«Χαίρε Μαρία»: Ενας μελωδικός χαιρετισμός στην Παναγία

«Χαίρε Μαρία»: Ενας μελωδικός χαιρετισμός στην Παναγία13.08.2018Άρθρα

Η επίδραση του ύμνου σε σημαντικούς συνθέτες της Δύσης

Από τον
Γιάννη Χριστόπουλο*

Ο πιο γνωστός ύμνος της Δύσης για την Παναγία είναι το «Ave Maria» που έχει, όπως είναι γνωστό, δύο μέρη: «Ave Maria gratia plena, Domimus tecum. Benedicta tu in mulieribus, et benedictus ventres tui, Jesus» («Χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά Σου. Ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου, Ιησούς»). Είναι το πρώτο

μέρος και προέρχεται από το Ευαγγέλιο του Λουκά. Στον 13ο αιώνα πρόσθεσαν το δεύτερο μέρος της προσευχής, «Sancta Maria, Mater Dei, ora pro nobis peccatoribus nunc et in ora nostrae. Amen» («Αγία Μαρία, Μήτερ του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών νυν και κατά την ώρα του θανάτου μας. Αμήν»). Η επιρροή του ύμνου αυτού είχε μεγάλη απήχηση. Με την έκρηξη της μουσικής, κυρίως από τον 16ο αιώνα, είναι εμφανής η επίδραση του ύμνου σε σημαντικούς συνθέτες της Δύσης.

Ο Josquin Des Prez, ο γνωστός συνθέτης-εκπρόσωπος της γαλλοφλαμανδικής σχολής, μας παρέδωσε τον ύμνο με την αντιστικτική γραφή του και εδώ προβάλλει μια τολμηρή πρωτοτυπία, ενώ ο Palestrina μάς δίνει ένα εξαιρετικό «Ave Maria» σε απόλυτο μυσταγωγικό ύφος. O Monteverdi με το τρίφωνο «Ave Maria» στην ίδια εκφραστική και ιεροπρεπή ατμόσφαιρα αναπτύσσει τη μουσική του γραφή. Ασφαλώς κορυφαία θέση στη μελοποίηση του ύμνου κατέχει ο ομώνυμος ύμνος του Gounod.

Ο Γάλλος συνθέτης, ο οποίος είχε κατά νου την «Εισαγωγή 1 σε ντο μείζονα» του J.S. Bach, αυτοσχεδίασε αναπτύσσοντάς τη και έδωσε στην παγκόσμια εργογραφία ένα μοναδικό έργο που αποτελεί σημείο αναφοράς. Οπως σημείο αναφοράς σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης είναι ο ύμνος του Franz Schubert, του συνθέτη που απογείωσε το γερμανικό λιντ και στην ουσία ενέπνευσε έναν ολόκληρο αιώνα. Ο Αντον Μπρούκνερ έχει αφήσει ένα λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό «Ave Maria», το οποίο όμως διακρίνεται για το απόλυτα θρησκευτικό μουσικό ήθος, όπως, άλλωστε όλα τα θρησκευτικά έργα του Αυστριακού συνθέτη.

Το 1970 ο Ρώσος συνθέτης Nikolai Vavilof ηχογράφησε ένα «Ave Maria», το οποίο απέδωσε σε ανώνυμο. Ωστόσο, μερικά χρόνια αργότερα ο οργανίστας Mark Shakhin εξέφρασε την άποψη ότι ο ύμνος αυτός, που ήδη είχε τύχει παγκόσμιας αποδοχής, είναι σύνθεση του Giulio Caccini.
Είναι γνωστό ότι στη Δύση, αν και τις συνθέσεις της θρησκευτικής μουσικής συνοδεύουν όργανα, ωστόσο η δομή τους αλλά και το ύφος είναι διαφορετικά από την κοσμική, και είναι ευδιάκριτη η διαφορά μεταξύ του θρησκευτικού μουσικού έργου και του κοσμικού.
Αυτό είναι απολύτως δικαιολογημένο, επειδή από τα πρώτα χρόνια εισαγωγής της μουσικής στη λατρεία η τελετουργική μουσική όφειλε να υπακούει στους αυστηρούς κανόνες της ηθικής.

