Μήπως το Νόμπελ «φρενάρει» την απόδοση των επιστημόνων;

Αν και οι βραβεύσεις έχουν στόχο να ενισχύσουν και να τονώσουν τους επιστήμονες, έρευνα δείχνει ότι μετά τη βράβευση με Nobel ή MacArthur (“genius”) βραβεία οι βραβευθέντες παθαίνουν μια «καθίζηση»

Τα βραβεία για την αριστεία στην έρευνα αναφέρουν συχνά στις δηλώσεις σκοπού τους την πρόθεση να επιβραβεύσουν, να παρακινήσουν και να υποστηρίξουν τους επιστήμονες (νέους ή ήδη αναγνωρισμένους και καθιερωμένους στον χώρο τους) για να συνεισφέρουν ακόμη περισσότερο στο μέλλον.

Το βραβείο Νόμπελ, αναμφισβήτητα το πιο

διάσημο βραβείο, «θεσπίστηκε για να επιβραβεύει την προηγούμενη σημαντική συνεισφορά στην επιστήμη, αλλά και για να λειτουργεί ως κίνητρο για τη μελλοντική». Αντίστοιχα, το πρόγραμμα υποτροφιών του Ιδρύματος MacArthur, το πιο δημοφιλές βραβείο που καλύπτει όλες τους τομείς της επιστήμης, απευθύνεται κυρίως στους νέους ερευνητές που ξεχωρίζουν και περιγράφεται ως «μια επένδυση στην πρωτοτυπία, τη διορατικότητα και τις δυνατότητες ενός ατόμου», που επιτρέπει στους αποδέκτες να «εκφράσουν την επιστημονική τους δημιουργικότητα προς όφελος της κοινωνίας». Το ίδρυμα MacArthur μέσω των υποτροφιών του υπόσχεται «σημαντικές μελλοντικές προόδους» και «διευκόλυνση της επακόλουθης δημιουργικής ερευνητικής εργασίας».

Ωστόσο, το ερώτημα που προκύπτει είναι: πόσο θετικά επηρεάζουν τη μετέπειτα συνεισφορά των επιστημόνων τα βραβεία Νόμπελ, οι υποτροφίες MacArthur και άλλες σημαντικές διακρίσεις που προορίζονται να ενισχύσουν τα μελλοντικά τους επιτεύγματα;

Εκτιμώντας τον αντίκτυπο των βραβείων…

Για να αξιολογήσουν τον αντίκτυπο που έχουν τα μεγάλα βραβεία αριστείας στην έρευνα στη μετέπειτα πορεία των αποδεκτών, μια ομάδα επιστημόνων από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, με επικεφαλής τον καθηγητή Επιδημιολογίας Γιάννη Ιωαννίδη, εστίασαν στους Νομπελίστες Χημείας, Φυσικής και Φυσιολογίας ή Ιατρικής, καθώς και στους αποδέκτες της Υποτροφίας Μακάρθουρ (MacArthur Fellows), γνωστής και ως “Genius Grant” που εργάζονται σε διάφορα επιστημονικά πεδία.

Νωρίτερα, άλλοι ερευνητές μελέτησαν τους αποδέκτες των επιστημονικών βραβείων με στόχο να κατανοήσουν πώς τα βραβεία επηρεάζουν τη μετέπειτα συνεισφορά τους στα πεδία τους. Το 1967, η κοινωνιολόγος Harriet Zuckerman ανέφερε ότι κατά μέσο όρο, οι νομπελίστες δημοσιεύουν λιγότερες εργασίες μετά την απόκτηση του βραβείου και ότι η μείωση της ερευνητικής παραγωγής είναι πιο έντονη σε όσους το βραβείο εξαργυρώνεται σε «μεγαλύτερη κοινωνική αναγνώριση».

