Βέρνερ Χέρτσογκ - Κλάους Κίνσκι: O καλύτερος εχθρός μου

Η Ταινιοθήκη της Θεσσαλονίκης επιστρέφει με ένα αφιέρωμα στις εμβληματικές ταινίες που γέννησε η εκρηκτική συνεργασία ανάμεσα στον Βέρνερ Χέρτσογκ και τον Κλάους Κίνσκι, δύο από τις σπουδαιότερες φιγούρες στην ιστορία του ευρωπαϊκού σινεμά.

Το «Herzog vs. Kinski (Together apart - O καλύτερος εχθρός μου)» που θα παρουσιαστεί στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια, θα μεταφερθεί στην Αθήνα,

περιλαμβάνει έξι ταινίες και ανοίγει με το «Αγκίρε, η μάστιγα του Θεού» (1972), που σηματοδοτεί την πρώτη συνεργασία τους.

Ο Χέρτσογκ και ο Κίνσκι, δύο ανυποχώρητες και ασυμβίβαστες προσωπικότητες που δεν μπορούσαν να ανεχτούν την παραμικρή έκπτωση στο καλλιτεχνικό τους όραμα, συνέθεσαν ένα από τα πιο θυελλώδη και δημιουργικά ντουέτα που γνώρισε ποτέ η έβδομη τέχνη. Καρπός αυτής της εκρηκτικής συνεργασίας υπήρξαν πέντε ταινίες, οι οποίες πλάθουν ήρωες που μοιάζουν με τα δύο τιμώμενα πρόσωπα του αφιερώματος: χαρακτήρες που ξεφεύγουν από τον μέσο όρο, μπλέκουν σε απίθανες ιστορίες, τολμούν το αδιανόητο, βαδίζουν στο χείλος του γκρεμού και ψηλαφούν το αδύνατο.

Το αφιέρωμα συμπληρώνει το συγκινητικό ντοκιμαντέρ που γύρισε ο Βέρνερ Χέρτσογκ οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του Κίνσκι, φέρνοντας στο φως τα εξωφρενικά περιστατικά που σημάδεψαν την κοινή τους πορεία, αλλά και τη διττή όψη του Κλάους Κίνσκι, ενός τυραννικού και βασανισμένου καλλιτέχνη που ακροβατούσε ανάμεσα στο θεόσταλτο ταλέντο και τον δαιμονικό του χαρακτήρα. 

Το «Αγκίρε, η μάστιγα του Θεού» μάς προσκαλεί σε ένα εφιαλτικό και παραληρηματικό ταξίδι στις εσχατιές του Αμαζονίου, μα πάνω απ’ όλα στα σκοτεινά μονοπάτια της τρέλας, υφαίνοντας μια μεγαλειώδη παραβολή για την ανθρώπινη ματαιοδοξία και την απάνθρωπη φύση της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας.

Η είδηση για μια περιοχή γεμάτη χρυσό με το όνομα Ελδοράδο, οδηγεί τον Γκονσάλο Πιζάρο, αδελφό του Φρανσίσκο, σε μια αποστολή ανακάλυψης της περιοχής πέρα από τις Άνδεις στις αρχές του 1560. Αναγκασμένος να σταματήσει την πορεία του, ο Πιζάρο αποφασίζει να στείλει μια αποστολή εξερεύνησης κατά μήκος του ποταμού, με αρχηγό τον Δον Πέδρο ντε Ούρσουα και υπαρχηγό τον Λόπε ντε Αγκίρε. Η βιαιότητα του ποταμού δυσκολεύει αφάνταστα την κατάβαση με τις σχεδίες και όταν ο Δον Πέδρο αποφασίζει να επιστρέψει στην βάση, ο Αγκίρε παίρνει την κατάσταση στα χέρια του και χρίζεται αρχηγός της αποστολής. Γράφει μάλιστα και μια επιστολή εξέγερσης ενάντια στην εξουσία του Φιλίππου του Β΄ της Καστίλης και συνεχίζει το ταξίδι. Όμως, λόγω της πείνας, των συνεχών επιθέσεων των Ίντιος και των ανυπέρβλητων εμποδίων του ποταμού, το Φεβρουάριο του 1561 ο Αγκίρε, επονομαζόμενος και «οργή του θεού», πεθαίνει μαζί με το άπιαστο όνειρό του.

Τη σκυτάλη παίρνει το «Νοσφεράτου: Ο Δράκουλας της Νύχτας» (1979), με υποβλητική ατμόσφαιρα σαν γοτθικό όνειρο, που αποτίνει φόρο τιμής στη θρυλική βωβή ταινία του Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου, πλάθοντας μια μελαγχολική ιστορία αγάπης και μοναξιάς μέσα από το πιο αντισυμβατικό πρίσμα.