Οπως επισημαίνει ο ιστορικός και συνθέτης Ζακ Στέμαν: «Υπάρχουν δύο “μεγάλες ηλικίες” της μουσικής, που καθεμιά περιλαμβάνει κάποια εξέλιξη μέσα από τις πολλαπλές μορφές της στο εσωτερικό ενός χώρου απολύτως προκαθορισμένου: η θρησκευτική ηλικία και η αισθητική. Κατά τη διάρκεια οιουδήποτε πολιτισμού, του πιο απόμακρου αλλά και του πιο βραχύβιου μέχρι τον Μεσαίωνα, ο άνθρωπος έζησε τη “θρησκευτική ηλικία” της μουσικής. Ομως κατά τους τελευταίους οκτώ αιώνες ζούμε την “αισθητική ηλικία” της».

Ομως, επειδή όλοι οι διαχωρισμοί στις περιόδους της Ιστορίας που κάνει η επιστήμη των ιστορικών δεν είναι κάθετοι, οι επιρροές της μιας περιόδου στην άλλη υφίστανται. Ακόμη και μέσα στην περίοδο των οκτώ αιώνων, στις συνθέσεις που αφορούν τη θρησκευτική μουσική ο συνθέτης ακολουθεί μια συγκεκριμένη δομή, η οποία είναι διαφορετική από αυτή που θα είχε σε ένα κοσμικό έργο. Το ύφος της μουσικής είναι μεν απόλυτα ελεύθερο, δίχως την υποχρέωση του συνθέτη να χρησιμοποιεί συγκεκριμένες μελωδίες ή φόρμες, αλλά είναι διακριτό από το ύφος της κοσμικής μουσικής.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να ακούσουμε θρησκευτικά και κοσμικά έργα γραμμένα από τον ίδιο συνθέτη για να καταλάβουμε τη διαφορά του ύφους.
Η λατρευτική μουσική είναι το αναπόσπαστο κομμάτι της λατρείας και ως το αρχετυπικό υπόδειγμα αποτελεί τομέα διακριτό από τη θρησκευτική μουσική.

Οι συνθέτες της Δύσης εμπνέονται από τη θρησκεία, τα θρησκευτικά θέματα και τον βίο του Χριστού, και έχουν συνθέσει έργα που αποτελούν μνημεία της ανθρώπινης έμπνευσης και δημιουργίας.
Ο Τζουζέπε Βέρντι έχει μελοποιήσει το «Miserere» και το έχει εντάξει στην όπερα «Τροβατόρε», όπως και το περίφημο «La vergine degli Angeli» για την όπερα «Η δύναμη του πεπρωμένου». Ο Πιέτρο Μασκάνι στην όπερα «Καβαλερία Ρουστικάνα» τοποθετεί ως ένα ιδιότυπο μουσικό ιντερμέδιο το περίφημο «Ιneggiamo il Signor è risorto». Στις συνθέσεις αυτές, που είναι μέρη ενός κοσμικού μουσικού έργου, γίνεται αντιληπτή η διαφορά του μουσικού ύφους από την υπόλοιπη σύνθεση του έργου, ακριβώς για τον λόγο ότι στα σημεία που τοποθετούνται πρέπει να υποδηλωθεί η ύπαρξη του θρησκευτικού στοιχείου, πράγμα που γίνεται αμέσως αντιληπτό με τη συνδρομή του διαφορετικού μουσικού διάκοσμου, όπως ακριβώς επιβάλλει το ύφος της θρησκευτικής μουσικής σύνθεσης.

*Λυρικός καλλιτέχνης

Keywords
Τυχαία Θέματα