Ωστόσο, οι ερευνητές δεν έχουν ακόμη ανακαλύψει εάν το ίδιο μοτίβο ισχύει και για πιο πρόσφατους βραβευθέντες. Οι ερευνητές Borjas GJ και Doran KB χρησιμοποίησαν στοιχεία ελέγχου - συγκρίνοντας τους νικητές βραβείων με «παρόμοια λαμπρούς διεκδικητές» - για να δείξουν ότι μετά την απόκτηση του μεταλλίου Fields στα μαθηματικά, οι βραβευθέντες μειώνουν σημαντικά το ποσοστό των δημοσιεύσεών τους. Αντίθετα, οι Chan et al. διαπίστωσαν ότι οι αποδέκτες του Clark Medal (Econometric Society Fellowship) αυξάνουν τόσο την παραγωγικότητα (πλήθος δημοσιεύσεων) όσο και τον αντίκτυπο της έρευνάς τους (αριθμός ετεροαναφορών).

Πιο πρόσφατα, οι Li et al. έδειξαν ότι οι νομπελίστες βιώνουν μια πτώση στις ετεροαναφορές, αλλά όχι στις δημοσιεύσεις, αμέσως μετά την κατάκτηση του βραβείου, αλλά επανέρχονται στα προ της βράβευσης επίπεδα τέσσερα χρόνια αργότερα. Επιβεβαίωσαν επίσης το εύρημα της Zuckerman ότι μετά την απόκτηση του Νόμπελ, οι βραβευθέντες τολμούν μεγαλύτερες αλλαγές στην ερευνητική τους πορεία από ότι οι συνομήλικοί τους.

Μελέτη σε δείγμα 72 Νομπελιστών…

Η ερευνητική ομάδα, στην οποία ηγείται ο Έλληνας Καθηγητής διερεύνησε τη συνεισφορά των νομπελιστών και των υποτρόφων MacArthur αναλύοντας τον αριθμό των ετεροαναφορών στην έρευνά τους πριν και μετά από τη βράβευσή τους. Παρά τις αδυναμίες της, η μέτρηση των παραπομπών (citation metrics) θεωρείται συνήθως από την επιστημονική κοινότητα ως αντιπροσωπευτική για τον αντίκτυπο.

«Στη μελέτη συμπεριλάβαμε 72 νομπελίστες και 119 από τους 238 υποτρόφους MacArthur. Εξαιρέσαμε 89 υποτρόφους επειδή δημοσίευσαν σε τομείς που το Ίδρυμα MacArthur ταξινομεί ως Τέχνες και Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Εξαιρέσαμε επίσης άλλους 29 που είχαν κερδίσει πολύ λίγες (λιγότερες από 100) ετεροαναφορές συνολικά που δεν προσφέρονταν για αξιόπιστες συγκρίσεις πριν και μετά την απονομή, αλλά και έναν ακόμη που δεν είχε επίσημο προφίλ στην διεθνή βιβλιογραφική βάση δεδομένων Scopus», εξηγεί ο καθηγητής Ιωαννίδης.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η ομάδα επέλεξε το συγκεκριμένο δείγμα επιστημόνων για να συμπεριλάβει ερευνητές που βρίσκονται στην αρχή και στα μέσα της σταδιοδρομίας τους (όπως είναι τυπικό για τους υποτρόφους MacArthur), καθώς και εκείνους που βρίσκονται πιο κοντά στο τέλος (όπως είναι χαρακτηριστικό για τους βραβευμένους με Νόμπελ). Η σχέση μεταξύ της ηλικίας και της παρατηρούμενης επιστημονικής δημιουργικότητας είναι καλά τεκμηριωμένη και ποικίλλει ανάλογα με τις αλλαγές στα πρότυπα εκπαίδευσης για συγκεκριμένο πεδίο και την επικράτηση των θεωρητικών συνεισφορών. Τα άτομα του δείγματος είχαν λάβει τουλάχιστον ένα από αυτά τα βραβεία μεταξύ του 2004 και του 2013.

