Γιατί ο Βενιζέλος επέλεξε το 1929 τα λάθος αντιτορπιλικά DARDO

Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος

Παλιά ιστορία, παλιά… αμαρτία!

Κανονικά στον εξοπλισμό των Ενόπλων Δυνάμεων, οι πολιτικοί πρέπει να συμμορφώνονται στις εισηγήσεις των ειδικών (που δεν είναι άλλοι από τους ειδήμονες  μεταξύ των αξιωματικών), οι οποίοι με καθαρά στρατιωτικά, τεχνικά και επιχειρησιακά κριτήρια, προτείνουν τα καλυτέρα και πιο εξελιγμένα οπλικά συστήματα.

Παραδείγματα περί του αντιθέτου στην Ελλάδα πολλά!

Μια τέτοια περίπτωση που ακόμα αναλύεται από τους εξειδικευμένους στο αντικείμενο

ιστορικούς αναλυτές, ήταν η πολιτική απόφαση του Ελευθέριου Βενιζέλου το 1929, ο οποίος αντίθετα με τις προτάσεις των ναυάρχων επέλεξε για τον εκσυγχρονισμό του Στόλου, ιταλικά αντιτορπιλικά τύπου DARDO, αντί βρετανικά που αξιολογήθηκαν με σαφώς καλύτερες επιδόσεις.

Η ιστορία και τα γεγονότα δικαίωσαν τους Ναυάρχους…

TO ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανήλθε στην εξουσία το καλοκαίρι του 1928 και προσανατόλισε την εξωτερική πολιτική της χώρας στην υπογραφή ξεχωριστών συμφώνων με τις γειτονικές χώρες.

 Μόλις τον Σεπτέμβριο του 1928 υπέγραψε σύμφωνο φιλίας 10ετούς διαρκείας με την Ιταλία και τον Μάρτιο του 1929 σύμφωνο με την Γιουγκοσλαβία. 

Το μεγάλο στοίχημα ήταν η προσέγγιση με την Τουρκία, με την οποία πράγματι υπογράφηκε μια μάλλον ετεροβαρής συμφωνία τον Οκτώβριο του 1930.

Το σκεπτικό του Βενιζέλου ήταν ότι με την «εξασφάλιση» της ειρήνης από τις υπογραφές των διμερών συμφωνιών, θα κατάφερνε κάθετη μείωση των αμυντικών δαπανών.

Ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο επέβαλλε την μείωση στο Πολεμικό Ναυτικό. Την εποχή εκείνη το ΓΕΝ προσανατολιζόταν στην επανεργοποίηση της συμφωνίας με τα γερμανικά ναυπηγεία Vulkan, ώστε να ολοκληρωθεί η ναυπήγηση του καταδρομικού μάχης ΣΑΛΑΜΙΣ του οποίου η σύμβαση είχε υπογραφεί το 1912 και μετά τον Α΄ ΠΠ είχε καταγγελθεί, δίχως όμως να έχει κλείσει τελεσίδικα η υπόθεση.

 Η κίνηση αυτή του Πολεμικού Ναυτικού, είχε ως στόχο την αντιστάθμιση την πρόσφατη επαναφορά σε υπηρεσία με το Τουρκικό Ναυτικό του καταδρομικού μάχης YAVUΖ SULTAN SELIM.

Ο πρωθυπουργός Ελ Βενιζέλος παρενέβη στο καθαρά επιχειρησιακό αυτό θέμα και επέβαλλε στο Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο (ΑΝΣ) την αλλαγή του ναυτικού προγράμματος της χώρας, εφευρίσκοντας το σχήμα – ιδέα του “Ελαφρού Στόλου” σε συνδυασμό με την Αεροπορία, ως το νέο στρατιωτικό δόγμα της Ελλάδας.

