Η ΕΕ θα χάσει 15% τού ΑΕΠ της λόγω τής αποχώρησης τής Βρετανίας, και αυτό σημαίνει ότι θα μειωθεί και η επιρροή της στις εμπορικές συναλλαγές παγκοσμίως.

Επιπρόσθετα, η αποχώρηση τής Βρετανίας θα μειώσει κατά πολύ την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ κυρίως στον τραπεζικό τομέα, μια και το Λονδίνο αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο χρηματοοικονομικό κέντρο (μετα τη Νέα Υόρκη).

Κάποια χρηματοοικονομικά ιδρύματα ίσως μετακομίσουν σε άλλα κέντρα όπως το Παρίσι και η Φρανκφούρτη, αλλά το κόστος θα είναι βαρύ και θα χρειαστεί μεγάλο χρονικό διάστημα να αντικαταστήσουν τις υπάρχουσες υποδομές τού Λονδίνου.

Το Brexit αναμένεται να επηρεάσει την ΕΕ και πολιτικα , από την μια μεριά αλλάζοντας εσωτερικές ισορροπίες και από την άλλη αυξάνοντας τον κίνδυνο «πολιτικής μετάδοσης», αν αποδειχθεί επιτυχές το πείραμα αποχώρησης τής Βρετανίας, αφού θα ισχυροποιήσει τις ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.

Η Ευρώπη, χάνοντας ένα από τα σημαντικότερα μέλη της, αναπόφευκτα έχει ήδη χάσει επιρροή και εκτίμηση.

Όπως αναμένεται, ο αποχωρών είναι αυτός που θα έχει τις μεγαλύτερες οικονομικές επιπτώσεις, κυρίως από την αβεβαιότητα των επομένων μηνών. Σε δύο με τρία χρόνια, είναι ορατή η πιθανότητα να ξαναβρεί η Βρετανία τα βήματά της.

Keywords
Τυχαία Θέματα