Σταλμένος στην Τρανσυλβανία από τον εργοδότη του για μια αγορά ιδιοκτησίας του κόμη Δράκουλα, ο Τζόναθαν Χάρκερ αφήνει το Βίσμαρ της Ολλανδίας, μη δίνοντας σημασία στα δυσοίωνα προαισθήματα της γυναίκας του Λούσυ. Όταν όμως φτάνει εκεί, βρίσκεται σ’ έναν κόσμο παράξενο και ανησυχαστικό, βασικά λόγω της παρουσίας του κόμη, ο οποίος αφού φορτώσει κάποια φέρετρα σε μια άμαξα εξαφανίζεται, αφήνοντάς τον έγκλειστο στο κάστρο. Στο μεταξύ, στο Βίσμαρ καταπλέει ένα καράβι γεμάτο ποντίκια που ξεχύνονται στην πόλη σκορπώντας την πανούκλα. Κάποια στιγμή έρχεται και ο Τζόναθαν, αλλά είναι βαριά άρρωστος. Η Λούσυ διαισθάνεται την αλήθεια διαβάζοντας ένα βιβλίο για τα βαμπίρ και αποφασίζει να θυσιαστεί, κρατώντας μαζί της το Δράκουλα μέχρι τις πρώτες ακτίνες του ήλιου.

Την ίδια χρονιά, το «Βόιτσεκ» (τα γυρίσματα του οποίου ξεκίνησαν μόλις πέντε ημέρες μετά την ολοκλήρωση του Νοσφεράτου, προτού καν προλάβει ο Κίνσκι και το συνεργείο να πάρουν ανάσα), μεταφορά του ομότιτλου (και ανολοκλήρωτου) θεατρικού του Γκέοργκ Μπίχνερ, ξεδιπλώνει μια σπαρακτική ιστορία εκμετάλλευσης του αδύναμου από τις σκοτεινές δυνάμεις της εξουσίας.

Σε μια γερμανική κωμόπολη, στα μέσα του 1800, ζει ο στρατιώτης Βόιτσεκ, άνθρωπος καλοσυνάτος και αφελής, προικισμένος με μια βαθιά ευαισθησία και αφοσιωμένος στη Μαρί, με την οποία έχει αποκτήσει κι ένα γιο. Για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις οικογενειακές υποχρεώσεις, κάνει περιστασιακά τον κουρέα για τους συναδέλφους του και διαθέτει τον εαυτό του ως πειραματόζωο στις περίεργες έρευνες ενός γιατρού. Οι συνάδελφοί του τον κοροϊδεύουν και τον αντιμετωπίζουν υποτιμητικά. Ο Βόιτσεκ ανοίγει την καρδιά του μονάχα στο φίλο του Αντρές. Όταν ανακαλύπτει πως η Μαρί τον απατά, πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη. Αφού αφήσει τα λιγοστά υπάρχοντά του στον Αντρές, δολοφονεί τη Μαρί μαχαιρώνοντάς την.

Συνέχεια με το «Φιτζκαράλντο, ο τυχοδιώκτης του Αμαζονίου» (1982), όπου οι εξωφρενικές ιστορίες από τα γυρίσματα υπερβαίνουν ακόμη και την αδιανόητη πλοκή της ταινίας: μια συνταρακτική ωδή στο αδύνατο που γίνεται εφικτό, στην απελευθερωτική δύναμη της εμμονής και του πάθους, συγχρόνως και μια συναρπαστική παραβολή για την κοσμογονική δύναμη του κινηματογράφου, αλλά και για το περιπετειώδες σινεμά του ίδιου του Χέρτσογκ.

Ο Μπράιαν Σουίνι Φιτζέραλντ, λάτρης της όπερας, περισσότερο γνωστός με το όνομα Φιτζκαράλντο, θέλει να κατασκευάσει στο Ικίτος, στην καρδιά του Αμαζονίου, το μεγαλύτερο θέατρο λυρικής όπερας του κόσμου και να καλέσει στα εγκαίνια τον διάσημο τενόρο Καρούζο. Με τη βοήθεια της γυναίκας του Μόλι, προσπαθεί να βρει χρηματοδότες. Όμως ανακαλύπτει ότι ο μοναδικός τρόπος για να βγάλει πολλά χρήματα είναι να εκμεταλλευτεί το καουτσούκ. Σύμφωνα με τους χάρτες τους οποίους συμβουλεύεται, υπάρχει ένα σημείο όπου ο ποταμός είναι πλωτός και από το οποίο τον χωρίζει μονάχα ένα βουνό. Έτσι λοιπόν, μ’ ένα ποταμόπλοιο που το ονομάζει Μόλι-Αΐντα και πείθοντας τους ιθαγενείς της περιοχής να τον βοηθήσουν, προσπαθεί να πετύχει το ακατόρθωτο: να μεταφέρει το ποταμόπλοιο μέσα από τα βουνά και, περνώντας έτσι στην άλλη πλευρά, να αποφύγει το εμπόδιο των καταρρακτών και να κατεβεί κατά μήκος του ποταμού προς την περιοχή των δέντρων του καουτσούκ.