Πέραν της ορθότητας των επιλογών και της πραγματικής εξοικονόμησης ή μη πόρων, το ενδιαφέρον είναι να εξεταστεί η «λύση» που επελέγη και πως διαμόρφωσε την δύναμη του Στόλου έως τις παραμονές του Β΄ ΠΠ.

Με την ακύρωση του προγράμματος ναυπήγησης του ΣΑΛΑΜΙΣ, προκηρύχθηκε άμεσα διαγωνισμός για την απόκτηση αντιτορπιλικών και εν τέλει, μετά από νέα παρέμβαση του πρωθυπουργού, επελέγη η ιταλική πρόταση με την δικαιολογία του χαμηλότερου τιμήματος, αλλά και εξαιτίας επιθυμίας του Βενιζέλου να επιδειχθεί στην πράξη η ουσιαστική σύσφιξη των σχέσεων με την Ρώμη, μετά και την υπογραφή του συμφώνου φιλίας. 

Το 1929 υπεγράφη σύμβαση για 2 αντιτορπιλικά DARDO και το 1930 νέα, για επιπλέον 2 μονάδες.

Η ΑΠΟΡΡΗΤΗ ΕΚΘΕΣΗ ΚΑΤΑΠΕΛΤΗΣ

Στο Ιστορικό Πλαίσιο του έργου που εξέδωσαν οι Εκδόσεις Δούρειος Ίππος «Οι Εξοπλισμοί της Ελλάδας 1936–1940», σε σχέση με τις επιπτώσεις των παραπάνω επιλογών στο καθαρό επιχειρησιακό πεδίο, για τα ιταλικά αντιτορπιλλικά: 

«Όμως, από επιχειρησιακής άποψης, τα πλοία απεδείχθησαν προβληματικά. 

Αφ’ ενός μεν διακρίνοντο από πολύπλοκη, λεπτεπίλεπτη και δυσυντήρητη κατασκευή, αφ’ ετέρου ελαττωματικός αποδείχθηκε και ο αντιαεροπορικός οπλισμός που ήταν παλαιού τύπου, απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή κατά τον χειρισμό και παρουσίαζε συχνές εμπλοκές.

 Σε σχέση με το προωστήριο σύστημα, είναι οξύμωρο το γεγονός, ότι η ελληνική πλευρά είχε πληρώσει ρήτρες προς τον ιταλικό ναυπηγικό οίκο, διότι κατά τις δοκιμές τους τα αντιτορπιλλικά είχαν υπερβεί την ορισθείσα ως μέγιστη ταχύτητα των 40 κόμβων. 

Ωστόσο, η μέγιστη ταχύτητα που μπορούσαν να αναπτύξουν με ασφάλεια, το 1935 δεν υπερέβαινε τους 34-35 κόμβους και στην διάρκεια του πολέμου το 1940, έφθανε μόλις τους 29 κόμβους. 

Επιπλέον, όπως διεφάνη, το αδύνατο σημείο τους ήταν οι αυλοί των λεβήτων, που είχαν εγγύηση μόνο για περίοδο 6 ετών, ενώ απαιτείτο συχνή αλλαγή αυτών.

 Η ανάμιξη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, καθυστερούσε τις εγκρίσεις πιστώσεων, με αποτέλεσμα το πρόγραμμα να σημειώνει υστέρηση εις βάρος της επιχειρησιακής  ετοιμότητας των αντιτορπιλικών και της ασφάλειας».

Η πολιτική παρέμβαση στην διαγωνιστική διαδικασία λοιπόν, όχι μόνο δεν εξασφάλισε τίποτα περισσότερο από μια πρόσκαιρη αίσθηση σύσφιξης των διμερών σχέσεων με την Ιταλία αλλά, το κυριότερο, δεν απέδωσε στο Πολεμικό Ναυτικό τα πλέον αξιόμαχα πλοία που συμμετείχαν στην διαγωνιστική διαδικασία.