«Το να συγκρίνεις έναν βραβευμένο επιστήμονα με έναν άλλον επιστήμονα του ίδιου επιπέδου που δεν βραβεύτηκε είναι επισφαλές, γιατί δεν υπάρχουν “σωσίες” που να είναι ακριβώς όμοιοι. Οπότε, για το σχεδιασμό της μελέτης, χρησιμοποιήσαμε τη μέθοδο της ατομικής διασταύρωσης (case-crossover design) όπου ο κάθε επιστήμονας συγκρίνεται με τον ίδιο του τον εαυτό ως προς τις ετεροαναφορές, τις δημοσιεύσεις και τις ετεροαναφορές ανά δημοσίευση. Έτσι, συγκρίναμε εργασίες που δημοσιεύτηκαν μέσα σε μια περίοδο 3 ετών πριν από την απονομή, με την ερευνητική δραστηριότητα των βραβευθέντων που δημοσιεύτηκε μέσα στην επόμενη 3ετία μετά την απονομή. Οι βραβευμένοι με Νόμπελ και οι υπότροφοι MacArthur έλαβαν λιγότερες ετεροαναφορές σε εργασίες τους μετά τη βράβευσή τους συγκριτικά με πριν. Και αυτό παρατηρήθηκε κυρίως στους νομπελίστες», περιγράφει ο Έλληνας επιστήμονας.

Πιο συγκεκριμένα, η διάμεση μείωση ήταν 80,5 ετεροαναφορές μεταξύ των νομπελιστών (p = 0,004) και 2 μεταξύ των υποτρόφων MacArthur (p = 0,857). Οι ερευνητές μέσης καριέρας (42–57 ετών) και οι ανώτεροι (άνω των 57 ετών) έδειξαν να έχουν λιγότερες ετεραναφορές σε εργασίες τους μετά τη βράβευση. Οι ερευνητές πρώιμης σταδιοδρομίας (λιγότερο από τα 42 έτη που συνήθως αυτοί είναι οι υπότροφοι ΜακΆρθουρ) έδειξαν να κερδίζουν περισσότερες ετεροαναφορές, αλλά η διαφορά ήταν μη σημαντική. Οι υπότροφοι MacArthur (p = 0,001) αλλά όχι και οι βραβευμένοι με Νόμπελ (p = 0,180) είχαν σημαντικά περισσότερες δημοσιεύσεις μετά το βραβείο. Και οι δύο ομάδες είχαν σημαντικά λιγότερες ετεροαναφορές ανά εργασία μετά τη βράβευσή τους (p = 0,043 για τους νομπελίστες, 0,005 για τους υποτρόφους MacArthur και 0,0004 για τον συνδυασμένο πληθυσμό).

Η πρώτη ανάλυση του είδους της

Σύμφωνα με τον καθηγητή Ιωαννίδη, αυτή η ανάλυση είναι η πρώτη που διερευνά το πώς επιδρά η βράβευση στη μετέπειτα παραγωγικότητα ανάλογα με την ηλικία. «Προηγούμενες αναλύσεις διερεύνησαν την επίδραση μιας βράβευσης χωρίς να ληφθεί υπόψη η ηλικία στην οποία ο αποδέκτης βραβεύτηκε. Ερευνητές έχουν επίσης μελετήσει τη δημιουργικότητα ανάλογα με την ηλικία σε νομπελίστες, λαμβάνοντας υπόψη το πόσων ετών ήταν κατά τη στιγμή του επιτεύγματος για το οποίο βραβεύτηκαν και όχι την ηλικία τους τη στιγμή που βραβεύτηκαν. Επιπλέον, η ανάλυσή μας εξέτασε ένα ευρύ δείγμα ερευνητών που διανύουν τα μισά της καριέρας τους, από διαφορετικά πεδία, ενώ άλλες επικεντρώνονται είτε σε μια μεγαλύτερη ομάδα (π.χ. βραβευθέντες με Νόμπελ) είτε σε μια νεότερη ομάδα σε συγκεκριμένο τομέα (π.χ. Μετάλλιο Fields ή μετάλλιο John Bates Clark Medal). Αποκτήσαμε επίσης πρόσθετες πληροφορίες αντιπαραθέτοντας αναλύσεις του αριθμού των ετεροαναφορών, του αριθμού των δημοσιεύσεων και των ετεροαναφορών ανά δημοσίευση», σημειώνει ο κ. Ιωαννίδης.