Το τελευταίο κεφάλαιο σε μια συνύπαρξη που μας χάρισε αριστουργήματα μέσα από τα συντρίμμια της συνεχούς σύγκρουσης ήρθε με το «Κόμπρα Βέρντε» (1987), βασισμένο στο βιβλίο «Ο αντιβασιλέας της Ουίντα» του Μπρους Τσάτουιν (για τον οποίο έμελλε να γυρίσει ντοκιμαντέρ ο Χέρτσογκ τριάντα δύο χρόνια αργότερα), ένα ντελιριακό ταξίδι στο βλέμμα του Άλλου, στις χυδαίες καταβολές της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, αλλά και στην έμφυτη ανθρώπινη παρόρμηση της αυτοκαταστροφής.

Στη Βραζιλία ο Φρανσίσκο Μανοέλ ντα Σίλβα δολοφονεί το αφεντικό του ορυχείου όπου δουλεύει και περιπλανιέται σαν ληστής με το προσωνύμιο Kόμπρα Bέρντε, προκαλώντας το φόβο. Μια μέρα πιάνει κάποιον σκλάβο που το ’σκασε και ο ιδιοκτήτης του, Δον Οκτάβιο Κουτίνιο, τον προσλαμβάνει ως επιστάτη στην απέραντη φυτεία του. Όταν όμως αφήνει έγκυες και τις τρεις κόρες του αφεντικού, εκείνος τον στέλνει στην Αφρική για να εμπορευτεί σκλάβους. Μόλις φτάνει στη Μαύρη Ήπειρο καταφέρνει να αγοράσει μέσω του τοπικού βασιλιά έναν μεγάλο αριθμό σκλάβων, τους οποίους και στέλνει στην Βραζιλία. Η δουλεμπορική του επιχείρηση ανθίζει. Στη συνέχεια όμως καταδικάζεται από το βασιλιά σε θάνατο. Απελευθερώνεται από τον αδελφό του βασιλιά, ο οποίος ζητάει τη βοήθεια του Φρανσίσκο για να εξεγερθεί εναντίον του αδελφού του. Ο Φρανσίσκο φαίνεται να έχει και πάλι το πάνω χέρι, μέχρι που ο νέος άρχοντας, που του έχει δώσει και τον τίτλο του αντιβασιλέα, του στέλνει ένα φορτίο σκλάβων που δεν είναι αρτιμελείς σωματικά, ενώ στη Βραζιλία δρομολογείται η νομοθετική κατάργηση της δουλείας.

Τέλος, το συγκινητικό ντοκιμαντέρ -με τον ενδεικτικό τίτλο- «Ο καλύτερος μου εχθρός» (1999), γυρισμένο οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του Κίνσκι και διανθισμένο με σπάνιο αρχειακό υλικό και πολύτιμες μαρτυρίες-συνεντεύξεις, ρίχνει μια τρυφερή αλλά και ειλικρινή ματιά τόσο στα σκοτάδια της προσωπικότητας του Κλάους Κίνσκι όσο και στις αμέτρητες αντιφάσεις και όψεις μιας επεισοδιακής καλλιτεχνικής συνύπαρξης σαν πυρηνική σχάση, που όμοιά της δύσκολα θα συναντήσει κανείς σε ολόκληρη την ιστορία της έβδομης τέχνης. 

Πρόγραμμα προβολών

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου

Αγκίρε, η μάστιγα του Θεού (1972) - 20:30

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου

Νοσφεράτου: Ο Δράκουλας της νύχτας (1979) - 21:30

Σάββατο 20 Ιανουαρίου

Βόιτσεκ (1979) - 19:30

Φιτζκαράλντο, ο τυχοδιώκτης του Αμαζονίου (1982) - 21:15

Κυριακή 21 Ιανουαρίου

Ο καλύτερός μου εχθρός (1999) - 19:30

Κόμπρα Βέρντε (1987) - 21:15

Info

Τιμή εισιτηρίου: 5 ευρώ

Εισιτήρια διαθέσιμα ηλεκτρονικά στη διεύθυνση: https://www.viva.gr/tickets/venues/filmfestival/

Αίθουσα Σταύρος Τορνές (Αποθήκη 1, Λιμάνι Θεσσαλονίκης), από 18 έως 21 Ιανουαρίου

Ταινιοθήκη της Ελλάδος, από 25 έως 28 Ιανουαρίου.

Το αφιέρωμα πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Ινστιτούτου Γκαίτε Θεσσαλονίκης.

Keywords
Τυχαία Θέματα
Βέρνερ Χέρτσογκ - Κλάους Κίνσκι,verner chertsogk - klaous kinski