 Στην επερχόμενη πολεμική σύρραξη το 1940, τα 4 αντιτορπιλικά ιταλικής προέλευσης αντιπροσώπευαν σαφώς υποβαθμισμένες μονάδες μάχης, σε σχέση με τις αρχικές προσδοκίες και προδιαγραφές που υπήρχαν όταν παραδίδονταν το 1933.

Από την άλλη πλευρά, τα βρετανικά σχέδια (τα οποία και το 1929 είχαν προκρίνει οι επιτελείς του ΓΕΝ) ξεπέρασαν κάθε προσδοκία κατά την υπηρεσία τους με τα ελληνικά χρώματα και δικαίωσαν τις επαγγελματικές κρίσεις των αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού, με την ιδιαίτερη αξιοπιστία που παρουσίασαν κατά την επιχειρησιακή τους εκμετάλλευση.

Στην προκειμένη περίπτωση η κυβερνητική παρέμβαση στις διαδικασίες αποδείχθηκε ζημιογόνα για το Πολεμικό Ναυτικό στην πραγματική ανάγκη που ζήτησε να καλυφθεί, εξασφάλισε για τον Στόλο μονάδες μάχης με περιορισμούς και συχνά προβλήματα που μείωναν την απόδοση έργου που θα αναμένετο από αυτές, ενώ και οι όποιες ευρύτερες σκοπιμότητες που διείδε ο πρωθυπουργός από την επιλογή των ιταλικών σχεδίων, αποδείχθηκαν εφήμερες αν όχι εντελώς ανύπαρκτες.

Η ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΠΛΟΙΩΝ

Τα αντιτορπιλικά τύπου Dardo του Πολεμικού Ναυτικού αντιπροσωπεύουν συνολικά τέσσερα σκάφη τα οποία παραγγέλθηκαν από τα ιταλικά ναυπηγεία Odero, Sestri Ponente στις αρχές της δεκαετίας του ΄30.

Δύο από αυτά βυθίστηκαν τον Απρίλιο του 1941 στον Σαρωνικό από γερμανικά αεροσκάφη και τα υπόλοιπα δύο συνέχισαν να πολεμούν μέχρι το τέλος του πολέμου.

Τα σκάφη προέρχονταν από την ιταλική κλάση Dardo (συχνά αναφέρεται και ως Freccia) η οποία απέδωσε τέσσερα σκάφη για το ιταλικό Ναυτικό και άλλα τέσσερα για το ελληνικό.

Αυτά ήταν τα «Κουντουριώτης» D-98, «Σπέτσαι» D-83, «Ύδρα» D-97 και «Ψαρά» D-84.

Η κυριότερη διαφορά των ελληνικών σκαφών, που παραγγέλθηκαν το 1929, ήταν η τοποθέτηση των τεσσάρων πυροβόλων των 120 χλστ. σε τέσσερεις ισάριθμους πύργους αντί των δύο δίδυμων που ήταν στα ιταλικά σκάφη.

Από τα ελληνικά σκάφη το «Ύδρα» καθελκύστηκε στις 24 Οκτωβρίου (11 κατά άλλες πηγές) του 1931 και εντάχθηκε στο Ελληνικό Ναυτικό την Τετάρτη  23 Νοεμβρίου του 1932.

Το «Ύδρα», όπως και τα υπόλοιπα τρία σκάφη βέβαια, πολέμησαν στον Β΄ΠΠ αλλά είχε άδοξο τέλος καθώς βυθίστηκε από γερμανικά βομβαρδιστικά στις 22 Απριλίου του 1941 ύστερα από σφοδρή γερμανική αεροπορική προσβολή κοντά στη νησίδα Λαγούσα του Σαρωνικού.

Στη διάρκεια της επιδρομής και της βύθισης  του πλοίου σκοτώθηκε ο Κυβερνήτης του Αντιπλοίαρχος Θ. Πεζόπουλος, ο Ύπαρχος Πλωτάρχης Βλαχάβας και 2 ακόμη Αξιωματικοί, 12 Υπαξιωματικοί και 26 Ναυτοδίοποι. 