Σύμφωνα με τον ίδιο, ο συνολικός αριθμός ετεροαναφορών στα περισσότερα επιστημονικά πεδία αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου. Μια πιθανή εξήγηση είναι το αυξανόμενο μέγεθος του επιστημονικού εργατικού δυναμικού και ο όγκος των δημοσιευμένων εργασιών. Η μη αύξηση του αριθμού των ετεροαναφορών στη μεταγενέστερη περίοδο θα μπορούσε κατά συνέπεια να υποδηλώνει σχετική μείωση του αντίκτυπου της έρευνας μετά την απονομή, εάν ο αντίκτυπος μετρηθεί ως διαμοιρασμός όλων των ετεροαναφορών που ελήφθησαν σε αυτό το χρονικό πλαίσιο.

Σύμφωνα με τη μελέτη, τα μεγάλα βραβεία αντιπροσωπεύουν ένα άκρο στο συνεχές των ανταμοιβών επηρεάζοντας άμεσα πολύ λίγους ανθρώπους, αλλά μπορεί έμμεσα να διαμορφώνουν τις στάσεις και τις ενέργειες μεγάλου αριθμού επιστημόνων. Από αυτή την άποψη, τα βραβεία λειτουργούν δυνητικά ως ισχυρά «εργαλεία» για καλό ή κακό.

Εάν τα μεγάλα ερευνητικά βραβεία πράγματι αποτυγχάνουν να αυξήσουν (και ακόμη φαίνεται και να μειώσουν) τον αντίκτυπο που έχει η έρευνα των αποδεκτών, μπορεί να χρειαστεί να επανεκτιμηθούν οι στόχοι, τα κριτήρια και η επίδρασή τους στη βελτίωση της επιστημονικής δραστηριότητας.

«Τόσο η ομάδα μας όσο και άλλες ερευνητικές ομάδες έχουμε στρέψει την προσοχή στην επίδραση ενός βραβείου αριστείας στην έρευνα σε έναν αποδέκτη, αλλά τα βραβεία πιθανότατα παρακινούν και άλλους επιστήμονες να εργαστούν με τρόπους ή σε πεδία που εκείνοι αντιλαμβάνονται ότι θα αυξήσουν τις πιθανότητές τους κάποια μέρα να βραβευθούν. Η επίδραση των βραβείων αριστείας στην έρευνα σε άλλους επιστήμονες, εκτός των βραβευθέντων, αξίζει επίσης μελλοντική μελέτη.

Επιπλέον, αν και τα βραβεία που αξιολογήσαμε είναι προσωπικά, μεγάλο μέρος της τρέχουσας επιστημονικής έρευνας είναι συνεργατικό. Ο πειραματισμός με βραβεία σε επίπεδο ομάδας και η σύγκριση του αντίκτυπού τους στο επιστημονικό οικοσύστημα με τον αντίκτυπο των προσωπικών βραβείων μπορεί επίσης να δώσει μια εικόνα για το πώς μπορεί να παρακινηθούν οι επιστήμονες για να συνεισφέρουν περισσότερο στο κοινό καλό», καταλήγει ο καθηγητής Ιωαννίδης.

Η μελέτη εμφανίζεται στο Royal Society Open Science

#ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ #ΝΟΜΠΕΛ
Keywords
Τυχαία Θέματα