Το δεύτερο σκάφος «Σπέτσαι» εντάχθηκε στο Ελληνικό Ναυτικό στις 12 Μαΐου του 1933 και παροπλίστηκε το 1946.

Το «Σπέτσαι» έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του 1940-41, στις οποίες περιλαμβάνονται πολλές συνοδείες νηοπομπών και η τρίτη επιδρομή στο Στενό του Οτράντο (4-5 Ιανουαρίου 1941).

Όταν καταλήφθηκε η Ελλάδα από τους Γερμανούς διέφυγε στη Μ. Ανατολή από όπου στάλθηκε για γενική επιθεώρηση  και εκσυγχρονισμό στην Καλκούτα. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως συνοδό καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου.

Η χρησιμοποίηση του μετά το 1943 ήταν αναγκαστικά περιορισμένη, λόγω της ευπάθειας του υλικού και της δυσκολίας να βρεθούν ανταλλακτικά, καθώς ήταν ιταλικά σκάφη.

Το τρίτο σκάφος το «Ψαρά» εντάχθηκε στο Ναυτικό και αυτό το Μάιο του 1933 όπως και το Ύδρα.

ΣΤΟΧΟΣ ΤΩΝ  STUKAS

Την Κυριακή του Πάσχα της 20ης Απριλίου 15 γερμανικά Ju-87C πραγματοποιούν επίθεση στο «Ψαρά» όταν αυτό βρισκόταν ανοικτά της Βαρέας Μεγάρων. 

Από την επίθεση των Stukas το πλοίο δέχεται δύο καίρια κτυπήματα στην πλώρη με αποτέλεσμα αυτή να αποκοπεί. 

Το λεβητοστάσιο και το εμπρός διαμερίσματα γέμισαν νερό με τον κυβερνήτη Αντιπλοίαρχο Κώνστα να προσπαθεί να το φέρει στα αβαθή.

Από την επίθεση των γερμανικών αεροσκαφών θα χάσουν τη ζωή τους 37 άτομα από το πλήρωμα του σκάφους μεταξύ αυτών και ένας ναυτόπαις ηλικίας 16 μόλις ετών.

Το υπόλοιπο πλήρωμα και αφού φιλοξενείται στο γυμνάσιο των Μεγάρων καταφέρνει να αναχωρήσει για την Κρήτη την Τρίτη στις 22 Απριλίου.

Το τέταρτο σκάφος «Κουντουριώτης» καθελκύστηκε στις 29 Απριλίου του 1931 για να ενταχθεί στο Ναυτικό το Νοέμβριο του 1932. 

Θα πραγματοποιήσει και αυτό αποστολές μαζί με το «Σπέτσαι».

Στις 13 Σεπτεμβρίου 1943 το «Κουντουριώτης»  με κυβερνήτη τον Αντιπλοίαρχο Ε. Μπαλτατζή, αποβιβάζει στο Καστελόριζο άγημα που υψώνει την ελληνική σημαία στο νησί.

Το σκάφος στα τέλη του 1943 θα αγκυροβολήσει στο Port Said, λόγω έλλειψης ανταλλακτικών για να παροπλιστεί το 1946. Τα αντιτορπιλικά είχαν μήκος 92,3 μέτρα, πλάτος 9,7 και βύθισμα 3,8 μέτρα, ενώ το μέγιστο εκτόπισμα ανερχόταν στους 1.350 τόνους.

Πληροφορίες

cognoscoteam.gr

Ελληνική Ακτοπλοΐα

The post Γιατί ο Βενιζέλος επέλεξε το 1929 τα λάθος αντιτορπιλικά DARDO appeared first on Militaire.gr.

Keywords
Αναζητήσεις
προγραμμα νατικο 1930, πολεμικο ναυτικο freccia
Τυχαία Θέματα
Βενιζέλος, 1929, DARDO,venizelos, 1929, DARDO